Bαρύ είναι το τίμημα που πληρώνουν ήδη οι αγρότες και οι καταναλωτές από την κλιματική αλλαγή, καθώς η αρνητική επίδρασή της στην παραγωγή, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να συμβαίνουν όλο και πιο συχνά, προκαλεί μείωση του εισοδήματος των αγροτών, αύξηση του κόστους παραγωγής και αύξηση στην τελική τιμή των τροφίμων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, οι οικονομικές απώλειες λόγω της κλιματικής αλλαγής κόστισε στις χώρες της Ε.Ε. –ουσιαστικά στους πολίτες της– πάνω από 145 δισ. ευρώ τη δεκαετία 2010-2020, με το κόστος μάλιστα να αυξάνεται κατά 2% κάθε χρόνο. Το 2020 το υψηλότερο κόστος ανά κάτοικο, περίπου 92 ευρώ, καταγράφηκε στην Ελλάδα και ακολούθησε η Γαλλία (62 ευρώ) και η Ιρλανδία (42 ευρώ), με το μέσο κόστος ανά κάτοικο στην Ε.Ε. να διαμορφώνεται το 2020 σε 27 ευρώ.
Μόνο την περίοδο 2016-2021 οι οικονομικές απώλειες για την Ελλάδα –οι οποίες αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή, απώλειες από καύσωνες, πλημμύρες, καταστροφικές καταιγίδες– υπολογίζονται, σύμφωνα με τη Eurostat, σε περίπου 2,03 δισ. ευρώ.
Ανησυχητικές εξάλλου είναι οι εκτιμήσεις της Moody’s για το δημοσιονομικό κόστος στην Ελλάδα και συνολικά στην Ε.Ε. εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, κόστος που επιβαρύνεται από τρεις παράγοντες: τη μειωμένη αγροτική παραγωγή, τις αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό (ήδη η Ρόδος πληρώνει φέτος και ίσως και για τα επόμενα χρόνια αυτό το τίμημα), αλλά και το κόστος των μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, από την αγορά πυροσβεστικού εξοπλισμού έως τα μέτρα στήριξης των πυροπλήκτων.
Εάν η παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί περίπου 1,5 βαθμό, τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι ο δείκτης του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα είναι κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ισπανία έως το 2032, 2,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ελλάδα και 2,2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος στην Ιταλία. Εάν η θερμοκρασία αυξηθεί κατά 2 βαθμούς, τότε οι δείκτες του χρέους αυξάνονται κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον, κατά μέσον όρο.
Εάν θέλει η Ε.Ε. να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των χωρών έναντι των ακραίων καιρικών φαινομένων, τότε θα απαιτηθούν επενδύσεις ύψους 40 δισ. ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,3% του ΑΕΠ της Ε.Ε. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών θα διατεθεί για την κατασκευή νέων υποδομών, όπως μονάδες αφαλάτωσης θαλασσινού νερού και συστήματα επαναχρησιμοποίησης λυμάτων και το υπόλοιπο για τη στήριξη της γεωργίας.
kathimerini.gr