Την Τρίτη 25 Απριλίου 2023 η Κάρολιν Μπράιαντ Ντόναμ άφησε την τελευταία της πνοή. Ήταν πια 88 χρονών όταν έφυγε ήρεμα από την ζωή σε έναν οίκο ευγηρίας στο Γουεστλέικ της Λουιζιάνα. Ο θάνατός της είναι το τελευταίο κεφάλαιο σε μια ιστορία που αποτελεί μέχρι και σήμερα τις πιο σκοτεινές σελίδες στην αμερικανική ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτή της άγριας δολοφονίας του Έμετ Τιλ.
«Ο θάνατος της Κάρολιν Μπράιαντ Ντόναμ κλείνει ένα επώδυνο κεφάλαιο για την οικογένεια του Έμετ Τιλ και των μαύρων ανθρώπων της Αμερικής. Το τραγικό με την θάνατο της Μπράιαντ είναι ότι δεν λογοδότησε ποτέ για τον θάνατο του νεαρού Έμετ, ο οποίος αποτελεί έναν μάρτυρα για το Κίνημα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», δήλωσε ο Μαλίκ Σαμπάζ των «Μαύρων Δικηγόρων για Δικαιοσύνη» συμπληρώνοντας ότι η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η Μπράιαν είναι αυτή της «ανειλικρίνειας και της αδικίας».
«Το Μισσισσιππή… ένας άλλος κόσμος»
Ο Έμετ Τιλ μεγάλωσε με την μητέρα του στην σχετικά ασφαλή για τους Αφροαμερικάνους κοινότητα του Σικάγο. Εξάλλου γι’ αυτό η μητέρα του λίγο μετά την γέννηση του Έμετ έφυγε από την πατρίδα της στο Μισσισσιππή για την πόλη Άργκο του Ιλινόις, ώστε το παιδί της να μην μεγαλώσει υπό την απειλή της Κου Κλουξ Κλαν, η οποία ήταν μόνιμη στις πολιτείες του Νότου. Όμως, τον Αύγουστο του 1955, ο 14χρονος πλέον Έμετ αποφάσισε να ταξιδέψει ως το δέλτα του Μισσισσιππή στην μικρή πόλη Μάνεϊ, για να επισκεφτεί τον θείο του, Μόουζ Ράιτ μαζί με δύο ξάδερφούς του, τον Γουίλερ Πάρκερ και τον Κέρτις Τζόουνς.
Η μητέρα του προειδοποίησε τον Έμετ ότι το Μισσισσιππή ήταν ένας τελείως άλλος κόσμος από το Σικάγο και ότι θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και να μην έρχεται σε επαφή με τους λευκούς. Το απόγευμα της 24ης Αυγούστου, ο Έμετ μαζί με τα ξαδέρφια του και άλλα παιδιά από τη γειτονιά πήγαν ως το κέντρο της πόλης, για να αγοράσουν γλυκά στο παντοπωλείο που είχε ο 24χρονος λευκός Ρόι Μπράιαντ και η 21χρονη σύζυγός του Κάρολιν.
Το περιστατικό
Ο 14χρονος Έμετ μπήκε στο μαγαζί και από εκεί και πέρα το τι ακριβώς συνέβη μέχρι και σήμερα δεν είναι σίγουρο. Η ίδια η Κάρολιν υποστήριξε ότι ο Έμετ την παρενόχλησε με βίαιο και αισχρό τρόπο. Όπως κατέθεσε αργότερα στο δικαστήριο για την δολοφονία του Έμετ, το παιδί της έπιασε το χέρι καθώς έβαζε καραμέλες και της είπε: «Τι θα έλεγες για ένα ραντεβού, μωρό;». Όπως είπε κατάφερε να απελευθερωθεί από την λαβή του, αλλά ο Έμετ την ακολούθησε ως το ταμείο, την έπιασε από τη μέση και την τράβηξε κοντά του λέγοντας: «Τι τρέχει μωρό μου, δεν μπορείς να το αντέξεις;». Η Κάρολιν κατάφερε να ξεφύγει και ο 14χρονος της είπε: «Δεν χρειάζεται να με φοβάσαι μωρό μου», ενώ σύμφωνα με την Κάρολιν χρησιμοποίησε ακόμα μια λέξη που δεν μπορούσε να την μεταφέρει η ίδια και της είπε: «Έχω πάει με λευκή γυναίκα ξανά». Τότε μπήκαν στο μαγαζί κάποιοι από τους φίλους του Έμετ και τον τράβηξαν να φύγουν.
Την μαρτυρία της ωστόσο αναιρούν τα όσα λένε τα ξαδέρφια του Έμετ που ήταν μαζί του. Ο Σιμεόν Ράιτ και ο Γούιλερ Πάρκερ υποστήριξαν ότι ο 14χρονος μπήκε μέσα στο μαγαζί και έμεινε μόνος με την Κάρολιν για λιγότερο από ένα λεπτό πριν τον ακολουθήσει και ο Ράιτ, ο οποίος τόνισε ότι δεν άκουσε ή είδε τίποτα ανάρμοστο. «Ο Έμετ πλήρωσε γι’ αυτά που πήρε και βγήκαμε μαζί από το μαγαζί», ανέφερε ο Ράιτ. Το 2006, όταν το FBI άνοιξε ξανά την υπόθεση, μια ακόμα μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα που δεν κατονομάστηκε δημόσια υποστηρίζει την μαρτυρία του Ράιτ. Φυσικά, τότε, η αστυνομία δεν εξέτασε ποτέ επίσημα τα ξαδέρφια του Έμετ.
Η Κάρολιν (ΦΩΤΟ) μετά το περιστατικό βγήκε έξω από το μαγαζί και πήγε στο αυτοκίνητό της, για να πάρει ένα όπλο που είχε εκεί μέσα. Όταν τα παιδιά είδαν αυτήν την κίνηση αποφάσισαν να φύγουν. Τότε, ο Ράιτ και ο Πάρκερ παραδέχονται ότι ο Έμετ σφύριξε στην κοπέλα. Όπως λένε οι ίδιοι γι’ αυτούς ήταν ένα σοκ το ότι ένας μαύρος άντρας σφύριζε σε μια λευκή κοπέλα. Πάντως, η μητέρα του Έμετ υποστήριξε ότι ο γιος της συνήθιζε να σφυρίζει ως τρόπο αντιμετώπισης του τραυλισμού από τον οποίο έπασχε μετά τη νόσησή του με πολιομυελίτιδα. Ο Έμετ δυσκολευόταν να προφέρει κάποια γράμματα και η ίδια τον είχε διδάξει να κάνει ένα ελαφρό σφύριγμα πριν μιλήσει για να τον βοηθά στην έκφραση. Άλλες αναφορές αυτοπτών μαρτύρων υποστήριξαν ότι το σφύριγμα δεν απευθυνόταν στην Κάρολιν αλλά στην ομάδα ανθρώπων που κάθονταν έξω από το μαγαζί και έπαιζαν ένα παιχνίδι.
Ο άντρας της Κάρολιν, Ρόι, την ημέρα του περιστατικού δεν βρισκόταν στην πόλη. Επέστρεψε στις 27 Αυγούστου και σύμφωνα με την έρευνα που έκαναν αργότερα ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων η Κάρολιν δεν φαίνεται να του αποκάλυψε το γεγονός. Αντίθετα, το έμαθε από άλλα άτομα στην πόλη και εξαγριώθηκε που η γυναίκα του τού το είχε κρύψει. Η ίδια φέρεται να είπε στο FBI ότι δεν αποκάλυψε κάτι στο σύζυγό της, γιατί φοβόταν ότι θα κάνει κακό στο αγόρι.
Ο Ρόι πράγματι άρχισε να γυρίζει την πόλη μαζί με τον ετεροθαλή αδερφό του, Τζον Γουίλιαμ Μίλαμ, προσπαθώντας να βρουν ποιο μαύρο αγόρι είχε παρενοχλήσει την Κάρολιν. Αφού απήγαγαν αρχικά ένα άλλο αγόρι, το οποίο οι αυτόπτες μάρτυρες δεν αναγνώρισαν, φαίνεται ότι έμαθαν πως ο «δράστης» δεν ήταν ντόπιος αλλά από το Σικάγο και τα ξημερώματα της 28ης Αυγούστου κατέληξαν στο σπίτι του Μόουζ Ράιτ. Πήραν τον Έμετ από το κρεβάτι του, τον έβαλαν στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν.
Χρόνια αργότερα, η Κάρολιν Μπράιαντ υποστήριξε στους ερευνητές του FBI που ασχολήθηκαν ξανά με την υπόθεση ότι ο άντρας της τής είχε φέρει στο σπίτι τον Έμετ μέσα στη νύχτα για να τον αναγνωρίσει. Αυτή είχε προσπαθήσει να τον σώσει αρνούμενη ότι αυτός ήταν το αγόρι που την παρενόχλησε. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, ο Έμετ με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο είχε πει «Ναι, εγώ ήμουν».
Από τότε δεν είδε ξανά κανείς ζωντανό τον Έμετ. Η εξαφάνισή του σήμανε συναγερμό στην οικογένεια του Έμετ και σύντομα η μητέρα του έφτασε στην πόλη. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία ανέκρινε τους Μπράιαντ και Μίλαμ. Αυτοί υποστήριξαν ότι τον πήραν από την αυλή του θείου του, αλλά τον άφησαν λίγο μετά έξω από το μαγαζί του Μπράιαντ. Και οι δύο συνελήφθησαν για απαγωγή.
Τρεις μέρες μετά κάποια παιδιά που ψάρευαν στον ποταμό Ταλαχάσι βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σοκαριστικό θέαμα: η σορός του Έμετ επέπλεε στο νερό. Το κεφάλι του ήταν τόσο παραμορφωμένο και πρησμένο που αρχικά δεν μπορούσαν να καταλάβουν σε ποιον άνηκε. Ήταν φανερό ότι είχε ξυλοκοπηθεί άγρια και ότι είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Το ένα του μάτι είχε αποκολληθεί από την κόγχη, ενώ γύρω από το λαιμό του είχε ένα αγκαθωτό σύρμα. Ήταν γυμνός και το πτώμα του τελικά αναγνωρίστηκε από ένα δαχτυλίδι που φορούσε στο οποίο ήταν χαραγμένα τα αρχικά του. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ποτέ δεν έγινε νεκροψία στο πτώμα του.
Στην περιοχή του Μισσισσιππή το λιντσάρισμα μαύρων από λευκούς άντρες που ήθελαν να επιβάλουν «δικαιοσύνη» δεν ήταν κάτι άγνωστο, αν και στη δεκαετία του ’50 πλέον τα φαινόμενα αυτά δεν ήταν τόσο συχνά. Η κατάσταση άγριας παραμόρφωσης στην οποία βρισκόταν το πτώμα του Έμετ προκάλεσε χείμαρρο αντιδράσεων κατά των δολοφόνων ακόμα και στον συντηρητικό Νότο, ενώ σε όλες τις ΗΠΑ προκλήθηκε ένα κύμα οργής.
Η μητέρα του Έμετ, Μάιμι Τιλ, προσπάθησε να μεταφερθεί το πτώμα του γιου της στο Σικαγο για να ταφεί, για να αποφύγει μια «γρήγορη ταφή» στο Μισσισσιππή, ενώ επέμενε έντονα το φέρετρο να μείνει ανοιχτό στην κηδεία ώστε όλοι να δουν την κατάσταση της απίστευτης παραμόρφωσης στην οποία βρισκόταν το παιδί της. «Δεν υπήρχε τρόπος, για να περιγράψω αυτό που βρισκόταν μέσα στο κουτί. Κανένας τρόπος. Και ήθελα ο κόσμος να δει από μόνος του τι έκαναν στο αγόρι μου», θα πει αργότερα.
Οι φωτογραφίες της Μάιμι Τιλ μπροστά από το φέρετρο με τον παραμορφωμένο Έμετ δημοσιεύτηκαν αρχικά στα περιοδικά Jet και Chicago Defender και η επίδρασή τους ήταν τεράστια. Μέχρι και σήμερα θεωρούνται από τις πιο επιδραστικές και καταλυτικές για το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις ΗΠΑ.
Και τελικά… αθώοι
Μετά την πρώτη κατακραυγή για το λιντσάρισμα και τον άγριο φόνο του Έμετ Τιλ, το κλίμα στον Νότο άρχισε να αλλάζει. Υπέρμαχοι του διαχωρισμού λευκών και μαύρων υποστήριξαν ότι ο διαχωρισμός θα έπρεπε να γίνει πιο αυστηρός, για να… προστατευτούν οι μαύροι. Εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για περιστατικά εξεγέρσεων από τους μαύρους που δεν συνέβησαν ποτέ, ενώ δημοσίευαν τις χαμογελαστές φωτογραφίες των Μπράιαντ και Μίλαμ ντυμένων με στρατιωτικές στολές. Ο σερίφης της περιοχής που αρχικά δήλωνε σίγουρος ότι οι δύο είχαν δολοφονήσει τον Έμετ, άρχισε να υποστηρίζει ότι δεν ήταν απόλυτα βέβαιος ότι το παραμορφωμένο πτώμα άνηκε στο αγόρι.
Οι αρχές τελικά απήγγειλαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία στους Μπράιαντ και Μίλαμ και η δίκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1955 και διήρκησε πέντε μέρες. Οι ένορκοι ήταν αποκλειστικά λευκοί άντρες καθώς είχαν εξαιρεθεί τόσο οι γυναίκες όσο και οι μαύροι πολίτες. Στην δικαστική αίθουσα σύμφωνα με τους παριστάμενους επικρατούσε μια ανεξήγητη χαλαρότητα. Στους ενόρκους είχε επιτραπεί να πίνουν μπύρες κατά τη διάρκεια της δίκης, ενώ πολλοί λευκοί άντρες στο ακροατήριο είχαν εμφανιστεί με τα όπλα τους στις ζώνες.
Η υπεράσπιση προσπάθησε να δημιουργήσει αμφιβολίες γύρω από το αν το πτώμα που βρέθηκε στον ποταμό Ταλαχάσι ήταν του Έμετ και έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν ότι το αγόρι μπορεί να βρίσκεται κάπου ζωντανό. Όπως έγινε αργότερα γνωστό, ο σερίφης μια μέρα πριν ξεκινήσει η δίκη είχε βάλει στα κρατητήρια δύο μαύρους υπαλλήλους των Μπράιαντ και Μίλαμ που σύμφωνα με αναφορές είχαν αναγκαστεί να είναι μαζί τους, όταν απήγαγαν τον Έμετ και ήταν μάρτυρες όσων είχαν συμβεί. Οι δικηγόροι της οικογένειας του Έμετ δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη τους. Τελικά μόνο τρία άτομα κατέθεσαν ότι είδαν το αγόρι μαζί με τους δύο απαγωγείς του – ο ένας κατέθετε τόσο σιγά που ο δικαστής του ζήτησε επανειλημμένα να μιλάει πιο δυνατά. Ένας γιατρός κατέθεσε ότι το πτώμα βρισκόταν σε τόσο άσχημη κατάσταση που δεν θα μπορούσε να κρίνει με σιγουριά σε ποιον άνηκε.
Η πιο συγκλονιστική στιγμή της δίκης ήταν όταν ο θείος του Έμετ Τιλ, Μόουζ Ράιτ, σηκώθηκε όρθιος και δείχνοντας με το δάχτυλό του προς τον Ρόι Μπράιαντ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν που πήρε τον ανιψιό του από το σπίτι. Όπως αναφέρθηκε, ο Ράιτ ίσως ήταν ο πρώτος μαύρος άντρας που κατέδειξε την ενοχή ενός λευκού στον Νότο μέσα στο δικαστήριο και έζησε.
Στην τελική αγόρευση, οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν ότι η θεωρία των κατηγόρων για τα όσα συνέβησαν το βράδυ εκείνο ήταν «απίθανη» και είπαν στους ενόρκους ότι αν καταδίκαζαν τους Μπράιαντ και Μίλαμ «θα έτριζαν τα κόκκαλα των πρόγονων του έθνους μας».
Στην πολιτεία του Μισσισσιππή μόνο τρεις ήταν οι δυνατές ετυμηγορίες σε δίκη για φόνο: θανατική ποινή, ισόβια κάθειρξη και αθώωση. Στις 23 Σεπτεμβρίου, οι ένορκοι συζήτησαν για 67 μόλις λεπτά πριν αποφασίσουν: Οι Μπράιαντ και Μίλαμ ήταν αθώοι για τις κατηγορίες του φόνου. Μάλιστα ένας από τους ενόρκους είπε ότι «αν δεν είχαμε κάνει διάλειμμα για να πιούμε ένα αναψυκτικό θα είχαμε αποφασίσει νωρίτερα».
Όπως έγινε αργότερα γνωστό, ένας ένορκος ήταν ο μόνος που ψήφισε δύο φορές για την ενοχή των δύο αντρών, ωστόσο στην τρίτη ψηφοφορία άλλαξε κι αυτός την ψήφο του υπέρ της αθώωσης. Σε μετέπειτα συνεντεύξεις τους, οι ένορκοι υποστήριξαν ότι γνώριζαν πως οι Μπράιαντ και Μίλαμ ήταν ένοχοι, αλλά θεωρούσαν ότι τα ισόβια ή η θανατική ποινή δεν μπορούν να υποβληθούν σε λευκούς άντρες μόνο και μόνο επειδή σκότωσαν έναν μαύρο. Το 2005 δύο ένορκοι είπαν ότι είχαν πιστέψει τότε τους συνηγόρους υπεράσπισης και ότι οι κατήγοροι δεν είχαν καταφέρει να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το πτώμα που βρέθηκε στο ποτάμι άνηκε στον Έμετ Τιλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2004 το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ αποφάσισε να ανοίξει ξανά την υπόθεση. Έγινε εκταφή στη σορό του Έμετ και πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά νεκροψία και εξέταση DNA. Αποδείχθηκε πλέον πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το πτώμα άνηκε στον Έμετ Τιλ. Το κρανίο του είχε πολύ σοβαρά τραύματα, είχε σπασμένα οστά στους μηρούς και σπασμένα χέρια. Μεταλλικά υπολείμματα στο κρανίο υποδείκνυαν ότι είχε δεχθεί σφαίρα στο κεφάλι με 45αρι όπλο.
Μετά την αθώωση των δύο, οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 1955 ένα σώμα ενόρκων αρνήθηκε να απαγγείλει κατηγορίες στους Μπράιαντ και Μίλαμ για απαγωγή. Οι δύο προστατευμένοι από το νόμο που απαγορεύει να δικαστεί κάποιος δύο φορές για το ίδιο έγκλημα έδωσαν συνέντευξη στο περιοδικό Look το 1956 και παραδέχθηκαν ότι σκότωσαν τον Έμετ Τιλ. Όπως δήλωσαν δεν πίστευαν ότι είχαν κάνει κάτι κακό καθώς απλώς προστάτευσαν αυτό που είχαν δικαίωμα να προστατεύσουν.
«Όταν ένας νέγρος φτάνει στο σημείο να αναφέρει το σεξ σε μια λευκή γυναίκα, μοιάζει σα να έχει βαρεθεί τη ζωή. Πιθανότατα θα τον σκοτώσω. Εγώ και οι δικοί μου πολεμήσαμε για την πατρίδα και έχουμε κάποια δικαιώματα», ανέφερε στο περιοδικό ο Μίλαμ.
Η ανερυθρίαστη μαρτυρία των δύο αντρών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κυρίως στους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι πίεσαν τις αρχές για αλλαγή του νόμου. Έτσι, πέρασε ο νόμος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1957 σύμφωνα με τον οποίο οι ομοσπονδιακές αρχές παίρνουν τις υποθέσεις από τις τοπικές στις περιπτώσεις που είναι πιθανό να παραβιάζονται τα προσωπικά δικαιώματα των εμπλεκομένων.
Η δικαιοσύνη φαίνεται ότι βρήκε τους Μπράιαντ και Μίλαμ με διαφορετικό τελικά τρόπο. Μετά την παραδοχή τους ότι δολοφόνησαν τον Έμετ Τιλ, οι περισσότεροι ντόπιοι τους γύρισαν την πλάτη ακόμα κι όσοι αρχικά τους είχαν στηρίξει. Οι μαύροι κάτοικοι της πόλης μποϊκοτάρισαν τα καταστήματά τους με αποτέλεσμα τελικά να χρεοκοπήσουν. Οι τράπεζες αρνήθηκαν να τους χορηγήσουν δάνεια, για να δημιουργήσουν φυτείες βαμβακιού. Όταν ο Μίλαμ τελικά κατάφερε να δανειστεί ένα ποσό και αγόρασε μια έκταση, κανένας μαύρος εργάτης δεν πήγε να δουλέψει. Έτσι, αναγκάστηκε να πληρώνει υψηλότερα μεροκάματα σε λευκούς με αποτέλεσμα σύντομα να χρεοκοπήσει και πάλι. Και οι δύο μετακόμισαν τελικά στο γειτονικό Τέξας, ωστόσο όταν έγινε κι εκεί γνωστή η ταυτότητά τους αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα. Μετά από χρόνια επέστρεψαν στο Μισσισσιππή, ενώ και οι δύο αντιμετώπισαν προβλήματα με τον νόμο κυρίως για οικονομικές απάτες, ενώ ο Μίλαμ κατηγορήθηκε και για επίθεση.
Το 1979 ο Ρόι Μπράιαντ χώρισε με την Κάρολιν και ξαναπαντρεύτηκε όπως και η Κάρολιν, η οποία πλέον απέκτησε το επίθετο Ντόναμ. Το 1985 σε μια νέα του συνέντευξη ο Ρόι Μπράιαντ αρνήθηκε ότι είχε δολοφονήσει τον Έμετ Τιλ παρά την δική του ομολογία το 1956: «Αν ο Έμετ Τιλ δεν είχε ξεπεράσει τα όρια, πιθανότατα δεν θα του είχε συμβεί τίποτα», είχε δηλώσει ωστόσο.
Ο Μίλαμ πέθανε το 1980 σε ηλικία 61 ετών και ο Ρόι Μπραντ το 1994 σε ηλικία 63 ετών. Και οι δύο πέθαναν από καρκίνο.
Η «πέτρα του σκανδάλου»
Ενώ το γεγονός ότι ο Ρόι Μπράιαντ και ο Τζον Μίλαμ απήγαγαν, λιντσάρισαν και δολοφόνησαν τον Έμετ Τιλ είναι πλέον αδιαμφισβήτητο, μυστήριο παραμένει τι ακριβώς συνέβη μέσα στο κατάστημα και πυροδότησε την άγρια δολοφονία.
Η Κάρολιν δεν αναίρεσε ποτέ την εκδοχή των γεγονότων που είχε αφηγηθεί. Ωστόσο, υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες αρχικά οι εμπλεκόμενοι έκαναν λόγο μόνο για τα όσα ο Τιλ «της είπε» χωρίς να αναφέρονται σε φυσική επαφή. Ο θείος του Έμετ, Μόουζ Ράιτ, είχε δηλώσει ότι οι δύο, όταν πήγαν σπίτι του να πάρουν το αγόρι, κατηγόρησαν τον ανιψιό του για τα «όσα είχε πει», ενώ αντίστοιχες δηλώσεις είχε κάνει και ο σερίφης που συνέλαβε τους δύο άντρες. Όταν η υπόθεση ξανάνοιξε, ένα σώμα ενόρκων αρνήθηκε το 2007 να απαγγείλει κατηγορίες στην Κάρολιν για ψευδή κατάθεση που οδήγησε στο λιντσάρισμα του Τιλ.
Το 2017 ο ιστορικός και συγγραφέας Τίμοθι Τάισον στο βιβλίο του «The Blood of Emmett Till» μετέφερε λεπτομέρειες για μια συνέντευξη που είχε πάρει το 2008 από την Κάρολιν Ντόναμ – πρώην Μπράιαντ. Ο Τάισον υποστήριξε ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τού είχε πει ότι κατασκεύασε η ίδια ορισμένες από τις λεπτομέρειες στην κατάθεσή της στη δίκη. «Αυτό το σημείο δεν είναι αλήθεια», φέρεται να είπε η Κάρολιν σχετικά με την αναφορά ότι ο Τιλ την έπιασε από την μέση και της είπε ανάρμοστες λέξεις. Παράλληλα, σύμφωνα με τον Τάισον, η Κάρολιν του είπε πως «τίποτα από αυτά που έκανε το αγόρι δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει όσα έγιναν». Ο Τάισον υποστήριξε πως ο Ρόι Μπράιαντ ήταν βίαιος και απέναντι στην Κάρολιν και ότι ήταν φανερό πως η ίδια φοβόταν τον σύζυγό της.
Ωστόσο, ο Τάισον δεν κατέγραψε ποτέ αυτή τη δήλωση της Κάρολιν σε κασέτα και η ίδια αρνήθηκε ότι είχε δηλώσει ότι ο Τιλ δεν την ακούμπησε. Ο Τάισον παραδέχθηκε ότι δεν είχε ηχογραφήσει την δήλωση αυτή επειδή η Κάρολιν την έκανε όσο ο ίδιος ετοίμαζε το μαγνητόφωνο. Μετά τα στοιχεία αυτά, το υπουργείο Δικαιοσύνης άνοιξε ξανά την υπόθεση ωστόσο δύο χρόνια αυτή έκλεισε ξανά καθώς δεν είχαν βρεθεί πειστικά στοιχεία για περαιτέρω έρευνα. Το μόνο στοιχείο που έφερε ο Τάισον ως αποδεικτικό της δήλωσης ήταν κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις που είχε κάνει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι οποίες, ωστόσο δεν θεωρήθηκαν πειστικές. Η Κάρολιν ενώπιον του δικαστηρίου αρνήθηκε ότι είχε ανασκευάσει την αρχική της δήλωση.
Τον Αύγουστο του 2022 ένα σώμα ενόρκων αρνήθηκε ξανά να απαγγείλει κατηγορίες στην Κάρολιν παρόλο που είχε βρεθεί νωρίτερα ένα ένταλμα σύλληψής της από το 1955, το οποίο δεν είχε εκτελεστεί τότε. Στο ένταλμα η Κάρολιν καταζητούνταν για συμμετοχή στην απαγωγή και τη δολοφονία του Έμετ Τιλ.
Η Κάρολιν Μπράιαντ-Ντόναμ έγραψε τα απομνημονεύματά της με την εντολή αυτά να μην εκδοθούν μέχρι το 2036 ή μέχρι η ίδια να πεθάνει. Ωστόσο, ένα μέρος αυτών διέρρευσε στον Τύπο τον Ιούλιο του 2022 από τον Τίμοθι Τάισον.
Σε αυτό, η Κάρολιν δεν αρνείται τα όσα είχε καταθέσει τότε ωστόσο ολοκληρώνει το βιβλίο της γράφοντας: «Ένιωθα πάντα τόσο θύμα όσο και ο Έμετ. Ήρθε στο κατάστημά μας και έβαλε τα χέρια του πάνω μου χωρίς να τον έχω προκαλέσει. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να έχει πεθάνει γι’ αυτό; Απόλυτα, ξεκάθαρα, όχι! Αλλά και οι δύο πληρώσαμε το τίμημα γι’ αυτό. Ναι, το πληρώσαμε. Αυτός το πλήρωσε βαριά με την απώλεια της ζωής του. Εγώ το πλήρωσα βαριά με μια διαστρεβλωμένη ζωή».
Ο Γουίλερ Πάρκερ, ο ξάδερφος του Έμετ ο οποίος πλέον είναι πάστορας και αποτελεί έναν από τους τελευταίους εν ζωή αυτόπτες μάρτυρες του περιστατικού δήλωσε μετά τον θάνατο της Κάρολιν: «Οι καρδιές μας βρίσκονται με την οικογένεια της Κάρολιν Μπράιαν Ντόναμ. Ως άτομο της θρησκείας εδώ και 60 χρόνια, αναγνωρίζω ότι η απώλεια οποιασδήποτε ζωής είναι τραγική. Δεν έχω πια καμία κακία απέναντί της παρόλο που πλέον κανένας δεν θα κριθεί υπόλογος για τον θάνατο του ξαδέρφου και καλύτερου μου φίλου. Πλέον εναπόκειται σε εμάς να σταθούμε υπόλογοι απέναντι σε όλες τις προκλήσεις που ακόμα αντιμετωπίζουμε προσπαθώντας να ξεπεράσουμε τις φυλετικές αδικίες».