Μπορεί οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι να μην είχαν ποτέ την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα social media, αλλά σίγουρα θα είχαν πολλές χρήσιμες συμβουλές να δώσουν στους σημερινούς χρήστες της «σύγχρονης, εικονικής εκδοχής της αγοράς των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών», γράφει στο άρθρο του στο BBC ο Νέιθαν Νταφούρ, συγγραφέας, μουσικός και video artist με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Ο αρθρογράφος, που είναι κάτοχος διδακτορικού στην Κλασική Φιλολογία και συμμετέχει στο eco-rap ντουέτο Nate and Hila, ξεκινάει αναδεικνύοντας τις ομοιότητες ανάμεσα στην Αρχαία Αγορά και τη μοντέρνα εκδοχή της, τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Οι συγκεκριμένες πλατφόρμες, όπως εξηγεί ο Νταφούρ, του θυμίζουν έντονα τα αλλοτινά κέντρα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας των πόλεων της Αρχαίας Ελλάδας, όπου διεξάγονταν όχι μόνο αγοροπωλησίες προϊόντων, αλλά και ανταλλαγή ιδεών.
Ο ίδιος εξάλλου, ως δημιουργός μουσικών βίντεο και περιεχομένου με φιλοσοφικό περιεχόμενο (ένα από τα βασικά πεδία ενδιαφέροντός του) που μοιράζεται στα social media, αισθάνεται συχνά, χρησιμοποιώντας αυτές τις πλατφόρμες, ότι βρίσκεται σε μια «κεντρική πλατεία» και πουλάει τα πνευματικά του «εμπορεύματα». Η επίσκεψη όμως σε αυτήν την εικονική «πλατεία» μπορεί να είναι μια αγχωτική διαδικασία, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο. «Να αλληλεπιδράσω με αυτό το άτομο; Να αγοράσω αυτό το προϊόν; Να πιστέψω αυτήν την ιδέα; Και θα πιστέψει άραγε κανείς τις δικές μου;» είναι μερικά από τα έρωτήματα στο μυαλό ενός σύγχρονου χρήστη, σύμφωνα με τον αρθρογράφο.
«Από πολλές απόψεις, σε μια τέτοια σκηνή, δημόσια, πολύπλευρη και χαοτική, βρήκε για πρώτη φορά έκφραση η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Όταν ξεκίνησε η φιλοσοφία, ο γραπτός λόγος στον ελληνόφωνο κόσμο ήταν ακόμα στα σπάργανα, και έτσι οι ιδέες διακινούνταν αρχικά ως προφορικές παραστάσεις σε δημόσιους χώρους… Πολύ πριν οι φιλόσοφοι αρχίσουν να γράφουν βιβλία και μελέτες, οι σκέψεις τους έπρεπε να μεταδοθούν με τρόπο που θα μπορούσε να αιχμαλωτίσει την προσοχή του κοινού τους – υπήρχε ένα στοιχείο δημόσιας επίδειξης. Ο σημαντικός προσωκρατικός φιλόσοφος Ξενοφάνης παρουσίαζε τις ιδέες του στο πλαίσιο διαγωνισμών για ραψωδούς, όπου οι ποιητές διεκδικούσαν βραβεία και φήμη, ένα είδος φιλοσοφικών “μαχών ραπ”. Οι πρώτοι φιλόσοφοι είχαν αναπτύξει επίσης πολύ περίπλοκες δημόσιες περσόνες. Ο Εμπεδοκλής, που θεωρείται ότι εφηύρε την ιδέα των τεσσάρων κλασικών στοιχείων, εμφανιζόταν δημόσια με φανταχτερό στυλ, φορώντας πορφυρή χλαμύδα, χρυσή ζώνη, σανδάλια από χαλκό, και αυτοχαρακτηριζόταν ενσαρκωμένος θεός», εξηγεί ο αρθρογράφος.
Και συνεχίζει: «Αν αυτοί οι τρόποι παρουσίασης του εαυτού τους περιλάμβαναν τη δυνατότητα δημιουργίας βίντεο, θα είχαμε ενδεχομένως μερικούς πολύ viral φιλοσόφους. Ήταν, με τον τρόπο τους, κάτι παρεμφερές με τους σημερινούς δημιουργούς περιεχομένου και influencers, αφού η πνευματική τους εξουσία δεν εξαρτιόταν μόνο από τις ιδέες τους, αλλά και από την ευγλωττία τους και την προσωπολατρία που φρόντιζαν να καλλιεργούν γύρω τους».
Μήπως «τουίταρε» ο Σωκράτης;
Αναφερόμενος πιθανώς στον διασημότερο Αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, τον Σωκράτη, ο αρθρογράφος επισημαίνει ότι κατάφερε να διαδώσει τις ιδέες του χωρίς ποτέ να γράψει τίποτε απολύτως. «Ο Σωκράτης, όπως έχουμε μάθει, πραγματοποιούσε αυθόρμητες φιλοσοφικές συνομιλίες, συνήθως σε δημόσιους χώρους, στις οποίες αμφισβητούσε τη συμβατική σοφία πάνω σε διάφορα θέματα- προκαλώντας τους συμπολίτες του αλλά και την εξουσία, κάτι που είχε ατυχή κατάληξη για τον ίδιο. Η τέχνη του ήταν λεκτική, αλλά οι εκφράσεις του ήταν τόσο παροδικές όσο ένα tweet ή μια ανάρτηση, ένα ενάρετο τρολ στην ενότητα σχολίων της Αθηναϊκής πνευματικής ζωής. Τα επιτεύγματά του έφτασαν σε εμάς μέσα από τα γραπτά των μαθητών του, με πιο γνωστό τον Πλάτωνα. Με πολλούς τρόπους, αυτοί οι σωκρατικοί διάλογοι, οι οποίοι αποτελούν την πηγή ολόκληρης της φιλοσοφικής παράδοσης που ακολούθησε, θα μπορούσαν να διαβαστούν ως μυθοποιημένη βιογραφία ενός influencer καριέρας, η “Η Συλλογή των Twitter Threads του Σωκράτη», ίσως με ελεύθερη απόδοση, αλλά πιστή στο πνεύμα του δημιουργού», εξηγεί ο Νταφούρ.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «στην εποχή των κοινωνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, μπορεί να επιστρέφουμε σε μια κατάσταση όπου ο ισχυρισμός ενός στοχαστή ότι κατέχει τη σοφία εξαρτάται από την ικανότητά του να την εκφράσει παραστατικά, με την πρόσθετη προϋπόθεση να μπορεί να μετατρέψει αυτήν την παράσταση σε περιεχόμενο». Αυτό, όπως εξηγεί, το έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί διανοούμενοι του σήμερα που δραστηριοποιούνται στα social media, όπως ο ψυχολόγος/youtuber Τζόρνταν Πίτερσον και η ερευνήτρια/podcaster Μπρενέ Μπράουν, που έχουν χιλιάδες followers στις πλατφόρμες μέσω των οποίων διαδίδουν τις ιδέες τους. Χωρίς να αυτοχαρακτηρίζονται φιλόσοφοι, και οι δύο τοποθετούνται δημόσια για φιλοσοφικά ζητήματα, όπως η αρετή, η ευτυχία και ο σωστός τρόπος να ζει κανείς, ενώ η δημοφιλία και των δύο οφείλεται σε κάποιον βαθμό στο viral περιεχόμενό τους πάνω σε ορισμένα αμφιλεγόμενα θέματα, που τους κρατά στην επικαιρότητα μέσω της επανεμφάνισης αναρτήσεών τους, ή σχετικών βίντεο και meme.
«Ο Πλάτωνας ωστόσο αντιλαμβανόταν ότι (όπως αποδεικνύει και ο “πόλεμος πληροφοριών” του σήμερα) μπορεί να προκύψουν προβλήματα όταν η ανταγωνιστική παράσταση της σοφίας δεν διακρίνεται από την πραγματική κατοχή της. Τι κι αν είστε καλοί στο παιχνίδι της πληροφορίας, στο να διαλαλείτε την αξία των ιδεολογικών προϊόντων σας στην αγορά; Τι κι αν είστε καλοί στα κοινωνικά μέσα – σημαίνει αυτό ότι έχετε κάτι σημαντικό να πείτε; Η δημοτικότητα μπορεί να μετριέται με likes, αλλά η σοφία όχι. Γι’ αυτό εξάλλου ο Πλάτων είχε βαλθεί να διακρίνει τους αληθινούς φιλόσοφους, τους ειλικρινείς και γνήσιους εραστές της σοφίας, από τους σοφιστές, η φαινομενική σοφία των οποίων μπορεί να είναι απλή παράσταση διανοουμενισμού προς ίδιον όφελος. Αντιμέτωπος με αυτό που φαινόταν να είναι ο εκτροχιασμός μιας νέας μορφής διαλόγου, προσπάθησε να ξεχωρίσει τους καλούς influencers από τους κακούς».
Σύμφωνα με τις περιγραφές του Πλάτωνα – συνεχίζει ο αρθρογράφος – ο Σωκράτης δεν εντυπωσιαζόταν από την ηθικολογία. Και πιθανότατα θα ένιωθε το ίδιο για ορισμένους χρήστες των social media σήμερα, που εκλιπαρούν υποκριτικά τους άλλους να φέρονται με περισσότερο καλοσύνη και ήθος. «Όσο περισσότερη σιγουριά επιδεικνύει κάποιος στις αυτάρεσκες αναρτήσεις του, θα υποστήριζε ενδεχομένως ο Σωκράτης, τόσο τόσο πιο πιθανό είναι να αγνοεί την αλήθεια για τις δικές του ηθικές ελλείψεις».
«Αν όμως υιοθετήσουμε την άποψη ότι σχεδόν όλοι κάνουν λάθος και ότι οι περισσότεροι influencers είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης, πώς μπορουμε να φτάσουμε στο σωστό; Και αν, από την άλλη πλευρά, το περιεχόμενο κάποιου ατόμου εστιάζει όντως στην αναζήτηση και έκφραση της αντικειμενικής αλήθειας, το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι, πώς φτάνουμε σε αυτήν; Και υπάρχει όντως μια τέτοια αλήθεια;», διερωτάται ο αρθρογράφος.
Ο σχετικισμός του Πρωταγόρα και το… τρόλινγκ του Διογένη του κυνικού
«Ερωτήματα όπως αυτά ήταν παρόντα και στην πολιτιστική σκηνή του Πλάτωνα. Ο σοφιστής Πρωταγόρας λεγόταν ότι είχε ενστερνιστεί μια θεωρία “σχετικισμού”, που ουσιαστικά υποστήριζε ότι, δεδομένου ότι οι ατομικές μας αντιλήψεις διαφέρουν, καθένας περιορίζεται στη δική του υποκειμενική πραγματικότητα. Ένα σημερινό παράδειγμα αυτής της θεωρίας αποτελούν ορισμένες πτυχές της εμπειρίας στα social media, αφού καθένας μας περιηγείται μέσα σε έναν φαινομενικά απεριόριστο όγκο πληροφοριών, ωστόσο παραμένουμε πάντα μέσα στα όρια των προσωπικών μας “φυσαλίδων πληροφοριών”».
Στο άρθρο του που είναι γεμάτο παραλληλισμούς ανάμεσα στην σκηνή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και το σύγχρονο σύμπαν των social media, o Νταφούρ αναφέρεται και στον Διογένη τον Κυνικό (Διογένης ο Σινωπεύς). Ο Διογένης υποστήριζε ότι, εφόσον η αρετή ήταν ανέφικτη σχεδόν από όλους, ο σωστός ρόλος του φιλοσόφου δεν είναι να καθοδηγεί ή να ελέγχει την κοινωνία, αλλά να κρατά αποστάσεις από αυτήν και να τη γελοιοποιεί από το περιθώριο.
«Ο Διογένης ήταν ένα είδος φιλοσοφικού shock artist – ζούσε στο δρόμο, αφόδευε, ουρούσε και αυνανιζόταν δημόσια, και ασκούσε κριτική στους περαστικούς, είτε εκείνοι
ήταν απλοί συμπολίτες του ή πρόσωπα υψηλής κοινωνικής θέσης. Είναι η επιτομή του “τρολ” – αλίμονο στον Αθηναίο κάτω από την ανάρτηση του οποίου θα επέλεγε να σχολιάσει… Η κυνική φιλοσοφία του αντικατοπτρίζει μια άλλη διάσταση του διαλόγου στα social media: καλλιεργεί την αντιπαράθεση, την αιχμηρή σάτιρα και κριτική. Και ποιο καλύτερο μέρος για να βρει έκφραση ο κυνισμός, με την κλασική έννοια, από το Facebook, το Instagram, το Twitter και τις άλλες πλατφόρμες;» διερωτάται ο αρθρογράφος.
Και καταλήγει στον επίλογο του άρθρου του: «Η συνδεσιμότητα που βιώνουμε σήμερα αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή της καλύτερης προόδου μας και των χειρότερων δυσλειτουργιών μας, την προοπτική για αυτοκαταστροφή, αλλά και επιτυχία. Αυτό όμως ίσχυε πάντα για όλα τα μέρη δημόσιας συνάντησης, την πλατεία της πόλης μας, την αρχαία αγορά, τους χώρους συναθροίσεων, τις τοποθεσίες όπου συναντιόμαστε και γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον (από την καλή και την ανάποδη) και, μέσα από τους άλλους, γνωρίζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό».