Ο Πίτερ Χιγκς, ο Βρετανός καθηγητής φυσικής που πέθανε στις 8 Απριλίου του 2024 σε ηλικία 94 ετών, ήταν άθεος -αλλά θα ζει για πάντα, ταυτισμένος με το «σωματίδιο του Θεού». Ο Χιγκς ήταν επίσης ένας εξαιρετικά συνεσταλμένος άνθρωπος. Αποστρεφόταν όσο τίποτε τη δημοσιότητα -κι όμως η διασημότητα που κατέκτησε ήταν εν τέλει απαράμιλλη, τόσο ως κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Φυσικής, όσο και ως ένας από τους πιο σπουδαίους σύγχρονους φυσικούς.
Πέραν αυτής της διπλής ειρωνείας της μοίρας του, στο πάνθεον των πρωτοπόρων της επιστήμης και της ερμηνείας του κόσμου, ο Πίτερ Χιγκς δικαούται μια θέση ακόμη και δίπλα στον αρχέτυπο θρύλο, τον Αλβέρτο Αϊνστάιν. Ή ίσως ακόμη και δίπλα στον Νεύτωνα. Διότι ο Χιγκς έμοιαζε πολύ στους δύο άλλους κολοσσούς της φυσικής σε ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό -ή, μάλλον, χάρισμα: Την καλπάζουσα φαντασία.
Ο Ισαάκ Νιούτον, ο «Νεύτων» έπρεπε να φανταστεί τις αόρατες ελκτικές δυνάμεις, να οραματιστεί τη Γη σαν έναν τεράστιο μαγνήτη των πάντων, έτσι ώστε να εκλογικεύσει την ονειροφαντασία του και να την μεταγράψει, στη γλώσσα των μαθηματικών συμβόλων, σαν Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης. Αυτό όμως δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν εάν ο Νεύτων δεν είχε αλχημιστικές, δηλαδή μεταφυσικές πνευματικές καταβολές.
Κατά έναν πολύ παρόμοιο τρόπο, αιώνες αργότερα από τον Νεύτωνα, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν έπρεπε κι αυτός να ωθήσει τη φαντασία του πέρα από τα έσχατα άκρα, προκειμένου να απεικονίσει νοερά έννοιες όπως η ισοδυναμία μάζας και ενέργειας, δηλαδή η δυνατότητα μετατροπής της μάζας σε ενέργεια και αντιστρόφως, η καμπύλωση του χρόνου κ.α.
Το ίδιο και ο Πίτερ Χιγκς: Φαντάστηκε, έπλασε με το νου του, το μετέπειτα φερώνυμο σωματίδιο, το μποζόνιο του Χιγκς ή το «σωματίδιο του Θεού». Η προϋπόθεση για την ανάκαλυψη μιας φευγαλέας οντότητας, ενός απειροελάχιστου υπο-ατομικού σωματιδίου, δεν προέκυψε ύστερα από παρατήρηση, εργαστηριακά πειράματα ή οτιδήποτε παρόμοιο. Το «Σωματίδιο/μποζόνιο του Χιγκς» χρειαζόταν μόνο μια τολμηρή, αδέσμευτη φαντασία για να προσδιοριστεί ως οντότητα. Οι μαθηματικοί τύποι θα ακολουθούσαν, για την τεκμηρίωση της ανακάλυψης. Όμως, η ίδια η ανακάλυψη δεν χρειαζόταν καν περίπλοκους και πολυσύνθετους μαθηματικούς τύπους. Αυτούς -εν τινί μέτρω- θα μπορούσε να τους διατυπώσει οποιοσδήποτε επιστήμονας. Αλλά το πώς πιθανότατα δημιουργήθηκε το σύμπαν, σχεδόν εκ του μη όντος, μόνο κάποιος που στοχαζόταν έξω από τα στερεότυπα, έξω από κάθε «κουτί», θα μπορούσε να το συλλάβει.
Το αίνιγμα που απασχολούσε -και μάλλον έλυσε- ο Πίτερ Χιγκς με τη θεωρία που εισηγήθηκε στην επιστημονική κοινότητα το 1964, ήταν, πολύ σχηματικά και απλουστευτικά, το πώς γεννήθηκε η μάζα του αρχικού σωματιδίου και κατόπιν κάθε άλλης στοιχειώδους μονάδας, που από τη μη-μάζα περνούσε στην υλική υπόσταση.
Ο Χιγκς οραματίστηκε ότι στο κενό, εκεί όπου «πλέουν» τα σωματίδια της ύλης που είναι μικρότερα σε διαστάσεις ακόμη και από το άτομο, υπάρχει ένα πεδίο που επιβραδύνει την κίνηση ορισμένων σωματιδίων, στα οποία προσδίδει την ιδιότητα της μάζας. Κατά τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν τα ά-μαζα σωματίδια κινούνται τόσο γρήγορα όσο και το φως, ενώ τα σωματίδια με μάζα δεν φτάνουν ποτέ σε τόσο υψηλή ταχύτητα. Το πεδίο που επινόησε ο Χιγκς ήταν αυτό που έλειπε ώστε να δοθεί μια αληθοφανής εξήγηση για το πώς η μη-μάζα γίνεται μάζα. Και μολονότι το «πεδίο Χιγκς» παραμένει κάτι αφηρημένο, υποθετικό, μη μετρήσιμο, ορισμένοι εξαιρετικά ισχυροί επιταχυντές σωματιδίων μπορούν να προσομοιώσουν τη διεργασία της δημιουργίας. Απελευθερώνοντας ανιχνεύσιμα σωματίδια, τα οποία, εύλογα ονομάζονται και αυτά «μποζόνια Χιγκς».
Έναν χρόνο μετά από την επαλήθευση της θεωρίας του, τον Οκτώβριο του 2013, ο Πίτερ Χιγκς αποδέχτηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής -αν και από κοινού με έναν Βέλγο συνάδελφό του, τον Φρανσουά Ενγκλέρ. Μάλιστα, ο Χιγκς πληροφορήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο από έναν γείτονά του, καθώς επέστρεφε στο σπίτι του, στο Εδιμβούργο. Προσπαθώντας να αποφύγει τα ΜΜΕ που καραδοκούσαν έξω από την πόρτα του, αναμένοντας την ανακοίνωση της βράβευσής του, είχε φύγει κρυφά από την πίσω πόρτα και πέρασε πολλές ώρες σε μια παμπ. Φυσικά, εξυπακούεται ότι ο Χιγκς, εν έτει 2013, δεν διέθετε κινητό τηλέφωνο.
Συμπυκνώνοντας σε μερικές φράσεις τα θεμελιώδη πιστεύω αλλά και γενικότερα τον χαρακτήρα του, ο Χιγκς είχε πει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, μετά από την απονομή του Νόμπελ, ότι «εγώ δεν πιστεύω σε κάτι. Ορισμένοι άνθρωποι βρίσκονται σε σύγχυση ανάμεσα στην επιστήμη και τη θεολογία. Ισχυρίζονται ότι το CERN επιβεβαίωσε την ύπαρξη του Θεού, ενώ και η εκκλησία της Ισπανίας χρησιμοποίησε τα ερευνητικά δεδομένα για τους δικούς της δογματικούς σκοπούς. Έτσι φαίνεται πως τα ευρήματα του CERN επιδείνωσαν τις μπερδεμένες σκέψεις όσων ήδη τα είχαν όλα μπερδεμένα στο μυαλό τους. Διότι, ήταν δείγμα της ευφυίας τους όταν προηγουμένως πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα σε επτά ημέρες;»
Ο Πίτερ Χιγκς σπούδασε στο πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου και, μετά από την ανακήρυξή του σε διδάκτορα, έγινε καθηγητής θεωρητικής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, όπου και παρέμεινε ως το 1996, όταν και συνταξιοδοτήθηκε, λαμβάνοντας τον τίτλο του καθηγητή επί τιμή.
Παραδόξως για ένα τόσο λαμπρό μυαλό, ο Πίτερ Χιγκς σπανίως δημοσίευε επιστημονικές εργασίες. Και πάντοτε έμοιαζε να δυσανασχετεί όποτε άκουγε την έκφραση «μποζόνιο του Χιγκς». Ωστόσο, το 2013, είχε μεταβεί στη Γενεύη, για να παρακολουθήσει δια ζώσης τις ανακοινώσεις των ερευνητών του CERN για την ανακάλυψη του σωματιδίου που σήμερα φέρει το δικό του επώνυμο. Ο Χιγκς είχε θεαθεί τότε να σκουπίζει δάκρυα από τα μάτια του, μονολογώντας ότι «κάποιες φορές είναι ωραίο να ξέρεις ότι είχες δίκιο. Περίμενα πολύ για μια τέτοια στιγμή».