Toυ Ελισσαίου Βγενόπουλου
Ο Ερυσίχθων ο Θεσσαλός ήταν μυθικός γιος του Μυρμιδόνα και εγγονός του θεού Ποσειδώνα. Κάποτε, ο Ερυσίχθων αποφάσισε να χτίσει καινούριο παλάτι στο μέρος όπου απ’ τον καιρό των Πελασγών βρισκόταν ένα άλσος αφιερωμένο στη Δήμητρα. Πήρε μαζί του μερικούς εργάτες με τσεκούρια κι αξίνες.
Ανάμεσα στα δέντρα που τους διέταξε να κόψουν, ήταν και μια λεύκα ‘’ένα δέντρο τεράστιο που άγγιζε τον ουρανό και στη σκιά του δροσίζονταν τα μεσημέρια οι νύμφες’’.
Με την πρώτη τσεκουριά που δέχτηκε το μεγαλόπρεπο δέντρο, η Δήμητρα το αισθάνθηκε στο κορμί της κι εμφανίστηκε μπροστά στον Ερυσίχθονα με τη μορφή της ιέρειάς της, της Νικίππης.
«Παιδί μου», του είπε, «σταμάτα τους ανθρώπους σου. Μην κάνεις τη θεά να οργιστεί.»
«Φεύγα από μπρος μου, μη φας εσύ την τσεκουριά!» της είπε έξαλλος από οργή ο Ερυσίχθων. «Μ’ αυτά τα ξύλα θα φτιάξω τη στέγη του παλατιού μου.»
Η Δήμητρα οργισμένη πήγε και βρήκε την Πείνα που ζούσε στη χώρα των Σκυθών και την έστειλε στον Ερυσίχθονα.
Το βράδυ που κοιμόταν, ο βέβηλος βασιλιάς ονειρεύτηκε ότι πεινούσε. Κι ύστερα ξύπνησε κι η πείνα ήταν ακόμα εκεί, κι όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε και τόσο περισσότερο τον βασάνιζε.
Ο Ερυσίχθων άρχισε να τρώει χωρίς σταματημό. Κι όσο έτρωγε, τόσο η πείνα του θέριευε και τόσο αδυνάτιζε κι έλιωνε ο ίδιος. Έφαγε όλα τα ζώα των κοπαδιών του, τη δαμάλα που προόριζε η μάνα του για θυσία στην Εστία, το άλογό του, τα μουλάρια της άμαξας. Κι όταν δεν είχε μείνει στο σπίτι του τίποτ’ άλλο να φάει, βγήκε έξω και ζητιάνευε αποφάγια.
Ο ασεβής Ερυσίχθων πούλησε την κόρη του, τη Μήστρα, για να μπορέσει ν’ αγοράσει πράγματα να φάει.
Στο τέλος όμως τίποτα δεν ήταν ικανό να κορέσει την πείνα του Ερυσίχθονα. Έτσι μη έχοντας να φάει τίποτα πια, άρχισε να τρώει τις ίδιες του τις σάρκες έως ότου βρήκε κατ’ αυτό τον τρόπο φρικτό θάνατο.
Έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, Ερυσίχθων λοιπόν είναι η πληγή της Γης. Πληγές της γης είναι ο τρόπος που ζούμε στηριγμένος στον ατομισμό, την υπερκατανάλωση τον ανταγωνισμό, την αδηφαγία, την οικονομική κυριαρχία και τον μέχρις εσχάτων βάρβαρο υλισμό. Αυτές σήμερα έχουν γίνει οι υπέρτατες αξίες. Διαφημίζονται ως σπουδαίες αρετές ισχύος και μαζί με το γρήγορο κέρδος και το ενστικτώδες ατομικό συμφέρον, αδιαφορώντας για τις ανεπανόρθωτες βλάβες που προκαλούν στο περιβάλλον, υποθηκεύοντας το μέλλον των επόμενων γενεών.
Το αδυσώπητο ‘’εγώ’’ και τα ‘’τραγικά’’ του αποτελέσματα που τονίστηκαν επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους αρχαίους Έλληνες- Θυέστης, Προκρούστης, Ατρέας, Οιδίπους- στις μέρες μας έχουν γιγαντωθεί και κατατρώγουν τις σάρκες μας.
Για την κατάντια του πλανήτη μας και για την κλιματική αλλαγή που έχει αποφασιστικά στρέψει το δρεπάνι στο λαιμό της ύπαρξής μας, δεν φταίει μόνο το ‘’μεγάλο κεφάλαιο’’ και η ακόρεστη δίψα των πολυεθνικών για το κέρδος, δεν είναι υπεύθυνη μόνο η ‘’παγκοσμιοποίηση’’ και οι υψηλές αμοιβές των CEO, δεν πρέπει να λογοδοτήσουν μόνο οι πανίσχυρες ηγέτιδες χώρες και οι κυρίαρχοι του κόσμου, δεν φταίει μόνο η ανικανότητα των κυβερνώντων μας και των διαφόρων ανευθυνουπεύθυνων, όλοι βάζουμε το λιθαράκι μας ή το πλαστικό μας για να κτιστεί αυτό το τείχος αδιαφορίας που μολύνει τον αέρα που αναπνέουμε, βρωμίζει τα νερά που πίνουμε, πληγώνει τη γη που κατοικούμε κατακαίει τα δάση που ανασαίνουμε.
Κάθε χρόνο επιβεβαιώνεται ότι, όσα μέσα κι αν διαθέτεις, όσους σχεδιασμούς κι αν πραγματοποιήσεις, όση τεχνογνωσία κι αν αποκτήσεις η φωτιά θα νικήσει. Πρέπει η παγκόσμια κοινότητα να πέσει με συντριβή στο χώμα να ζητήσει συγγνώμη από τη φύση να δείξει ειλικρινή μεταμέλεια και σιγά – σιγά να προσπαθήσει να σταματήσει τον κατήφορο που έχει πάρει. Ο 1, 1,5 ή 2 βαθμοί Κελσίου μπορεί να σημαίνουν απλώς, ότι ο πλανήτης κάποια στιγμή ανεξέλεγκτα θα λαμπαδιάσει. Δεν έχουμε άλλο δρόμο, η παγκόσμια κοινότητα με οδηγό την επιστήμη, αρωγούς τους ανθρώπους που χρόνια τώρα παλεύουν για το περιβάλλον και όλους τους υπόλοιπους εμάς ακολούθους, να μπορέσουμε να σώσουμε τη γειτονιά μας, την πατρίδα μας, τον πλανήτη μας.
‘’Ο άνθρωπος’’, γράφει η Rachel Carson, 1907-1964, Αμερικανίδα βιολόγος και συγγραφέας, ‘’είναι μέρος της φύσης και ο πόλεμος που κάνει εναντίον της φύσης είναι αναπόφευκτα ένας πόλεμος εναντίον του ίδιου του εαυτού του’’.
Τρώει τις σάρκες του, με λίγα λόγια ο άνθρωπος και δεν το καταλαβαίνει παρά μόνο όταν βλέπει τα καμένα κλαριά, σαν χέρια κρεμασμένα στον ουράνιο θόλο να ζητούν έλεος, όταν βλέπει τους καρβουνιασμένους ρόζους των κορμών, σαν τυφλωμένα ζώα να μένουν ασάλευτα μπροστά στην φρίκη, όταν βλέπει τις στάχτες να γεμίζουν τους πόρους της γης και τις απολήξεις των αισθήσεων, όταν ακούει το μουρμουρητό του αέρα ανάμεσα στα καμένα, τους λυγμούς της σιωπής ανάμεσα στους κορμούς και το ασύλληπτο, όταν μυρίζει τον τρόμο του δάσους μπροστά στη λαίλαπα και την παραίτηση, όταν αισθάνεσαι τον φόβο και την απόγνωση των ζώων που έλιωσαν μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, όταν νιώθει όλη την εγκατάλειψη και όλη τη αδυναμία μπροστά στην οργή της φύσης και εκείνο είναι το σημείο που οι άνθρωποι λυγίζουν από πόνο, λύπη και απελπισία, επιτέλους νιώθουν, επιτέλους σταματούν για λίγο να καταναλώνουν, επιτέλους γίνονται άνθρωποι.
Τέλος για την τραγική κατάσταση που βιώνουμε, ας είμαστε βέβαιοι, μήπως και κάποτε αφυπνιστούμε, η ύβρις είναι παγκόσμια, δεν φταίει μόνο ο Ερυσίχθων ο Θεσσαλός, ο Φριτς ο Γερμανός, ο Κιμ ο Κινέζος αλλά και ο Ελισσαίος ο Αχαιός.