Σε αγώνα δρόμου έχουν επιδοθεί από τώρα οι επιχειρηματίες του τουρισμού προκειμένου να προσελκύσουν προσωπικό για τη θερινή σεζόν, με το βλέμμα στραμμένο στις δυσοίωνες εκτιμήσεις ότι οι κενές θέσεις του 2023 θα είναι περισσότερες από τις 60.225 που είχαν καταγραφεί στην περσινή τουριστική περίοδο.
Βλέποντας την «τρύπα» περισσότερο να μεγαλώνει παρά να κλείνει, οι επιχειρηματίες αναζητούν εργαζόμενους για την τουριστική σεζόν 2023-2024 απευθυνόμενοι σε μεγάλα γραφεία ευρέσεως εργασίας και υποσχόμενοι καλύτερες παροχές.
Τα αποτελέσματα της αναζήτησης, ωστόσο, δεν είναι ικανοποιητικά και προτάσσουν ως μόνη λύση τη μετάκληση εργαζομένων από τρίτες χώρες (π.χ. Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Ινδία).
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει και η HOTREC, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ξενοδοχίας, Εστίασης και Αναψυχής, τονίζοντας ότι για να βρεθεί λύση πρέπει να αναζητηθούν εργαζόμενοι από τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. – ειδικά για τη διετία 2023-2024. Ζητούμενο ωστόσο είναι αν μπορεί να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό νομικό περιβάλλον που θα επιτρέπει στους μετανάστες να ενσωματωθούν στον τομέα με νόμιμο τρόπο και να εκπαιδευτούν ώστε σταδιακά να δημιουργηθεί μια νέα δεξαμενή εργαζόμενων για τον κλάδο.
Το αίτημα υποβλήθηκε από τις περιφέρειες που αποτυπώνουν τις ανάγκες στην αγορά εργασίας και συζητήθηκε τις προηγούμενες ημέρες στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), παρουσία των εργοδοτικών φορέων, του προέδρου της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλου και των εκπροσώπων της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στον Επισιτισμό – Τουρισμό (ΠΟΕΕΤ), οι οποίοι εξέφρασαν έντονες διαμαρτυρίες για το ενδεχόμενο εισαγωγής μετακλητών αλλοδαπών.
Τελικά θεωρήθηκε ότι χρειάζεται καλύτερη προετοιμασία και έκδοση υπουργικών αποφάσεων και η λήψη απόφασης αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να σηκώσει το βάρος της απόφασης για εισαγωγή μεταναστών μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, παρότι κρίνει αναγκαία τη στήριξη του τουρισμού. Μετά τις εκλογές, ωστόσο, θα είναι αργά, καθώς η τουριστική περίοδος θα έχει ήδη ξεκινήσει με σωρεία ελλείψεων.
«Οι κενές θέσεις εργασίας θα είναι φέτος περισσότερες από πέρυσι», εκτιμά ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) Γρηγόρης Τάσιος. «Εχουν ήδη καταγραφεί συγκεκριμένες ανάγκες, 40.000 θέσεις στα ξενοδοχεία και 15.000 στον επισιτισμό. Το πιο σημαντικό είναι να προετοιμαστούμε ώστε να είμαστε καλά οπλισμένοι τουλάχιστον το 2024. Τα προηγούμενα χρόνια καλούσαμε εργαζόμενους από τα Βαλκάνια, κυρίως από τη Σερβία. Αυτή η αγορά όμως έχει σχεδόν κλείσει και είναι αδήριτη ανάγκη να ανοίξει η αγορά της Ασίας, αφού βεβαίως αναθεωρηθεί το νομικό πλαίσιο. Εμείς προτείναμε να συναφθούν συμβάσεις με τους αλλοδαπούς με χρονικό ορίζοντα 6-9 μηνών και να ισχύσουν οι όροι και οι αμοιβές της συλλογικής σύμβασης του κλάδου. Η Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη προσαρμόσει τις νομοθεσίες τους και καλούν αλλοδαπούς. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Σύμφωνα με τις μελέτες, υπάρχει ανάγκη να εισαχθούν 200.000 αλλοδαποί, 80.000 για τον τουρισμό και τουλάχιστον 120.000 για τον κατασκευαστικό κλάδο».
Σε επιστολή τους προς την κυβέρνηση, το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΞΕΕ) και η ΠΟΞ ζητούν την εισαγωγή εργαζομένων από το εξωτερικό (τρίτες χώρες) προκειμένου να εργαστούν στα ξενοδοχεία και σε άλλους τομείς του τουρισμού, τονίζοντας ότι το 2022 δεν μπόρεσαν να καλυφθούν συνολικά 61.000 θέσεις, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι είχαν ενταχθεί σε έναν «πλειστηριασμό» αμοιβών, αλλάζοντας εργοδότη κάθε τρεις και λίγο.
«Εν όψει της καλοκαιρινής περιόδου του 2023», αναφέρει η επιστολή, «οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις έχουν ήδη επιδοθεί σε αγώνα δρόμου στην εσωτερική αγορά προκειμένου να προσελκύσουν προσωπικό, χωρίς τα επιθυμητά, όπως πληροφορούμαστε, αποτελέσματα. Το ίδιο συμβαίνει και σε όλες τις οικονομικά ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν πλέον στραφεί στην αναζήτηση οικονομικών μεταναστών από τρίτες χώρες για να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες τους. Πρόκειται, δυστυχώς, για μια κατάσταση που παγιώνεται – ένα πρόβλημα που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης».
Παράλληλα οι ξενοδόχοι ζητούν να τροποποιηθεί η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του Ν.4251/2014 ώστε να επιτραπεί και για τον τομέα του τουρισμού η μετάκληση εποχικά εργαζομένων από τρίτες χώρες, όπως συμβαίνει στις αγροτικές εργασίες. Τέλος, σημειώνουν, ο ξενοδοχειακός είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους της ελληνικής οικονομίας στον οποίο οι εργασιακές σχέσεις εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να ρυθμίζονται από κλαδική συλλογική σύμβαση που προβλέπει πολύ υψηλότερες αμοιβές από τον κατώτατο μισθό, καθώς και θεσμικές διασφαλίσεις για τους εργαζομένους.
Ωστόσο, αντίθετοι στην εισαγωγή αλλοδαπών είναι οι συνδικαλιστές του κλάδου. Οπως τονίζει ο πρόεδρος της ΠΟΕΕΤ Γιώργος Χότζογλου, «η εισροή 80.000 μετακλητών το καλοκαίρι θα αλλοιώσει το τοπίο της εργασίας τόσο σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων όσο και μισθών. Είναι προφανές ότι οι εργοδότες θα παρέχουν πολύ χαμηλότερες αμοιβές με περισσότερες ώρες δουλειάς στους αλλοδαπούς προκαλώντας προβλήματα στον ανταγωνισμό. Επίσης, αν οι παροχές και οι συνθήκες δουλειάς ήταν καλύτερες, οι θέσεις θα καλύπτονταν από 80.000 Ελληνες εργαζομένους και το ποσοστό ανεργίας θα έπεφτε κάτω από το 10% και θα απελευθερώνονταν οι τριετίες».
Παράλληλα, η ΠΟΕΕΤ καταγγέλλει ότι η κλαδική σύμβαση των ξενοδοχοϋπαλλήλων που προβλέπει αυξήσεις έως 5,5% δεν έχει κηρυχθεί, δύο μήνες μετά την υπογραφή της, υποχρεωτική για όλο τον κλάδο από τον υπουργό Εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλά ξενοδοχεία 12μηνης λειτουργίας να αμείβουν τους εργαζόμενους με τον κατώτατο μισθό των 713 ευρώ, με το επιχείρημα ότι δεν είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων και ως εκ τούτου δεν είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν τη σύμβαση.
Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων για λογαριασμό του ΞΕΕ, για την απασχόληση στα ελληνικά ξενοδοχεία, συνολικά μέσα στο 2022, προέκυψε ότι δεν καλύφθηκαν 60.225 θέσεις εργασίας από τις συνολικά προβλεπόμενες στο οργανόγραμμα των ξενοδοχείων (κοντά στις 263.000), νούμερο που μεταφράζεται σε ένα 23% επί του συνόλου. Το αντίστοιχο νούμερο το 2021 ήταν 53.249 θέσεις εργασίες που έμειναν χωρίς να καλυφθούν ή αλλιώς ποσοστό 22%. Σε ό,τι αφορά τις ειδικότητες, αυτή του σομελιέ κατέγραψε τις μεγαλύτερες ελλείψεις το 2022, σε ποσοστό 57%, ενώ στον αντίποδα βρίσκεται η ειδικότητα του λογιστή/βοηθού λογιστή (11%). Οπως προκύπτει επιπλέον από τα ίδια στοιχεία, από το σύνολο των ελληνικών ξενοδοχείων, ποσοστό 40% εμφανίζει έλλειψη σε τουλάχιστον μία θέση καμαριέρας το 2022 έναντι 38% το 2021. Επισημαίνεται εδώ ότι ειδικά οι καμαριέρες είναι στην κορυφή του οργανογράμματος και αντιστοιχούν στο 16% των συνολικών θέσεων εργασίας στα ξενοδοχεία και ακολουθούν οι σερβιτόροι και ρεσεψιονίστ με ποσοστά 9% και 8% επί του συνόλου.
Το θέμα της έλλειψης των εργαζομένων, που γιγαντώθηκε μέσα στην πανδημία, φαίνεται ότι θα απασχολήσει τον ευρωπαϊκό τουρισμό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην τελευταία πανευρωπαϊκή μελέτη της Deloitte όχι μόνο για το 2023, αλλά σε βάθος τριετίας.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά είναι ενθαρρυντικό, όπως σχολιάζουν σχετικά κορυφαίοι εγχώριοι τουριστικοί φορείς, ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ισπανία, ήδη σημειώνεται, ως έναν βαθμό, σταδιακή επιστροφή των εργαζομένων στον κλάδο για την επόμενη χρονιά.