ά εκείνους της Ισπανίας, παραμένει short στα εννιαετή πορτογαλικά ομόλογα έναντι των ισπανικών. Long στα ελληνικά δεκαετή έναντι των Ιταλικών και για όλη την Ευρώπη συστήνει long στα δεκαετή γαλλικά, έναντι των γερμανικών και τέλος long στα δεκαετή του Βελγίου έναντι της Γαλλίας.
Επισημαίνεται ότι η αμερικανική επενδυτική τράπεζα διατηρεί και θετικές θέσεις στις ελληνικές μετοχές στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA). «Η Ελλάδα αποτελεί για εμάς ξεκάθαρο overweight, δεδομένων των χαμηλών αποτιμήσεων και της σταθερής ροής θετικών αναθεωρήσεων των κερδών ανά μετοχή (EPS) στις τράπεζες. Προτιμούμε τις τράπεζες έναντι των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Η κυβέρνηση κατέχει μεγάλα μερίδια στον τομέα μέσω του ΤΧΣ και είδαμε τον Οκτώβριο την πρόσφατη συμφωνία της Alpha Bank με την Unicredit, η οποία περιλαμβάνει αγορά μεριδίου 9,9% στην Alpha Bank και placement 22% της Εθνικής Τράπεζας υπερκαλύφθηκε πάνω από 8 φορές.
Η βασική αντίδραση που ακούσαμε από επενδυτές αυτό το καλοκαίρι για τις ελληνικές τράπεζες ήταν ο κίνδυνος των μετοχών του ΤΧΣ (overhang), αλλά η ικανότητα να εισέλθουν στρατηγικοί επενδυτές όπως η Unicredit και η ισχυρή ζήτηση για την τοποθέτηση της Εθνικής Τράπεζας κατά την μας άποψη δείχνουν ότι οι επενδυτές πρέπει να πληρώσουν και να αγοράσουν μετοχές ή να χάσουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στο στόρι. Η επιλογή της Ελλάδας για την περιοχή του ενδιαφέροντός συνοδεύεται με την επιλογή της Alpha Bank ως top pick στις αγορές CEEMEA. H τράπεζα αποτελεί μία από τις δέκα κορυφαίες επιλογές της για την περιοχή από την ομάδα της JP Morgan και πέραν της σύστασης που είναι υπεραπόδοση (overweight), η τιμή-στόχος για το τέλος του 2024 διαμορφώνεται στα 2,20 ευρώ, αρκετά υψηλότερα από την τρέχουσα αποτίμηση στο ταμπλό του ΧΑ στο 1,55 ευρώ. Η αποτίμηση της Αlpha Bank, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αμερικανικού επενδυτικού οίκου, είναι της τάξεως των 5 φορών σε όρους Ρ/Ε για την επόμενη διετία», καταλήγει η τράπεζα.