Με υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος θα πρέπει να μάθουν να ζουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που αποτυπώνονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού το τρίτο τρίμηνο του 2021, το οποίο έφερε την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη σε επίπεδα προ πανδημίας (αύξηση 3% σε σχέση με το 2020).
Αναλύοντας τις τιμές φυσικού αερίου βάσει των προθεσμιακών τιμών του ολλανδικού κόμβου ΤΤF, η έκθεση της Επιτροπής διαπιστώνει ότι «οι τυπικές τιμές δεκαετίας (στην περιοχή των 15-25 ευρώ/MWh) δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν στα επόμενα δύο-τρία χρόνια». Οσον αφορά μάλιστα τις τιμές λιανικής φυσικού αερίου, εκτιμά ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται περαιτέρω αύξηση, καθώς δεν έχουν μετακυλιστεί στην κατανάλωση οι υψηλές τιμές του τέταρτου τριμήνου 2021. Αντίστοιχα θα κινηθούν και οι τιμές ηλεκτρισμού, οι οποίες επηρεάζονται από τις τιμές φυσικού αερίου και τις τιμές των CO2, η μέση τιμή των οποίων διαμορφώθηκε στο τρίτο τρίμηνο στα 57 ευρώ/τόνος, σημειώνοντας ετήσια αύξηση 169%.
Η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη διαμορφώθηκε στα 105 ευρώ/MWh, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 211%. Ακριβότερη αγορά στο γ΄ τρίμηνο αναδείχθηκε η Ιρλανδία με μέση τιμή 157 ευρώ/MWh, δεύτερη το Ηνωμένο Βασίλειο με τιμή 152 ευρώ/MWh και τρίτη η Ιταλία με τιμή 125 ευρώ/MWh. Aκολουθεί η Ελλάδα με τιμή 119,4 ευρώ/MWh και οι χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου με λίγο πάνω από τα 118 ευρώ/MWh.
Τα στοιχεία της έκθεσης αποτυπώνουν και τις αδυναμίες του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος, το οποίο εμφανίζεται εξαιρετικά ευάλωτο στις διακυμάνσεις του εισαγόμενου φυσικού αερίου, λόγω αφενός της οριακής επάρκειας και αφετέρου του ακριβού μείγματος καυσίμου. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. στην οποία η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 24%, την ώρα που σε όλες τις άλλες χώρες μειώθηκε προς αντιστάθμιση του υψηλού κόστους και μάλιστα σε κάποιες με εντυπωσιακά ποσοστά, όπως στην Ολλανδία κατά 49%, στη Γαλλία κατά 46%, στη Γερμανία κατά 30% και στην Ισπανία κατά 21%. Επίσης, είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αύξηση λιγνιτικής παραγωγής, 53% σε επίπεδο έτους, μεταξύ των συνολικά έξι χωρών που αύξησαν την παραγωγή από άνθρακα.
Τα στοιχεία της έκθεσης αποτυπώνουν και τις αδυναμίες του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος.
Τα στοιχεία πιστοποιούν τα προβλήματα επάρκειας της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού και την υψηλή εξάρτησή της από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, που σε περιόδους κρίσης, όταν οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούν την παραγωγή των ΑΠΕ, καθιστούν απαραίτητη τη λιγνιτική παραγωγή, η οποία όμως, λόγω του εμπροσθοβαρούς προγράμματος απολιγνιτοποίησης της ΔΕΗ και της συνακόλουθης απαξίωσης των μονάδων, καθίσταται όλο και πιο ακριβή. Η αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα το γ΄ τρίμηνο κατά 13,4% (δεύτερη μεγαλύτερη πανευρωπαϊκά) «απαιτούσε πρακτικά όλες τις πηγές παραγωγής να συμβάλλουν στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας», σημειώνει η έκθεση της Επιτροπής σχολιάζοντας την αύξηση του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή κατά 24% και αναδεικνύοντας τα προβλήματα επάρκειας.
Η άνοδος των τιμών φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στην έκθεση, έχει αντιστρέψει τη μετάβαση από άνθρακα σε φυσικό αέριο, καθώς πολλές χώρες αντιστάθμισαν εν μέρει την παραγωγή φυσικού αερίου με άνθρακα και λιγνίτη, η συνολική παραγωγή των οποίων αυξήθηκε κατά 15%. Αντίθετα, κατά 18% μειώθηκε η παραγωγή από φυσικό αέριο, με συνέπεια να αυξηθεί κατά 1% και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξακολουθούσε να φτάνει στο 37%, ξεπερνώντας και πάλι τα ορυκτά καύσιμα (35%). Η Γερμανία αντιστάθμισε τη μείωση της παραγωγής από αέριο με την αύξηση του άνθρακα και του λιγνίτη, σε μικρότερο βαθμό των πυρηνικών, ενώ σημαντικά αυξήθηκε και η παραγωγή των υδροηλεκτρικών. Αντίστοιχα, στη Γαλλία η αύξηση της παραγόμενης ενέργειας κατά 17%, καθώς μειώθηκε η παραγωγή από φυσικό αέριο, αντισταθμίστηκε από την άνοδο της πυρηνικής ενέργειας και των υδροηλεκτρικών.
Ο λιγνίτης
Η Ελλάδα δεν διαθέτει την πολυτέλεια αντιστάθμισης της ακριβής παραγωγής φυσικού αερίου με άλλες πηγές, καθώς για να καλυφθεί η αυξανόμενη ζήτηση θα πρέπει να λειτουργούν όλες οι διαθέσιμες μονάδες. Το ελληνικό σύστημα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει και το πλεονέκτημα της χρήσης του λιγνίτη, η παραγωγή του οποίου σε άλλες χώρες κατέστη οικονομικότερη από αυτή του φυσικού αερίου, αφού το λειτουργικό κόστος των μονάδων της ΔΕΗ παρέμεινε υψηλό, αποτέλεσμα και της απαξίωσής τους ενόψει του προγράμματος απολιγνιτοποίησης. Αντιθέτως, χώρες όπως η Γερμανία, που έχουν προγραμματίσει απόσυρση των ανθρακικών μονάδων τους με ορίζοντα το 2038, αξιοποίησαν πλήρως το συγκυριακό πλεονέκτημα του «φθηνού» άνθρακα.