Είμαι δάσκαλος με 33 χρόνια υπηρεσίας. Έχω σαν σπουδαστής της Ζ.Π.Α.Ι παρακολουθήσει την κατάργηση του Νόμου Περί δημοτικών σχολείων ΦΕΚ 11/3-3-1894 με το Ν.1304/1982 , ακολούθως τη μετέπειτα αναπλήρωσή του με το Π.∆. 340/1984 ,το Ν.1566/1985 και τις επόμενες προσπάθειες εισαγωγής εκπαιδευτικών αλλαγών και αξιολόγησης εκπαιδευτικού έργου-εκπαιδευτικών με αρκετές νομοθετικές ρυθμίσεις (Ν.2043/1992 * Ν. 2327/95 * Π.Δ 320/1992 * Ν. 2525/97 * Ν. 2986/2002 * Εγκ. Φ.353/2002 * Ν.3848/2010 * ΠΔ 152/2013 * Ν.4354/2015 * Ν.4489/2017 * Ν. 4547/2018 * Ν.4590/2019 * Ν.4962/2020 ) και τώρα με το Ν.4823/2021.
Οι παραπάνω Νόμοι ψηφίστηκαν σε δημοκρατική περίοδο από τη Βουλή των Ελλήνων αλλά τελικά δεν εφαρμόστηκαν στο κομμάτι της αξιολόγησης-αυτοαξιολόγησης. Λογικό παράδοξο, για τη δημοκρατική μας μεταπολίτευση.
Πώς εξηγείται από το 1974 μέχρι σήμερα, να υπάρχει αδυναμία πραγματικού διαλόγου εκπαιδευτικών-υπουργείου Παιδείας εν ονόματι της δημοκρατίας; Ποιός από τους δύο, περισσότερο, επιλέγει να μη βαδίσει μέχρι τη μέση της απόστασης για να συναντηθεί με τον άλλο;
Γιατί οι ομοσπονδίες μας επικέντρωναν το διάλογο κυρίως στα μισθολογικά -συνταξιοδοτικά και ελάχιστα σε προτάσεις για την εκπαιδευτική πράξη; Γιατί στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μας απαντάμε διαφορετικά απ’ ότι στις Γενικές μας Συνελεύσεις στις οποίες δεν πάμε οι περισσότεροι; Και πως συμβαίνουν αυτά όταν το διακύβευμα είναι το μέλλον μας, τα παιδιά μας; “Tο μέλλον των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων” είπε ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. ο Αριστοτέλης.
Σε μια ρήξη που χρονίζει δεν μπορεί αν φταίει μόνο ο ένας. Υπουργείο και εκπαιδευτικοί πρέπει να τα βρούμε. Με αμοιβαίες υποχωρήσεις , όπως ταιριάζει στη Δημοκρατία ,την οποία επικαλούμαστε και οι δύο.
Κι αν κάποιοι από εμάς τους εκπαιδευτικούς δε γνωρίζουμε να διαλεγόμαστε με όρους ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΎ διαλόγου, να στείλουμε εκπροσώπους μας που μπορούν, (1ο ) ούτε να τα αρνούνται όλα και (2ο) ούτε να τα δέχονται όλα, όσα προτείνει το υπουργείο Παιδείας, γιατί το 1ο ισοδυναμεί απολύτως στην πράξη με το 2ο .
Το υπουργείο θα πρέπει να έχει να αντιμετωπίσει μια σοβαρή ολοκληρωμένη πρόταση από εμάς, ώστε να οδηγηθεί και μη θέλοντας, στο να την δεχθεί τουλάχιστο κατά το ήμισυ, για να μπορεί νομιμοποιείται δημοκρατικά στην Κοινωνία, η οποία μ’ αυτά και μ’ αυτά, έχει παγιώσει πλειοψηφικά και δημοσκοπικά την άποψη ότι οι εκπαιδευτικοί μάλλον δεν θέλουμε να αξιολογούμαστε -χωρίς πειστικά επιχειρήματα- κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα , τουλάχιστον ως προς τη θέληση, για τους περισσότερους εκπαιδευτικούς της τάξης.
Μια καλή αρχή, στις συζητήσεις μεταξύ Υπουργείου Παιδείας -Εκπαιδευτικών θα ήταν οι εκπρόσωποι του υπουργείου να καταθέτουν συνοπτικότερες προτάσεις σε ευρωπαϊκό βέβαια πλαίσιο με ελληνικό όμως πρόσημο (όχι δηλ. κυρίως αντιγραφή συστημάτων-πρακτικών άλλων χωρών μη σταθμισμένων στην ελληνική πολιτισμική κουλτούρα και πραγματικότητα, ώστε να κατανοούνται έννοιες άγνωστες στην υπόλοιπη Ευρώπη όπως η ελληνική έννοια «φιλότιμο» ** η οποία διατρέχει και επηρεάζει κάθε ενέργεια και δράση αυτών που την κατανοούν, συνεπώς και την εκπαιδευτική καθημερινότητα) ανάμεσα στους εκπροσώπους μας στο διάλογο -εννοείται μόνο δημόσιο -με το υπουργείο να συμμετέχουν με ισότιμο λόγο και εκπαιδευτικοί της τάξης, χωρίς εξαρτήσεις.
Το βέβαιο είναι ότι
- δεν μπορεί να μην να υπάρξει αξιολόγηση (με ανθρώπινο πρόσωπο και διακριτούς ρόλους) του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών
- δεν μπορεί να μην τηρούνται όλοι οι Νόμοι του Κράτους, μέχρι να τροποποιηθούν ή να αλλάξουν, με δημοκρατικό αγώνα των πολιτών.
* Νίκος Κοτοπούλης, Διευθυντής 9ου Δημοτικού Σχολείου Πατρών, ΣΣ Γεώργιος Γλαράκης