Αν κάθε χειμώνας είναι δύσκολος στις κακοτράχαλες οροσειρές του Αφγανιστάν, ο φετινός, ο πρώτος μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία και την έξοδο των Δυτικών, προβλέπεται εφιαλτικός. Καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα του λιμού, και τα γειτονικά κράτη, όπως και η Δύση, ανησυχούν για το ενδεχόμενο νέων, μεγάλων προσφυγικών κυμάτων, ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι συγκάλεσε χθες διαδικτυακή σύνοδο κορυφής των 20 ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου για την αντιμετώπιση της επαπειλούμενης ανθρωπιστικής κρίσης.
Στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη συμμετείχε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, καθώς τα Ηνωμένα Εθνη διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαχείριση του ανθρωπιστικού προβλήματος, αφού πολλές χώρες δεν επιθυμούν, για την ώρα, να αποκαταστήσουν απευθείας επαφές με τους Ταλιμπάν, κάτι που θα τους προσέφερε πολιτική νομιμοποίηση. Τη Δευτέρα, ο Γκουτέρες προειδοποίησε τη διεθνή κοινότητα ότι τουλάχιστον 18 εκατομμύρια Αφγανοί, δηλαδή το μισό του πληθυσμού, απειλούνται άμεσα να πληγούν σκληρά, καθώς οι τράπεζες έχουν στεγνώσει από ρευστό, δημόσιοι υπάλληλοι μένουν απλήρωτοι και οι τιμές βασικών αγαθών καλπάζουν.
Ως τροχοπέδη στις προσπάθειες του G20 λειτουργούν οι έντονες αντιθέσεις μεταξύ ισχυρών μελών του αναφορικά με τη διαχείριση του αφγανικού προβλήματος. Η Κίνα πιέζει για την άρση των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι Δυτικοί στο Αφγανιστάν και για την απελευθέρωση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας που έχουν δεσμευθεί κατά κύριο λόγο από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Ωστόσο, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους επιμένουν να διατηρούν τον μοχλό της οικονομικής πίεσης στους Ταλιμπάν, επικαλούμενοι την ανάγκη να υπάρξουν στοιχειώδεις εγγυήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως των γυναικών. Αναζητώντας μέση λύση, ο Γκουτέρες ζήτησε να υπάρξει σοβαρή ένεση ρευστότητας στην αφγανική οικονομία, η οποία θα μπορούσε να παρακάμψει την κεντρική κυβέρνηση των Ταλιμπάν και να κατευθυνθεί απευθείας στους Αφγανούς που την έχουν ανάγκη.
Τη χθεσινή σύνοδο απασχόλησε και η αντιμετώπιση των νέων τρομοκρατικών απειλών στο έδαφος του Αφγανιστάν, κυρίως από την πλευρά του Ισλαμικού Κράτους. Η επίθεση εναντίον ιερού τεμένους σιιτών στην επαρχία Κουντούζ, που άφησε πίσω της νεκρούς 46 προσκυνητές, την περασμένη Παρασκευή, επιβεβαίωσε ότι η εξτρεμιστική οργάνωση, ορκισμένος εχθρός τόσο της Δύσης όσο και των Ταλιμπάν, αποτελεί διαρκή απειλή, όπως σημειώνει ανάλυση του πρακτορείου Associated Press.
Στο μεταξύ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι ο Αμάν Χαλίλ, Αφγανός διερμηνέας ο οποίος συμμετείχε σε αποστολή διάσωσης του Τζο Μπάιντεν το 2008, κατάφερε να διαφύγει, μαζί με την οικογένειά του, από τη χώρα, αφού κρυβόταν επί εβδομάδες από τους Ταλιμπάν. Ο τότε γερουσιαστής Τζο Μπάιντεν, μαζί με τους συναδέλφους του Τζον Κέρι και Τσακ Χάγκελ, επισκεπτόταν το Αφγανιστάν όταν το ελικόπτερο που τους μετέφερε έπεσε σε χιονοθύελλα και υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσγείωση 30 χιλιόμετρα μακριά από την αμερικανική βάση του Μπαγκράμ. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, ο Χαλίλ έστειλε επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο ζητώντας βοήθεια για να εγκαταλείψει, μαζί με τους οικείους του, το Αφγανιστάν. Οπως έγινε γνωστό, η οικογένεια Χαλίλ πέρασε παράνομα τα σύνορα με το Πακιστάν και μεταφέρθηκε αεροπορικά στην Ντόχα του Κατάρ, όπου περιμένουν τις αμερικανικές βίζες.