Εάν κάποιος ταξιδέψει με το αυτοκίνητο περίπου μία ή δύο ώρες έξω από το Πεκίνο και τη Σαγκάη, θα συναντήσει πολλές σύγχρονες κινεζικές πόλεις. Ωστόσο, θα παρατηρήσει ότι αυτές οι πόλεις είναι στην ουσία… άδειες.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την στιγμή, σε όλη την Κίνα υπάρχουν περίπου 65 εκατομμύρια κενά διαμερίσματα, ένας αριθμός ο οποίος είναι ικανός να φιλοξενήσει το σύνολο του πληθυσμού της Γαλλίας.
Ο συγκεκριμένος αριθμός δε, αντιστοιχεί στο 21% των διαθέσιμων κατοικιών . Εν ολίγοις, περισσότερο από το 1/5 των διαμερισμάτων στην Κίνα είναι… κλειστό.
Στη χώρα της Άπω Ανατολής, οι εν λόγω πόλεις ονομάζονται «φαντάσματα» και αποτελούν απόρροια της έκρηξης του real estate, η οποία έλαβε χώρα τα προηγούμενα χρόνια και η οποία στήριξε εν πολλοίς το αναπτυξιακό θαύμα της χώρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019, η αξία του κλάδου των ακινήτων αριθμούσε σε 52 τρισ. δολάρια και ήταν σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την αντίστοιχη των ΗΠΑ.
* South China Morning Post
Η πιο διάσημη πόλη – φάντασμα είναι το Ordos New Town ή αλλιώς το Kangbashi, το οποίο βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη Μογγολία.
Στις αρχές του 2000, οι κάτοικοι ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο. Από το 2016 και μετέπειτα, όμως, ξεκίνησε η ερήμωση, με τον πληθυσμό να μην υπερβαίνει τις 100.000.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το φαινόμενο των πόλεων – φαντάσματα είναι μοναδικό στην Κίνα, καθώς δεν πρόκειται για εγκαταλελειμμένες πόλεις, με παλαιές εγκαταστάσεις και κτίρια.
Αντίθετα, πρόκειται για σύγχρονες πόλεις, με σύγχρονα κτίρια και εγκαταστάσεις. Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
* South China Morning Post
Κάθε χρόνο, ενδεικτικά, η Κίνα κατασκευάζει 15 εκατ. νέες κατοικίες, ένας αριθμός πέντε φορές μεγαλύτερος σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη.
«Το πρόβλημα είναι ότι η Κίνα έχει υπερεκτιμήσει την προοπτική της αστικοποίησης του πληθυσμού. Πόσοι ακόμη θέλουν να μετακινηθούν από μια αγροτική περιοχή σε μια αστική περιοχή» διερωτάται ο Li Gan, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Αυτή την στιγμή, το 61% του πληθυσμού ζει στις πόλεις, όταν πριν από δύο δεκαετίες κυμαινόταν μόλις στο 35,8%.