Τι ζητάει η Άγκυρα από την Ουάσιγκτον; Να της αναγνωριστεί «ηγεμονικός» ρόλος στην γειτονιά μας. Να επαναδιαπραγματευθεί με άλλους όρους με τις ΗΠΑ. Από τη θέση μιας μεγάλης δύναμης στην περιοχή, όπως η ίδια θεωρεί εαυτόν, και όχι με τα παραδοσιακά μέτρα και σταθμά του παρελθόντος.
Το μήνυμα που έστειλε η Άγκυρα προς την Ουάσιγκτον, πρόσφατα, δια της αρθρογραφίας της ανώτερης συμβούλου του Ταγίπ Ερντογάν Erdogan, Γκιουλνούρ Αϊμπέτ (Gülnur Aybet), στον ιστότοπο του think tank, RUSI (Royal United Services Institute), ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν: Σήμερα μας χρειάζεστε πολύ περισσότερο από το παρελθόν για να μας χάσετε.
Μένει να φανεί, βέβαια, εάν και τι θα καταφέρει να αποσπάσει η Τουρκία από μια διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, οι οποίες πάντως δείχνουν να σκληραίνουν ασυνήθιστα τους κανόνες του «παζαριού».
Θέλουν ρόλο «στρατηγικού εταίρου»
Ανεξαρτήτως αυτού, τα όσα γράφει η συνεργάτις του Ερντογάν είναι ενδεικτικά της αντίληψης που έχει η Άγκυρα για το τι ζητάει τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την ΕΕ.
Κάτι που συχνά κοινοποιεί δια της αλαζονικής στάσης και της ρητορικής των κυβερνητικών στελεχών της. Κι’ αυτό, παρ’ ότι στο εσωτερικό της, η Τουρκία βράζει σε συνθήκες μεγάλων οικονομικών προβλημάτων.
Είναι ενδεικτικά, όμως, και του μεγέθους του προβλήματος που υπάρχει στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις.
Με αφορμή, λοιπόν, την τοποθέτηση του Τζο Μπάϊντεν για την Γενοκτονία των Αρμενίων, η Γκιουλνούρ Αϊμπέτ αναφέρει: «Εάν η Τουρκία ήταν πολύ σημαντική για να «χαθεί» την εποχή που οι πρόεδροι των ΗΠΑ προχωρούσαν προσεκτικά γύρω από αυτό το ευαίσθητο ζήτημα (σ.σ. Γενοκτονία), τότε, στον σημερινό πιο απρόβλεπτο κόσμο με την πληθώρα των προκλήσεων, η διατήρηση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης Τουρκίας-ΗΠΑ είναι ακόμη πιο σημαντική για τις ΗΠΑ».
Γι’ αυτό, υπογραμμίζει, «σε μια φθίνουσα φιλελεύθερη τάξη που δεν έχει πλέον την ικανότητα να διαφυλάσσει την παγκόσμια σταθερότητα και με τις ΗΠΑ να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους διεθνούς συνεργασίας -είτε πρόκειται για συμμαχία δημοκρατιών για να κρατήσουν τη Ρωσία και την Κίνα σε απόσταση, είτε για ένα συνασπισμό δυνάμεων συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Κίνας- η Τουρκία θα πρέπει να συμμετέχει με κάποιο τρόπο, είτε ως στρατηγικός εταίρος, είτε ως καίριος παράγοντας που μπορεί να κάνει τη διαφορά».
Παρά ταύτα, υποστηρίζει η ίδια, «ενώ η Τουρκία αναδύεται ως ένας πιο ανεξάρτητος, αποφασιστικός παράγοντας, η περιφερειακή της επιρροή όχι μόνο ανοίγει νέους τομείς συνεργασίας, αλλά και ενοχλεί τους παλιούς συμμάχους της, οι οποίοι θα ήθελαν τουλάχιστον να δουν τις παραδοσιακές συμμαχίες τους να παραμένουν αμετάβλητες».
Πάντως, προσθέτει η σύμβουλος του Ερντογάν, «ο μετασχηματισμός της Τουρκίας από έναν «λειτουργικό σύμμαχο», τον οποίο οι ΗΠΑ έβλεπαν μόνο σε συνάρτηση με τα μοναδικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή τη σημαντική γεωστρατηγική θέση του και τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, σε έναν περιφερειακό παράγοντα που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά, συνέβη πολύ καιρό πριν από τα τελευταία επτά ταραγμένα χρόνια».
Είναι ατυχές, λοιπόν, καταλήγει η ίδια, «το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να δουν την αυξανόμενη περιφερειακή επιρροή της Τουρκίας ως πλεονέκτημα για την προώθηση της σταθερότητας».
Αντιαμερικανισμός
Τα σημερινά ανεπίλυτα ζητήματα μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, γράφει η ίδια, όπως η αγορά των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, S-400, από την Τουρκία, και το καταφύγιο που έχει δοθεί στον Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα θεωρεί ότι βρίσκεται πίσω από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, «αφορούν τις αντιληπτές εθνικές απειλές για την ασφάλεια της Τουρκίας».
Παρά ταύτα, συνεχίζει, «σε αυτό το κρίσιμο σημείο των σχέσεων Τουρκίας-ΗΠΑ, ο πρόεδρος Μπάϊντεν, δυστυχώς, αποφάσισε να προχωρήσει σε κάτι που οι προκάτοχοί του είχαν συνετά επιλέξει να μην το κάνουν».
Μάλιστα, η ίδια εξαπολύει και μια συγκεκαλυμμένη απειλή, λέγοντας πως η αναγνώριση της αρμενικής Γενοκτονίας όξυνε το υπάρχον αντιαμερικανικό κλίμα στην Τουρκία. «Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε στην παρούσα κυβέρνηση των ΗΠΑ ότι το αντιαμερικανικό αίσθημα στην τουρκική κοινή γνώμη βρίσκεται στο πιο υψηλό επίπεδο από ποτέ», αναφέρει.
Ετσι, η πρόσφατη δήλωση Μπάϊντεν, όπως ισχυρίζεται η συνεργάτις του Ερντογάν, «δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αυξήσει την αποδοκιμασία για τις ΗΠΑ που συμμερίζεται η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας».
Τα τουρκικά «χαρτιά»
Στη συνέχεια παραθέτει τα «βαριά χαρτιά» που θεωρεί ότι έχει η Τουρκία για να ρίξει στο τραπέζι της συνδιαλλαγής με τις ΗΠΑ. Τα εξής:
–Ρωσία-Συρία-Λιβύη: «Η σχέση με τη Ρωσία βασίζεται στη realpolitik και επιτρέπει στην Τουρκία τόσο να συνεργάζεται όσο και να περιορίζει τη Ρωσία στη Συρία και στη Λιβύη». Στη Συρία, μάλιστα, υποστηρίζει η ίδια, «η Τουρκία ανακατέλαβε μόνη της μια μεγαλύτερη περιοχή από τον ISIS από οποιοδήποτε άλλο μέλος του διεθνούς συνασπισμού».
–Καύκασος: «Η τουρκική υποστήριξη του Αζερμπαϊτζάν στον Καύκασο κατέστησε την Ομάδα Μίνσκ (Minsk Group) αναποτελεσματική, με την Τουρκία να προτείνει μια νέα εξαπλή πλατφόρμα για τον Καύκασο, που αποτελείται από την Τουρκία, τη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το Ιράν και την Αρμενία».
–Ουκρανία: «Ο ρόλος της Τουρκίας ως στρατηγικού εταίρου στην Ουκρανία είναι ζωτικής σημασίας για την περιφερειακή σταθερότητα. Η Ειδική Αποστολή Παρακολούθησης του ΟΑΣΕ (OSCE – Organization for Security and Co-operation in Europe) στην Ουκρανία είχε επικεφαλής δύο διαδοχικούς Τούρκους πρέσβεις ενώ η δημιουργία μιας νέας τουρκο-ουκρανικής πλατφόρμας στην οποία θα συμμετάσχουν οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των χωρών θα ενισχύσει περαιτέρω τη συνεργασία στον τομέα της άμυνας».
–Αφγανιστάν: «Η Τουρκία έχει αναλάβει δύο φορές το ρόλο της διοίκησης της Διεθνούς Δύναμης Βοήθειας για την Ασφάλεια και έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Αποστολή Στήριξης του ΝΑΤΟ».
–ΝΑΤΟ: «Η Τουρκία συμμετέχει ενεργά σε πολλές αποστολές του ΝΑΤΟ, με πιο σημαντική την ανάληψη της διοίκησης της κοινής ομάδας «Spearhead Very High Readiness» του ΝΑΤΟ το 2021».
Η Γενοκτονία του 1915
Βέβαια, ως προς τη Γενοκτονία αυτή καθεαυτή, η Γ.Αϊμπέτ επαναλαμβάνει τους συνήθεις, εδώ και χρόνια, ισχυρισμούς της Άγκυρας, σε σημείο μάλιστα να αγγίζει τα όρια της ιστορικής φαιδρότητας.
Η Τουρκία, λέγει, «δεν αρνείται τα δεινά των Αρμενίων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κανείς δεν αμφιβάλλει για τον πόνο που υπέστησαν εκείνοι που βρέθηκαν στις συνθήκες της συγκεκριμένης περιόδου», αλλά, κατά την ίδια, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι Αρμένιοι φταίνε για όσα έπαθαν.
Φτάνει μάλιστα στο σημείο να πεί ότι «αρμενικές συμμορίες έκαναν αγριότητες σε μαζική κλίμακα εναντίον μουσουλμάνων αμάχων στην Ανατολία», και γι’ αυτό «η οθωμανική κυβέρνηση έστειλε στρατό για να διατηρήσει το νόμο και την τάξη» (!).
Είναι εμφανές ότι ακόμα και σήμερα, οι τουρκικές ηγεσίες είναι αμετανόητες και προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από την παραποίηση της ιστορίας, αλλά και με … δικολαβίστικες ερμηνείες της.
Ετσι, για την σύμβουλο του Ερντογάν ο όρος «γενοκτονία» δεν στοιχειοθετείται νομικά, με βάση το διεθνές Δίκαιο, και ως εκ τούτου, «όταν χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς, καθίσταται προβληματικός, επειδή δεν είναι δουλειά των πολιτικών να κρίνουν το θέμα. Αυτό δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να οξύνει την ήδη εύθραυστη διμερή σχέση» ΗΠΑ – Τουρκίας.