Στα τέλη του 2001, όταν η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου έπειτα από 15 χρόνια σχοινοτενών διαπραγματεύσεων, δύσκολα θα φανταζόταν κανείς την κλίμακα της επιρροής που επρόκειτο να ασκήσει στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Η προσχώρησή της στο διεθνές αυτό σύστημα εμπορικών και οικονομικών σχέσεων έμοιαζε να έχει ακόμη κάποια χαρακτηριστικά παραχώρησης των ισχυρών του πλανήτη σε μια οικονομία που αγωνιζόταν ακόμη να εκσυγχρονισθεί και να σταθεί ισότιμα απέναντί τους. Ο δυτικός κόσμος με προεξάρχουσα την υπερδύναμη προσέβλεπε σε οικονομικά και εμπορικά οφέλη, εν ολίγοις σε όσα θα είχε να ωφεληθεί από την Κίνα, ενώ εμφορείτο από την πεποίθηση πως την ένταξή της στο διεθνές οικονομικό σύστημα θα ακολουθούσαν η απαγκίστρωσή της από τον σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους και ο εκδημοκρατισμός της με δυτικά κριτήρια. Και έθετε τους όρους του στην οικονομία, που σε λίγα χρόνια θα καταλάμβανε τη δεύτερη θέση στον κόσμο και θα απειλούσε άμεσα την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.
Είκοσι χρόνια αργότερα κι ενώ έχει μεσολαβήσει ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο προκάτοχος του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ, αλλά συνεχίζει έστω με χαμηλούς τόνους ο Τζο Μπάιντεν, ο διεθνής Τύπος αντανακλά εμφανώς τον προβληματισμό του δυτικού κόσμου και, έχει, υπό μία έννοια, την ακριβώς αντίθετη αντιμετώπιση από εκείνη του 2001. Βρίθει δημοσιευμάτων για τους κινδύνους που εγκυμονούν οι επιλογές της Κίνας για τους ανταγωνιστές της. Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως είναι αδικαιολόγητος ο προβληματισμός, καθώς συχνά προκύπτει πως οι επιλογές της Κίνας, ενίοτε στρατηγικής σημασίας, έχουν αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία. Η εκστρατεία που εγκαινίασε το Πεκίνο στα τέλη του περασμένου έτους και έχει στόχο την υπερβολική ισχύ των κινεζικών τεχνολογικών κολοσσών, έχει προκαλέσει κραδασμούς στον κλάδο πολύ πέραν της Κίνας. Οι κινεζικοί τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν μεν χάσει συνολικά 87 δισ. δολάρια από την αξία τους, αλλά επανειλημμένως τους τελευταίους μήνες σημείωσαν σημαντική υποχώρηση και οι μετοχές των τεχνολογικών κολοσσών της Δύσης καθώς ο κλάδος συμπαρασυρόταν σε πτώση.
Δεδομένου, όμως, ότι η κινεζική οικονομία είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα –για την ακρίβεια, δεύτερη σε κατανάλωση πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ–, ως εκ τούτου και από τις πλέον ρυπογόνες, αν όχι η πλέον ρυπογόνα, η νέα ανησυχία που εκφράζεται προσφάτως αφορά τις επιπτώσεις που μπορεί να συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία η στροφή της Κίνας στην πράσινη ενέργεια. Μέσα στην εβδομάδα, σχετικό δημοσίευμα του Bloomberg προέβλεπε πως η Κίνα θα αλλάξει τον ενεργειακό χάρτη καθώς σχεδιάζει να καλύπτει το 90% των ενεργειακών αναγκών της με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2060. Το σχετικό δημοσίευμα έφτανε μάλιστα στο συμπέρασμα πως σε συνδυασμό με την ευρύτερη στροφή της παγκόσμιας οικονομίας στην πράσινη ενέργεια, πολλές οικονομίες κινδυνεύουν να βρεθούν εξαρτημένες από την Κίνα, δεδομένου ότι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο έχει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή όσων πρώτων υλών είναι αναγκαίες για τις μπαταρίες των ηλεκτροκίνητων: σπάνιες γαίες, κοβάλτιο και λίθιο.
Με παγκόσμιο αντίκτυπο ο στόχος του Πεκίνου για ενεργειακή αυτάρκεια
Είναι γεγονός ότι αν η Κίνα κάλυπτε το σύνολο των ενεργειακών αναγκών της με ανανεώσιμες πηγές, όχι μόνο θα δέχονταν πλήγμα οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες με προεξάρχουσες τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, δηλαδή οι κυριότεροι προμηθευτές της σε πετρέλαιο, αλλά θα επηρέαζε αυτομάτως τις τιμές του πετρελαίου με παγκόσμιο αντίκτυπο, που θα άγγιζε πολλές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η Κίνα μπορεί να πλήξει τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και να ανατρέψει τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ακόμη και στην περίπτωση που αποφασίσει απλώς να «παγώσει» την αύξηση των στρατηγικών αποθεμάτων της πετρελαίου και να περιορίσει τις εισαγωγές «μαύρου χρυσού» σε όσο χρειάζεται για να καλύψει για τη λειτουργία της οικονομίας της.
Η Κίνα έχει θέσει στόχο την ενεργειακή της αυτάρκεια και μάλιστα αναβάθμισε την προτεραιότητά του εν τω μέσω της πανδημίας. Από τα μέσα του 2014, όταν άρχισαν να υποχωρούν οι τιμές του πετρελαίου, η Κίνα αύξησε τις εισαγωγές της σε πετρέλαιο και άρχισε να συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερο όγκο των λεγόμενων στρατηγικών αποθεμάτων της σε πετρέλαιο. Οπως επισημαίνουν αναλυτές του Forbes, μόνον οι κινεζικές αρχές γνωρίζουν πραγματικά πόσα είναι τα στρατηγικά τους αποθέματα. Σύμφωνα, πάντως, με τις εκτιμήσεις της Wood Mackenzie, έχουν φτάσει περίπου το 1,15 δισ. βαρέλια από τα τέλη του περασμένου έτους. Ο όγκος αυτών των αποθεμάτων ισοδυναμεί με την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της επί 83 ημέρες. Στη διάρκεια του φοβερού 2020, άλλωστε, όταν η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο εξανεμίστηκε και οι τιμές του «μαύρου χρυσού» υποχώρησαν σε αρνητικό έδαφος, η Κίνα αύξησε τις εισαγωγές πετρελαίου κατά 7,3%. Ηταν η μοναδική από τις μεγάλες οικονομίες που όχι μόνον έκλεισε το 2020 με ανάπτυξη, αλλά και η μοναδική στην οποία αυξήθηκε η ζήτηση για πετρέλαιο μεσούσης της πανδημίας. Αναλυτές της SIA Energy εκτιμούν πως δεδομένων της ανάκαμψής της και της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγικής δυνατότητας των διυλιστηρίων της, στη διάρκεια του έτους οι εισαγωγές της θα αυξηθούν εκ νέου κατά 7,2% φτάνοντας τις 775.000 βαρέλια την ημέρα.
Από το 2015 η Κίνα έχει επιτρέψει σε τουλάχιστον 40 ανεξάρτητα διυλιστήρια να επεξεργάζονται εισαγόμενο αργό πετρέλαιο. Εκτοτε τα διυλιστήρια αυτά αυξάνουν διαρκώς την παραγωγική τους δυνατότητα και σύμφωνα με το Εθνικό Τεχνολογικό Ερευνητικό Ινστιτούτο (China National Petroleum Corp Economics & Technology Research Institute), μέχρι το 2025 η παραγωγική τους δυνατότητα θα έχει ανέλθει σε 20 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Σύμφωνα μάλιστα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), μέσα στο επόμενο έτος θα υπερβούν την παραγωγική δυνατότητα των ευρωπαϊκών διυλιστηρίων κατά 3 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της S&P Global Platts, η εγχώρια παραγωγή της Κίνας έχει προ πολλού υπερβεί τα 4,9 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα.
Ανω-κάτω οι ξένες αγορές από την εκστρατεία κατά των τεχνολογικών κολοσσών
Το 2014, όταν η κινεζική Alibaba, αντίπαλον δέος της Amazon, εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης με χρηματιστηριακή αξία ύψους 25 δισ. δολαρίων, ήταν η μεγαλύτερη αρχική δημόσια εγγραφή που είχε καταγραφεί. Εκτοτε εισήχθησαν τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στα χρηματιστήρια άλλων χωρών εκατοντάδες κινεζικές εταιρείες, με την Dealogic να τις υπολογίζει σε 770. Στη διάρκεια αυτών των ετών, επιχειρηματικοί κολοσσοί της Κίνας έχουν αντλήσει συνολικά πάνω 250 δισ. δολάρια.
Στο μεταξύ, υποσχόμενη όλο και περισσότερο πως θα ανοίξει τις αγορές της και θα χαλαρώσει τους κανόνες που διέπουν την παρουσία ξένων επενδυτών στη χώρα, η Κίνα έχει προσελκύσει μαζικά ξένους επενδυτές.
Στη διάρκεια του περασμένου έτους και παρά τις παρατεταμένες εντάσεις ανάμεσα στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον, το μερίδιο των ξένων επενδυτών σε ομόλογα και μετοχές της Κίνας που παρέμενε καθηλωμένο σε μονοψήφια ποσοστά εκτοξεύθηκε ξαφνικά στο 40% φτάνοντας τα 800 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με υπολογισμούς των Financial Times και Bloomberg, τους 12 μήνες μέχρι τα μέσα Ιουλίου ξένοι επενδυτές αγόρασαν κινεζικές μετοχές αξίας 35,3 δισ. δολαρίων μέσα από πλατφόρμες που συνδέουν την αγορά του Χονγκ Κονγκ με εκείνες της Σαγκάης και της Σεντζέν.
Δεδομένου, όμως, ότι παρατείνεται και επί Τζο Μπάιντεν η αναμέτρηση ισχύος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, έχουν μεσολαβήσει οι επιθετικές κινήσεις της Ουάσιγκτον, που αποφάσισε να διαγράψει κινεζικές επιχειρήσεις από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ακολούθησαν μαζικές πωλήσεις κινεζικών μετοχών, που οδήγησαν επανειλημμένως τους δείκτες των κινεζικών χρηματιστηρίων σε σοβαρές απώλειες. Πολύ πιο καθοριστική ήταν, ωστόσο, μια εγχώρια εξέλιξη που προκάλεσε κραδασμούς στα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο και ζημίες σε ξένους επενδυτές. Ο λόγος, βέβαια, για την εκστρατεία του Πεκίνου κατά των κινεζικών τεχνολογικών κολοσσών και γενικότερα κατά όσων επιχειρήσεων συγκέντρωσαν υπερβολικά πλούτη και προπαντός ιδιαίτερη ισχύ και επιρροή στην κινεζική κοινωνία, που θεωρητικά τους δίνει τη δυνατότητα να αποτελέσουν πόλο εξουσίας.
Ο πρώτος που βρέθηκε στο στόχαστρο του Πεκίνου ήταν ο επιχειρηματίας Τζακ Μα, ιδρυτής και επικεφαλής του ομίλου της Alibaba, ο οποίος αρχικά εξαφανίστηκε από προσώπου γης επί ημέρες. Στη συνέχεια, οι κινεζικές αρχές απαγόρευσαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στη θυγατρική του ομίλου του Ant Financial, εταιρεία ψηφιακών πληρωμών, την αρχική δημόσια εγγραφή της στα χρηματιστήρια του Χονγκ Κονγκ και της Σαγκάης. Τον περασμένο μήνα ήρθε η σειρά της Didi Chuxing, κινεζικού αναλόγου της Uber, που εισήχθη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και λίγες ημέρες αργότερα το Πεκίνο άρχισε έρευνες εναντίον της, ενώ την απέκλεισε από τις εγχώριες εφαρμογές. Παράλληλα, εγκαινίασαν έρευνες κατά της εισηγμένης εταιρείας logistics Full Truck Alliance και προειδοποίησαν ότι θα διεξαχθούν ενδελεχείς και αυστηρότατοι έλεγχοι σε όσες επιχειρήσεις έχουν εισαχθεί στην αμερικανική αγορά. Εξέπληξε, άλλωστε, προ ημερών η απόφαση του Πεκίνου να στραφεί κατά των ιδιωτικών φροντιστηρίων μιας αναπτυσσόμενης βιομηχανίας στην Κίνα που το 2018 αποτιμάται συνολικά σε 260 δισ. δολάρια. Υποχρέωσε όλες τις επιχειρήσεις του είδους να μετατραπούν σε μη κερδοσκοπικές, ενώ τους απαγόρευσε να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές ή από την εγγραφή τους σε χρηματιστήρια, όπως και να δέχονται ξένες επενδύσεις. Οι μετοχές των τριών μεγαλύτερων εκπαιδευτικών ομίλων του είδους που έχουν εγγραφεί στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έχουν οδηγηθεί σε ελεύθερη πτώση.
Το πρόγραμμα
Απευθυνόμενος στους ηγέτες του κόσμου στα τέλη Απριλίου, ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ διέψευσε τις προσδοκίες ότι η Κίνα θα έθετε πιο φιλόδοξους στόχους, επειδή αρκέστηκε να υποσχεθεί: «Θα περιορίσουμε την αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα στη διάρκεια του πενταετούς προγράμματος 2021-2025 και θα μηδενιστεί στη διάρκεια του πενταετούς προγράμματος 2026-2030».
Οι προτεραιότητες
Σκιαγραφώντας τις προτεραιότητες του προγράμματος για την περίοδο 2021-2025, ο αντιπρόεδρος της κινεζικής κυβέρνησης Χαν Ζενγκ τόνισε πως «θα έχουν κύριο στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και θα επικεντρωθούν στο νέο όραμα της χώρας, που είναι η μείωση των εκπομπών μέχρι το 2030 και το μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα μέχρι το 2060».
Οι φόβοι
Παρά τις φιλοδοξίες της Κίνας για στροφή στην πράσινη ενέργεια, ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων, Σου Βέι, τόνισε προσφάτως πως «οι ανανεώσιμες πηγές είναι ασταθείς» και προσέθεσε πως η Κίνα «χρειάζεται μια σταθερή πηγή ενέργειας, γι’ αυτό και για κάποιο χρονικό διάστημα πρέπει να χρησιμοποιούμε πηγές ενέργειας που βασίζονται στον άνθρακα».