Περισσότερα από 3,2 δισ. ευρώ έλαβαν οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Εurobank και Αlpha Bank) από την ΕΚΤ τον Μάρτιο, στο πλαίσιο των ευνοϊκών νομισματικών μέτρων που εφαρμόζει η Φρανκφούρτη. Ωστόσο τα κεφάλαια αυτά, όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν κατευθύνθηκαν στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου το καθαρό ποσό των δανείων που έλαβαν οι επιχειρήσεις ήταν μόλις 104 εκατ. ευρώ, ενώ για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα η καθαρή χρηματοδότηση ήταν αρνητική κατά 243 εκατ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι οι τράπεζες εισέπραξαν περισσότερα χρεολύσια από τα ποσά των νέων δανείων που εκταμίευσαν.
Μετά και τα αυξημένα κεφάλαια που εισέρρευσαν στα ταμεία των τραπεζών από την ΕΚΤ τον Μάρτιο, η συνολική τους «έκθεση» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έφθασε τα 44,6 δισ. ευρώ από 41,4 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Φεβρουαρίου. Τα κεφάλαια αυτά, που «δανείζονται» οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ, χορηγούνται με αρνητικό επιτόκιο στο πλαίσιο του προγράμματος για την ενίσχυση της ρευστότητας του πιστωτικού συστήματος στην Ευρωζώνη που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα (το λεγόμενο TLTRO – Targeted Long Term Refinancing Operations). Στην ουσία, η ΕΚΤ επιδοτεί με επιτόκιο που φθάνει το 1% τις τράπεζες για τη ρευστότητα που τους παρέχει, προκειμένου, όπως επανέλαβε και χθες η επικεφαλής της, Κριστίν Λαγκάρντ, το μεγαλύτερο μέρος να διοχετευτεί στις εθνικές οικονομίες με τη μορφή δανείων.
Το «εργαλείο αυτό πρόσθετης ρευστότητας» έγινε διαθέσιμο για τις ελληνικές τράπεζες από τον Μάρτιο του 2020, όταν λόγω πανδημίας η ΕΚΤ αποφάσισε να χαλαρώσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που εφάρμοζε έως τότε, κάνοντας κατ’ εξαίρεση (waiver) αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση.
Υπενθυμίζεται ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα είχαν σταματήσει να γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης από τον Αύγουστο του 2018, καθώς η χώρα εξήλθε των μνημονίων χωρίς όμως να διαθέτει αξιόχρεη πιστοληπτική ικανότητα.
Μάλιστα πρόσφατα η ΕΚΤ, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων που εφαρμόζει, χαλάρωσε ακόμη περισσότερο τους όρους, αυξάνοντας στο 55% (από το 50%) το ποσοστό των κεφαλαίων που μπορεί να χορηγήσει ανά τράπεζα ως προς το σύνολο των ομολόγων που διαθέτει. Παράλληλα, επιμήκυνε έως τον Ιούνιο του 2022 τη διάρκεια του συγκεκριμένου προγράμματος. Ομως η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος στο πρώτο δίμηνο του έτους ενισχύθηκε και από την αύξηση των καταθέσεων.
Τους δύο πρώτους μήνες του έτους επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατέθεσαν στις τράπεζες περίπου άλλο 1 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, το Δημόσιο εμφανίζεται να μειώνει τις καταθέσεις του στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα δημοσιονομικά μέτρα ανακούφισης των πληγέντων από την πανδημία. Ετσι, όπως προκύπτει από τη λογιστική κατάσταση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι καταθέσεις του Δημοσίου σε αυτήν μειώθηκαν τον Μάρτιο κατά περίπου 3,2 δισ. ευρώ στα 23,7 δισ. ευρώ. Τον ίδιο μήνα, ο προϋπολογισμός παρουσίασε ταμειακό έλλειμμα περίπου 2,5 δισ. ευρώ.