Την εβδομάδα που διανύσαμε, πέντε μεγάλες κεντρικές τράπεζες πραγματοποίησαν τις τελευταίες συνεδριάσεις νομισματικής πολιτικής για το 2021, αναγνωρίζοντας την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων και καθιστώντας σαφές ότι είναι έτοιμες να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την ανάσχεσή τους. Μεταξύ αυτών, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αποφάσισε να διπλασιάσει τον μηνιαίο ρυθμό μείωσης των αγορών περιουσιακών στοιχείων (tapering), γεγονός που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, φέρνει πιο κοντά τον χρόνο έναρξης ενός νέου κύκλου αύξησης επιτοκίων. Οι αναθεωρημένες προβλέψεις των μελών της αρμόδιας επιτροπής για την πορεία των επιτοκίων υποδηλώνουν τρεις αυξήσεις των 25 μ.β. εκάστη το 2022 (έναντι συνολικής αύξησης περίπου 20 μ.β. τον Σεπτέμβριο), με την επίσημη ανακοίνωση να υποδηλώνει ότι, με τον πληθωρισμό να παραμένει πάνω από τον στόχο του 2,0% για αρκετό διάστημα, η επίτευξη της μέγιστης απασχόλησης είναι η μόνη προϋπόθεση που απομένει για την αύξηση των επιτοκίων.
Η μεγαλύτερη ίσως έκπληξη ήταν η Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ), η οποία, παρά την αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις της νέας μετάλλαξης του κορωνοϊού στην οικονομική δραστηριότητα, αποφάσισε να αυξήσει το βασικό επιτόκιο κατά 15 μ.β. στο 0,25%. Η ΒοΕ είναι η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα από το γκρουπ των G7 που προχωρεί σε αύξηση επιτοκίων εν μέσω πανδημίας, καθώς ο ήδη υψηλός πληθωρισμός και η συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, παρά τη λήξη του κυβερνητικού προγράμματος στήριξης της απασχόλησης από τις επιπτώσεις της πανδημίας τον Σεπτέμβριο, έχουν αυξήσει την ανησυχία για τον κίνδυνο διατήρησης υψηλού πληθωρισμού για διάστημα μεγαλύτερο από το αρχικώς προβλεπόμενο.
Την Πέμπτη είχαμε και την απόφαση της ΕΚΤ, η οποία έκρινε πως η πρόοδος που έχει σημειωθεί όσον αφορά την ανάκαμψη και τον μεσοπρόθεσμο στόχο για τον πληθωρισμό τής επιτρέπει τη σταδιακή μείωση του ρυθμού αγορών περιουσιακών στοιχείων τα επόμενα τρίμηνα, αφήνοντας όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο αναπροσαρμογής της πολιτικής της εάν τεθεί σε κίνδυνο ο στόχος της σταθερότητας των τιμών. Στις αγορές συναλλάγματος, ευνοημένη από την απόφαση της ΒοΕ, η στερλίνα ενισχύθηκε κυρίως έναντι του δολαρίου σημειώνοντας εκ νέου επίπεδα πάνω από το 1,33. Ανοδικά κινήθηκε και το ευρώ, καθώς ο ρυθμός αγορών από την ΕΚΤ μέσω του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (ΑΡΡ) τα αμέσως επόμενα τρίμηνα θεωρήθηκε μικρότερος από τον αναμενόμενο, με την ισοτιμία ευρώ/δολ. να ανέρχεται πάνω από το 1,1350 για πρώτη φορά από τις αρχές Δεκεμβρίου.