Του Θέμη Μπάκα, πολιτευτή Αχαϊας

Η Ελλάδα παραμένει, αν όχι η μοναδική, σίγουρα μία από τις ελάχιστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν διαθέτουν κοινωνικές κατοικίες. Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, καταγράφει για 7-8 συνεχόμενα χρόνια το υψηλότερο κόστος στέγασης μεταξύ των κρατών-μελών. Την ίδια στιγμή, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος κοινωνικών κατοικιών φτάνει το 9% – 9,3% του συνολικού στεγαστικού αποθέματος, με χώρες όπως η Ολλανδία να φτάνουν το 30% και η Αυστρία το 24%
Ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο: οι «οικονομικά άστεγοι»
Μικρή δυναμική και καθυστερήσεις
Παρά τις εξαγγελίες του 2022 και τη συζήτηση στη φετινή ΔΕΘ, η εφαρμογή των μέτρων βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο. Μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί κανένας διαγωνισμός, ενώ η πρόσφατη ανακοίνωση για τη δημιουργία 2.000 διαμερισμάτων σε πρώην στρατόπεδα – εκ των οποίων 1.500 προορίζονται για πολίτες χωρίς πρώτη κατοικία – έρχεται σε απόλυτη δυσαναλογία για να αντιμετωπίσει τις σημαντικές ανάγκες που προέκυψαν από την απώλεια περίπου 180.000 κατοικιών λόγω των πλειστηριασμών την περίοδο 2019–2023.
Η τελευταία ενημέρωση από το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογενείας για τη δημιουργία 20.000 κατοικιών μέσω κοινωνικής αντιπαροχής αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα, τρία χρόνια μετά τις εξαγγελίες του 2022. Επί του παρόντος, δεν έχει καθοριστεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα παραχώρησης ιδιοκτησίας στους ιδιώτες επενδυτές στα ακίνητα του δημοσίου – κάτι που διαφοροποιεί το πλαίσιο του 2022 . Ταυτόχρονα, από τα νέα διαμερίσματα που θα προκύψουν, το ποσοστό που θα μείνουν στο Δημόσιο περιορίζεται στο τουλάχιστον 30%. Η ενδεχόμενη διατήρηση αυτού του ποσοστού, ανάλογα με την περιοχή και την αξία των ακίνητων, μπορεί να υπολείπεται σημαντικά από τις ιδιωτικές συμφωνίες αντιπαροχής.
Στην Ευρώπη, η κοινωνική κατοικία παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά χώρα. Στην Ολλανδία, σχεδόν μία στις τρεις κατοικίες (29%) είναι κοινωνική, καθιστώντας τη χώρα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα δημόσιας στέγασης. Στην Αυστρία, συνυπάρχουν διάφορες μορφές κατοικίας πέρα από την ελεύθερη αγορά, όπως η δημοτική κατοικία, η κατοικία περιορισμένου κέρδους και οι επιδοτούμενες ιδιωτικές κατοικίες. Στη Βιέννη, το 62% των κατοίκων ζει σε κάποια μορφή επιδοτούμενης κατοικίας, γεγονός που αναδεικνύει την ισχυρή παράμετρο της κοινωνικής στέγασης στην πρωτεύουσα.
Στη Δανία, περίπου 700 μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί παρέχουν στέγη με ενοίκια χαμηλότερα από το μέσο όρο της αγοράς, υπό αυστηρή νομική ρύθμιση που περιορίζει κάθε δυνατότητα κερδοσκοπίας. Στο Λουξεμβούργο, δημόσιοι οργανισμοί όπως το Ταμείο Κατοικίας, η Εθνική Εταιρεία Προσιτής Κατοικίας και η ένωση δήμων προσφέρουν κατοικίες με κόστος χαμηλότερο της αγοράς, ενώ το κράτος επιδοτεί έως και 70% της κατασκευής κοινωνικών κατοικιών. Επιπλέον, για την προστασία του κοινωνικού μείγματος, κάθε νέο συγκρότημα κατοικιών πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 10% κοινωνικών κατοικιών προκειμένου να αδειοδοτηθεί.
Ακόμη και η Ισπανία, που μέχρι πρόσφατα παρουσίαζε χαμηλά ποσοστά κοινωνικής κατοικίας, κατάφερε το 2025 να αυξήσει το μερίδιο των δημόσιων και προσιτών κατοικιών από 2,5% σε 3,4%, χάρη σε συντονισμένα κυβερνητικά μέτρα και τη δημιουργία δημόσιας εταιρείας στέγασης.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο όσον αφορά τη στεγαστική πολιτική. Η απουσία κοινωνικών κατοικιών και το υψηλό κόστος στέγασης δημιουργούν σοβαρές κοινωνικές προκλήσεις, με τους «οικονομικά άστεγους» και τη νέα γενιά να δυσκολεύονται να αποκτήσουν αυτονομία. Η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών δείχνει ότι η συστηματική ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας, σε συνδυασμό με στοχευμένες κυβερνητικές πολιτικές, μπορεί να βελτιώσει την προσβασιμότητα σε στέγη και να διαμορφώσει δίκαιες και βιώσιμες συνθήκες για όλους.
Η χώρα μας, έχει καθυστερήσει να διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στεγαστικής πολιτικής που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Η τρέχουσα πραγματικότητα καθιστά επιτακτική την άμεση κατάρτιση και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου με σαφές χρονοδιάγραμμα και μετρήσιμους στόχους.
Ένα αποτελεσματικό σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει: προστασία της πρώτης κατοικίας, ενίσχυση της μακροχρόνιας μίσθωσης, ανάπτυξη προγραμμάτων κοινωνικής κατοικίας, αξιοποίηση και ανακαίνιση κλειστών ακινήτων, στρατηγική αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, στοχευμένα φορολογικά κίνητρα και μηχανισμούς διαφάνειας και ελέγχου στην αγορά ακινήτων. Μια τέτοια στρατηγική θα δημιουργήσει τις βάσεις για μια βιώσιμη, δίκαιη και μακροπρόθεσμα αποτελεσματική στεγαστική πολιτική στη χώρα.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (UN-Habitat) για το δικαίωμα στη στέγαση
Ο καθένας έχει ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στη στέγαση, το οποίο διασφαλίζει την πρόσβαση σε ένα ασφαλές, κατοικήσιμο και οικονομικά προσιτό σπίτι. Η στέγαση είναι κάτι περισσότερο από μια στέγη, είναι η ευκαιρία για καλύτερες ζωές και καλύτερο μέλλον.
Μέχρι το 2030, το UN-Habitat υπολογίζει ότι 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, θα χρειάζονται πρόσβαση σε επαρκή στέγαση. Αυτό μεταφράζεται σε ζήτηση για 96.000 νέες προσιτές και προσβάσιμες κατοικίες κάθε μέρα.
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (15/2/2023)
Το δικαίωμα στέγασης αποτελεί διεθνή υποχρέωση των κρατών μελών, την οποία πρέπει να λάβει υπόψη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, αυτό το δικαίωμα αναγνωρίζεται στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στην οποία ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένειά του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες».
Στον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης προβλέπεται ότι προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος στην κατοικία, τα μέρη δεσμεύονται να λάβουν μέτρα με στόχο: την προώθηση της πρόσβασης σε κατάλληλη στέγαση, την πρόληψη και τη μείωση του φαινομένου των αστέγων με σκοπό τη σταδιακή εξάλειψή του, τη διαμόρφωση τιμών στέγασης προσιτών σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους.
Το δικαίωμα στην κατοικία αναγνωρίζεται από τα Συντάγματα πολλών κρατών μελών και/ή αποτελεί το αντικείμενο συγκεκριμένων νόμων που αποσκοπούν στην αποτελεσματική εφαρμογή του.