Οσο η πανδημία επιμένει και οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού είναι στο προσκήνιο, θέματα μείζονος σπουδαιότητας συνεχίζουν να απασχολούν ειδικούς και κυβερνήσεις, καθώς η αντιμετώπιση των εκτάκτων συνθηκών απαιτεί εξαιρετικά μέτρα, που πολλές φορές δοκιμάζουν με ιδιαίτερη ένταση τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις συνταγματικές προβλέψεις.
Και στη χώρα μας, όπως και σε πολλές ακόμα ευρωπαϊκές –και όχι μόνον– χώρες, έχει αρχίσει όχι μόνον να κουβεντιάζεται, αλλά σε ορισμένες και να εφαρμόζεται υποχρεωτικά ο εμβολιασμός σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, που προσφέρουν εξειδικευμένες και αναγκαίες υπηρεσίες για το κοινωνικό σύνολο. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, όσο περνάει ο καιρός και τα μέτρα τύπου lockdown έχουν εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά τους καθώς και τις αντοχές των κοινωνιών και των οικονομιών, απασχολεί μετ’ επιτάσεως.
Τα σύνθετα προβλήματα αντισυνταγματικότητας τέτοιων εξαναγκασμών και οι αναγκαίες επιφυλάξεις για τα δικαιώματα των πολιτών, έτσι όπως αυτά προστατεύονται στον πολιτισμένο κόσμο, αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, ανασχετικούς παράγοντες για την εφαρμογή υποχρεωτικού εμβολιασμού γενικά στον πληθυσμό. Ομως, με βάση την αρχή που καθορίζει κάθε κράτος δικαίου, πως, σε εξαιρετικές περιστάσεις, μέτρα μπορεί και κατά παράβαση των ουσιωδέστερων δικαιωμάτων να ληφθούν, το Συμβούλιο της Επικρατείας με δύο πρόσφατες αποφάσεις του έχει ανοίξει τον δρόμο για κυβερνητικές αποφάσεις, αν και όποτε κριθεί σκόπιμο να ληφθούν, που θα μπορούν να επιβάλουν υποχρεωτικότητα στον εμβολιασμό ειδικών κατηγοριών πολιτών.
Το «κλειδί» με το οποίο οι ανώτατοι δικαστικοί ξεπέρασαν τις συνταγματικές απαγορεύσεις περικλείεται στη φράση «επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος». Αυτή η σύντομη αλλά ουσιαστική σε περιεχόμενο φράση συμπύκνωσε στις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ την απαραίτητη αιτιολογία ώστε, παρά τις συνταγματικές αντιθέσεις στην υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, η κυβέρνηση να μπορεί, αν κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο, να την επιβάλει.
Πώς όμως το ανώτατο δικαστήριο, με ποια κοινωνικά κριτήρια πέρασε πάνω από τον συνταγματικό πήχυ και έφθασε στο να κρίνει ότι για ορισμένες κατηγορίες η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών είναι και συνταγματική και νόμιμη; H απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Αναστολών), με πρόεδρο τη Μαίρη Σαρπ, τα λέει όλα.
Με αφορμή μια προσφυγή υπηρετούντων στην ΕΜΑΚ που ζητούσαν να μην ισχύσει η απόφαση του αρχηγού της Πυροσβεστικής για υποχρεωτικό εμβολιασμό τους, το δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Διότι αποφάνθηκε ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία οφείλει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμη να συνδράμει την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και καταστροφών. Και ως εκ τούτου κρίθηκε ότι αν κάποιος δεν έχει εμβολιαστεί μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ετοιμότητα της ΕΜΑΚ και επιπλέον να βλάψει τους πολίτες χάριν των οποίων οι ΕΚΑΜίτες επεμβαίνουν, καθώς μπορεί να τους μεταδώσει τον κορωνοϊό. Αναφέρει επί λέξει η απόφαση: «Ενόψει του ειδικού και κρίσιμου χαρακτήρα των εν λόγω υπηρεσιών για την αντιμετώπιση καταστροφών, η οποία στηρίζεται στην πλήρη διαθεσιμότητα του υπηρετούντος προσωπικού, η οποία είναι δυνατόν να διαταραχθεί σοβαρά σε περίπτωση που τα μέλη της προσβληθούν και νοσήσουν από COVID-19, κωλύει τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής».
Τον «ειδικό και κρίσιμο χαρακτήρα των υπηρεσιών» που αναφέρει η απόφαση της Ολομέλειας κρίνοντας συνταγματικό τον υποχρεωτικό εμβολιασμό της ΕΜΑΚ, όπως εκτιμούν δικαστικές και νομικές πηγές, πληρούν πολλές ακόμη δημόσιες υπηρεσίες, όπως πρωτίστως τα νοσοκομεία, δηλαδή το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οι σχολικές μονάδες σε όλο το εύρος της εκπαίδευσης κ.λπ.
Με άλλα λόγια, η απόφαση για τους ΕΚΑΜίτες έχει δώσει το σήμα για νομιμότητα στην εφαρμογή του υποχρεωτικού εμβολιασμού και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Αλλωστε στο ίδιο σκεπτικό, των «επικακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος», στηρίχθηκε και άλλη σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος η Μαρία Καραμανώφ), αυτή τη φορά για τη νομιμότητα της υποχρεωτικότητας των self tests για τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, έτσι όπως εφαρμόστηκε τελευταία, όταν τα σχολεία επαναλειτούργησαν έπειτα από μήνες. Kαι εδώ, για την υποχρεωτικότητα των αυτοελέγχων στα παιδιά και στους εκπαιδευτικούς, το Δ΄ Τμήμα του ανωτάτου δικαστηρίου έκρινε ότι σωστά το μέτρο ήταν υποχρεωτικό, καθώς το δημόσιο συμφέρον που προκύπτει από την ανάγκη τα σχολεία να λειτουργούν και τα παιδιά να μορφώνονται είναι υπέρτερο άλλων δικαιωμάτων.
Eπονται και άλλες
Αυτές οι δύο αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προς το παρόν ακολουθούνται σύντομα και από άλλες, καθώς το θέμα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών εκκρεμεί στο ΣτΕ και σε άλλες δίκες. Οι αποφάσεις του ΣτΕ, που δεν αποτελούν απλώς διατύπωση επιστημονικών και νομικών απόψεων, αλλά δικαστικές κρίσεις με την αυτονόητη βαρύτητα που διαθέτουν, αποτελούν ήδη τη βάση για τις όποιες μελλοντικές κυβερνητικές αποφάσεις, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων, αν κάτι τέτοιο χρειαστεί.