Στα μέσα της δεκαετίας του 70′ όλος ο κόσμος έβλεπε με έκληξη έναν κάτα κάποιο τρόπο κοντόχοντρο και όχι τόσο όμορφο τύπο, να αψηφά τις πιθανότητες και να γίνεται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Το όνομα του Αρμάντο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Ο Μαραντόνα γοήτευσε αμέσως το κοινό και ξεχώρισε από τους υπόλοιπους παίκτες των ομάδων όπου έπαιζε, χάρη στις μοναδικές ικανότητες του με την μπάλα και τις καταπλητκικές κινήσεις του, παρά το όχι και τόσο “τυπικό” σωματότυπο του. Έκανε τους πάντες να πιστέψουν ότι όλα είναι δυνατά.
Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λανούς, μέσου μεγέθους πόλη στην ομώνυμη επαρχία του Μπουένος Άιρες, αλλά μεγάλωσε στη Βίλα Φιορίτο μια παραγκούπολη στα νότια προάστια του Μπουένος Άιρες, σε μια φτωχή οικογένεια όπου είχε μετακινηθεί από την επαρχία Κοριέντες.
Κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του καριέρας έπαιξε για τους Αρχεντίνος Τζούνιορς, Μπόκα Τζούνιορς, Μπαρτσελόνα, Νάπολι, Σεβίλλη, Νιούελς Ολντ Μπόις και Μπόκα Τζούνιορς. Σε επίπεδο συλλόγων είναι πιο διάσημος για την καριέρα του στη Νάπολι όπου κέρδισε πολλές διακρίσεις. Στη διεθνή του καριέρα, παίζοντας για την Αργεντινή, είχε 91 συμμετοχές και σημείωσε 34 γκολ.
Υπήρξε ο πρώτος ποδοσφαιριστής, στην ιστορία του ποδοσφαίρου, που κατέρριψε το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής δύο φορές, την πρώτη όταν έπαιξε στη Μπαρτσελόνα για 3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες και τη δεύτερη, όταν αγωνίστηκε στη Νάπολι για 5 εκατομμύρια λίρες.
Έλαβε μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα της FIFA, συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986, όπου οδήγησε την Αργεντινή στη νίκη έναντι της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό, και κέρδισε το βραβείο Χρυσή Μπάλα ως ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης.
Στον προ-ημιτελικό απέναντι στην Αγγλία, πέτυχε δύο γκολ, στη νίκη της ομάδας του με 2-1 που γράφτηκε στην ιστορία για δύο διαφορετικούς, απίστευτα μοναδικούς λόγους. Το πρώτο γκολ επιτεύχθηκε με χέρι του Μαραντόνα, γνωστό ως «Χέρι του Θεού», ενώ το δεύτερο υπήρξε προϊόν εκπληκτική ατομικής προσπάθειας που ξεκίνησε πίσω από το κέντρο του γηπέδου. Αυτό το γκολ, καταγράφηκε ως το «Γκολ του αιώνα» από τους ψηφοφόρους της FIFA το 2002.
Για εμάς προσωπικά ο Μαραντόνα είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Ένας απο τους λόγους που το λέμε αυτό, είναι ότι σε αντίθεση με παίκτες όπως ο Μέσι και ο Πέλε, έπαιξε σε μικρότερες ομάδες. Πριν να έρθει στη Νάπολι, καμία ομάδα από τη Νότια Ιταλία δεν είχε κερδίσει το πρωτάθλημα. Ωστόσο, η άφιξη του Μαραντόνα κέρδισε δύο τίτλους πρωταθλήματος για τη Νάπολι.
Το 1990, πήρε μια εξαιρετικά φτωχή Αργεντινή στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου (παίζοντας με ένα πόδι και τόνους παυσίπονων!), χάνοντας από τη Γερμανία με ένα έντονα αμφισβητούμενο πέναλτι στο 84ο λεπτό.
Μπορούμε να γράψουμε αμέτρητα πράγματα γι’αυτό το αθλητικό είδωλο, που σε μια πόλη όπου ο διάβολος θα χρειαζόταν σωματοφύλακες, ο Μαραντόνα έγινε μεγαλύτερος από τον ίδιο τον Θεό. Αυτό ωστόσο που θα κάνουμε είναι να σας πούμε τα μαθήματα που πήραμε από τον παγκόσμιο θρύλο που σήμερα θα γινόταν 61 ετών.
Έπαιζε επειδή αγαπούσε το ποδόσφαιρο και όχι τα χρήματα
Ο Μαραντόνα δεν έπαιξε ποτέ για τα χρήματα. Λέγεται ότι του προσφέρθηκαν περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια για την προώθηση ποδοσφαίρου στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1988 – πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ του 1994. Ωστόσο, απέρριψε την πρόταση επειδή δεν αφορούσε το ποδόσφαιρο.
Αγαπούσε τα πάντα στο ποδόσφαιρο. Μερικές φορές ήταν επώδυνο και απογοητευτικό γι’αυτόν, η αγάπη του όμως γι’αυτό τον βοήθησε να συνεχίσει.
Πήρε τα πράγματα στα “χέρια” του
Τη δεκαετία του 1980, η Αργεντινή και η Μεγάλη Βρετανία ήταν σε πόλεμο για τις Νήσους Φώκλαντ. Ο πόλεμος αυτός ήταν το σκηνικό του αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1986 μεταξύ Αργεντινής και Αγγλίας. Για πολλούς Αργεντινούς, συμπεριλαμβανομένου του Μαραντόνα, η Βρετανία ήταν ο καταπιεστής και η φτωχή Αργεντινή, το θύμα. Ωστόσο, τίποτα δεν μπορούσε να γίνει – έως ότου ο Μαραντόνα πήρε το νόμο στα “χέρια του” (κυριολεκτικά).
Το πρώτο γκολ του Μαραντόνα στο 51ο λεπτό σημειώθηκε εμφανώς με το χέρι, μιας και ο Αργεντινός ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει στον αέρα τον τερματοφύλακα Πίτερ Σίλτον. Έτσι χρησιμοποίησε το χέρι του και δήλωσε μετά τον αγώνα : “Το γκολ αυτό μπήκε λίγο από το κεφάλι του Μαραντόνα και λίγο από το χέρι του Θεού.”
Οι Βρετανοί νικήθηκαν πραγματικά από τον Μαραντόνα και παρά το παράνομο γκολ του (το οποίο αναγνώρισε και ο ίδιος το 2005), οι περισσότεροι υποστηρικτές της Αγγλίας αποδέχτηκαν αυτόν τον σπουδαίο ποδοφαιριστή.
Εάν δεν πετύχετε στην αρχή, δοκιμάστε ξανά… και ξανά!
Όταν η Αργεντινή διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, ο Μαραντόνα δεν ελαβε μέρος, καθώς δεν είχε κλείσει καν τα 18 χρόνια του και θεωρήθηκε πολύ μικρός για να παίξει στην εθνική σε μία τόσο μεγάλη διοργάνωση. Αν και ήταν το αστέρι της ομάδας νέων της Αργεντινής, απογοητεύτηκε πάρα πολύ, αλλά συνέχισε να εργάζεται σκληρότερα.
Μετά το πέρασμα του από την Μπαρτσελόνα, από την οποία δεν έφυγε με τον καλύτερο τρόπο, κατέληξε στην Ιταλία και την Νάπολι, την ομάδα της οποίας με τη συνεισφορά του συνέβαλε να μετατραπεί από μια μικρή ομάδα (που την τελευταία χρονιά προτού τον ερχομό του είχε γλιτώσει τον υποβιβασμό για ένα βαθμό) σε μια από τις πιο αγαπητές τότε στον κόσμο έχοντας αποκτήσει με τη πάροδο του χρόνου πολλούς οπαδούς.
Όπως το έθεσε μια τοπική εφημερίδα εκείνη την εποχή, “η πόλη δεν είχε δήμαρχο, σπίτια, σχολεία, δουλειά, λεωφορεία, και αποχέτευση, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει σημασία επειδή έχουμε το Μαραντόνα.”
Έφερε καινοτομίες στο ποδόσφαιρο
“Η διαφορά μεταξύ της μεγαλοφυΐας και του μεγάλου ταλέντου είναι ότι το τελευταίο κάνει τέλεια τα πράγματα που έχουν ήδη εφευρεθεί και η ιδιοφυΐα επινοεί ό, τι δεν υπάρχει.”
Ο Μαραντόνα ήταν μια μόνιμη έκπληξη. Αναζητούσε πάντα νέους τρόπους για να ζωντανέψει τα πράγματα. Το να τον παρακολουθεί κανείς ήταν πάντα απίστευτο, καθώς μπορούσε να κάνει αδύνατα πράγματα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου.
Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν καθαρόαιμος σέντερφορ, κατάφερε να βάλει περισσότερα γκολ απ’όλους του ποδοσφαιριστές που έπαιζαν στην αντίστοιχη θέση, καθώς ήξερε καλά πως τίποτα δεν είναι αδύνατο μέσα στο γήπεδο.
Απέφυγε να ακολουθήσει την πεπατημένη
Γεννημένος για να ζήσει μια αντισυμβατική ζωή, ο Μαραντόνα απέφευγε να ακολούθησει την πεπατημένη. Επέλεξε να πάει στη Νάπολι, εν μέρει για να αψηφήσει το ιταλικό δόγμα ότι μόνο ομάδες όπως η Γιουβέντους, η Μίλαν και η Ίντερ θα μπορούσαν να κερδίσουν τίτλους. Πήγε σε μια ομάδα που δεν είχε κερδίσει ποτέ έναν τίτλο, απλώς για να αποδείξει ότι τίποτα δεν ήταν αδύνατο.
Πήγαινε συχνά κόντρα σε όλους και σε όλα. Τα «πιστεύω» του πολλές φορές προκάλεσαν, αλλά ο ίδιος ήταν πάντα αποφασισμένος να τα υπερασπιστεί μέχρι τέλους. Δεν του ταίριαζε η μετριότητα και η σιωπή. Πολλά από τα λεγόμενά του κρίθηκαν υπερβολικά με τον ίδιο να διευκρινίζει ότι «εάν κατά καιρούς θυμώνω ή παραπονιέμαι, είναι επειδή δεν ξέρω πως να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου. Και δεν θέλω να μάθω».