«Δυστυχώς, δεν μιλάμε πλέον για ένα ζοφερό μέλλον. Μιλάμε για ένα ζοφερό παρόν». Ο Χρήστος Ζερεφός, ακαδημαϊκός με παγκόσμια φήμη, ήταν ένας από τους πρώτους επιστήμονες σε διεθνές επίπεδο που ήδη από τη δεκαετία του ’80 αναφέρθηκε στην κλιματική αλλαγή.
Παρ’ όλα αυτά, μιλώντας στη Realnews, προτίμησε να μην αναφερθεί στις βραχυπρόθεσμες συνέπειες των καταστροφικών πυρκαγιών και του σφοδρού καύσωνα που πλήττει την Ελλάδα. Βασικό του μέλημα είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Κι αυτό διότι, όπως τονίζει, η κλιματική αλλαγή, για την οποία μιλούσε επί δεκαετίες, έχει ήδη συντελεστεί. «Η κατάσταση πλέον είναι πολύ κρίσιμη. Θα πρέπει επειγόντως να σβήσουν όλες οι εστίες φωτιάς, όπου κι αν βρίσκονται σε όλη τη χώρα, αλλιώς, όταν έρθουν τα μελτέμια, θα έχουμε πραγματικά πολύ μεγάλο πρόβλημα», δηλώνει ο καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας και μέλος της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή.
Με τα ίδια μελανά χρώματα περιγράφει τις συνθήκες που διαμορφώνονται στη χώρα η ελληνική επιστημονική κοινότητα. Η απειλή της υπερθέρμανσης φαίνεται πως έχει ήδη γίνει πραγματικότητα και τα αποτελέσματα είναι πλέον ορατά. Δέκα κορυφαίοι επιστήμονες μιλούν στη Realnews και αναλύουν τις συνέπειες των πυρκαγιών και του καύσωνα όχι μόνο για τα επόμενα χρόνια, αλλά για το εγγύς μέλλον, των επόμενων μηνών.
Ρεκόρ καύσωνα
«Αυτά που προέβλεπαν τα κλιματικά μοντέλα για το 2040 φαίνεται πως έχουν ήδη επιτευχθεί. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα μοντέλα ήταν συντηρητικά με αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ο μεσογειακός χώρος όπου βρισκόμαστε έχει χαρακτηριστεί ως η πλέον ευαίσθητη περιοχή στην κλιματική αλλαγή σε ό,τι αφορά την αύξηση της θερμοκρασίας και τις συνθήκες ξηρασίας», τονίζει η Δήμητρα Φουντά, διευθύντρια Ερευνών στο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Η ίδια έχει στοιχεία για τη θερμοκρασία στην Αθήνα τα τελευταία 150 χρόνια, που ουσιαστικά αποτελούν το Ιστορικό Κλιματικό Αρχείο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και το οποίο περιλαμβάνει όλους τους καύσωνες που σημειώθηκαν στην πρωτεύουσα. «Από τους μεγαλύτερους ήταν ο καύσωνας του 1987 με τους δεκάδες νεκρούς, αλλά και εκείνος του 2007. Ο καύσωνας του 1987, με τη μέτρηση στον σταθμό του Θησείου, διήρκησε οκτώ ημέρες με θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς, ενώ ο καύσωνας του 2007 έπιασε τους 44,8 βαθμούς, που ήταν το προηγούμενο ρεκόρ 150 χρόνων. Μόλις ολοκληρωθεί το φαινόμενο που βιώνουμε τώρα, θα το κατατάξω και θα το αξιολογήσω σε σχέση με τους προηγούμενους. Ήδη, όμως, σας λέω ότι φαίνεται να είναι ο πιο ισχυρός ως προς την ένταση αλλά και τη διάρκεια των τελευταίων 150 χρόνων…», αναφέρει η Δ. Φουντά.
«Ατομική βόμβα»
Σε μια εφιαλτική αποκάλυψη, που συνδέεται άμεσα με τον καύσωνα και αφορά την πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη, προβαίνει στην «R» ο καθηγητής των Δασικών Πυρκαγιών και διευθυντής του Εργαστηρίου Δασικών Πυρκαγιών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος Δημητρακόπουλος. «Συνέβη ένα ξεχωριστό και σπάνιο φαινόμενο για τα ελληνικά δεδομένα, φαινόμενο που συνετέλεσε στο να μη ελεγχθεί έγκαιρα η πυρκαγιά. Αυτό που είδαμε γύρω στις 4 το μεσημέρι, όταν η φωτιά ήταν στα πρώτα στάδια και εξελισσόταν, ήταν η επαγωγική στήλη καπνού. Ηταν μια τεράστια στήλη καπνού, όπως το μανιτάρι των ατομικών βομβών, ενώ η στήλη ανέβαινε από κάτω ψηλά στον ουρανό. Αυτό συνέβη διότι δεν φυσούσε δυνατός άνεμος, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της φωτιάς, και η φωτιά έκαιγε μεγάλη ποσότητα καύσιμης ύλης, δηλαδή δένδρα και δάσος. Η καύση ήταν τεράστια στο κέντρο, με αποτέλεσμα οι φλόγες να καταναλώνουν με πολύ μεγάλο ρυθμό το οξυγόνο, να μην τους αρκεί και να ‘‘ρουφούν’’ οξυγόνο από τη γύρω περιοχή. Ετσι προκλήθηκαν τοπικοί άνεμοι, με κατεύθυνση από το εξωτερικό προς το εσωτερικό της επαγωγικής στήλης καπνού και δημιουργήθηκε μια πραγματική κόλαση. Αυτό ως γεγονός είχε θερμοδυναμική ισχύ 150.000 κιλοβάτ και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα τεχνικό ανάλογο, ένα φυσικό ανάλογο, της πρώτης ατομικής βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα…», επισημαίνει ο Αλ. Δημητρακόπουλος. Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, τέτοια φαινόμενα τείνουν να γίνουν κανονικότητα. «Τα ακραία καιρικά φαινόμενα άρχισαν να κυριαρχούν με παρατεταμένη ξηρασία και παρατεταμένους καύσωνες. Η υγρασία της ξηρής καύσιμης ύλης θα είναι τόσο χαμηλή, που θα είναι εξαιρετικά εύφλεκτη. Έτσι, θα έχουμε περισσότερες πυρκαγιές, πιο καταστροφικές και πιο δύσκολες στην κατάσβεσή τους», προσθέτει.