Ο ανταποκριτής στων NYTimes στο Αφγανιστάν, Nicholas Kristof, βαθύς γνώστης της περιοχής, γράφει στον τοίχο του στο fb για ένα δραματικό σενάριο των επόμενων ημερών.
- Η ανάρτηση του
ΚAΘΩΣ ΓΡΑΦΩ αυτές τις γραμμές, η κυβέρνηση του Αφγανιστάν καταρρέει: Ο πρόεδρος Γκάνι έχει εγκαταλείψει τη χώρα, οι ΗΠΑ έχουν υποστείλει τη σημαία από την πρεσβεία τους και οι Ταλιμπάν έχουν εισβάλει στην πρωτεύουσα. Θα πρέπει όλοι να φοβόμαστε τι θα επακολουθήσει, γιατί πολλοί από τους ηγέτες των Ταλιμπάν παραμένουν βάναυσοι μισογύνηδες.
Λαμβάνω έναν κατακλυσμό απελπισμένων εκκλήσεων από Αφγανούς που προσπαθούν να διαφύγουν από τη χώρα και ρωτάνε αν μπορώ να βοηθήσω. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν πολλά που μπορώ να κάνω. Και καθώς είμαι σε άδεια από τους Times, δεν κάνω ρεπορτάζ στην Καμπούλ, όπου διαφορετικά θα βρισκόμουν αυτή τη στιγμή. Φοβάμαι ότι κάποια σχολεία θηλέων και ΜΚΟ που εργάζονται με γυναίκες θα κλείσουν και ίσως εκτελεστούν κάποιες ηγέτιδες των γυναικείων δικαιωμάτων. Φοβάμαι επίσης ότι νεαρά κορίτσια θα παντρευτούν χωρίς τη συγκατάθεσή τους με μαχητές των Ταλιμπάν, καταστρέφοντας τη ζωή και το μέλλον τους.
Νομίζω ότι οι ΗΠΑ πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν όχι μόνο τις Αφγανές μεταφράστριες που συνεργάστηκαν με τον αμερικανικό στρατό ή τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και τόσες άλλες γυναίκες εκπαιδευτικούς και επικεφαλής μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που κινδυνεύουν. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό σε αυτό το σημείο είναι να μεταβούν εκεί στρατιωτικά αεροπλάνα, να χορηγήσουν στους Αφγανούς που κινδυνεύουν άμεση βίζα (ακόμη και αν δεν έχουν διαβατήρια), να τους φυγαδεύσουν και να τα τακτοποιήσουν όλα αργότερα. Δεν είναι το καλύτερο δυνατό, αλλά θα σώσει ζωές. Και θα ήταν το σωστό.
Τι πήγε λοιπόν στραβά; Δεν διαφωνώ με την κυβέρνηση Μπάιντεν για την απόσυρση των στρατευμάτων. Οι πόροι είναι περιορισμένοι, και αν δεν μπορέσαμε να νικήσουμε τους Ταλιμπάν με 100.000 στρατιώτες στο Αφγανιστάν, δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε με 3.000. Η διαφθορά και η έλλειψη βούλησης κατέστρεψαν τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας και δεν νομίζω ότι δώσαμε αρκετή προσοχή στη νομιμότητα και την αυθεντικότητα αυτών των δυνάμεων. Πολλοί Παστούν με τους οποίους μίλησα όλα αυτά τα χρόνια δεν συμπαθούσαν ούτε τους Ταλιμπάν ούτε την αφγανική κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον πίστευαν ότι οι Ταλιμπάν ήταν τίμιοι, αν και αμόρφωτα κτήνη. Έτσι, αν είχαμε μείνει άλλα δύο χρόνια, νομίζω ότι απλώς θα αναβάλλαμε το αναπόφευκτο. Σκέφτομαι το Βιετνάμ: Θα έπρεπε να είχαμε μείνει δύο επιπλέον χρόνια και να είχαμε φύγει το 1977; Μάλλον όχι.
Τούτου λεχθέντος, οι διοικήσεις Μπους, Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν έκαναν όλες λάθη που υπονόμευσαν τις προσδοκίες μας. Ήμουν ένας από τους πρώτους δημοσιογράφους που προειδοποίησαν (πριν από πολλά χρόνια) ότι χάνουμε έδαφος στο νότιο Αφγανιστάν, εν μέρει λόγω της διαφθοράς, και το τροπάριο που πάντα άκουγα ήταν: Ναι, έχουμε προβλήματα, αλλά σε ένα χρόνο περίπου ο αφγανικός στρατός θα είναι ισχυρός και θα μπορέσει να ανακαταλάβει τα εδάφη. Αυτό ήταν αυταπάτη. Και φυσικά οι Αφγανοί ηγέτες ήταν διεφθαρμένοι και δεν έδειχναν ηγετική ικανότητα, και το Πακιστάν βοηθούσε αθόρυβα τους Ταλιμπάν, και υπήρχε μια γενική αδυναμία – με εξαίρεση τα γενναία κορίτσια που διακινδύνευσαν τόσα πολλά για να πάνε σχολείο.
Έχω πάει στο Αφγανιστάν περισσότερες φορές από όσες μπορώ να απαριθμήσω, και συχνά εμπνεόμουν από τους ανθρώπους που έβλεπα να υπερασπίζονται την εκπαίδευση και τα δικαιώματα των γυναικών. Είναι μια θλιβερή, τρομακτική μέρα για μένα: Φοβάμαι για αυτούς τους ανθρώπους. Ελπίζω ότι ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα κάνει ό,τι μπορεί για να βγάλει από τη χώρα όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους που κινδυνεύουν. Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντα, η γαλλική πρεσβεία φυγάδευσε τους διπλωμάτες της – ακόμη και τον σκύλο του πρεσβευτή, αλλά άφησε πίσω τους Ρουαντανούς του προσωπικού να δολοφονηθούν- δεν θέλουμε να το επαναλάβουμε αυτό.