Rayan, δεν βγήκες νεκρός από το πηγάδι…

    Ημερομηνία:

    Του Ανδρέα Κότσιφα, Δικηγόρος Πατρών

    Είναι υγρές οι νύχτες στο Μαρόκο και κάνει κρύο. Οταν αναλυθεί ο ήλιος προς τα δυτικά, στα κράσπεδα του Ατλαντικού, το πέπλο απλώνεται βαθύσκιωτο. Πηχτό σκοτάδι ροκανίζει τα πάντα. Τα σώματα ριγούν, οι ώμοι βαραίνουν πιο πολύ, καθώς γέρνει η νύχτα στις επαρχίες του Μαγκρέμπ.

    Γλίστρησες ανεπαίσθητα, αόρατα. Δίχως θόρυβο. Οπως η ζωή σου μέχρι τώρα. Η γη της Αφρικής σε κατάπιε ολισθηρά. Ηταν μικρό το σώμα σου πολύ. Μικρό κι εύκαμπτο, ικανό να αρμόζει σε κάθε αγκαλιά, να τη γεμίζει. Την αγκαλιά της μάνας σου, του πατέρα σου, της αβέβαιης εποχής σου. Μα η τρύπα σε ρούφηξε αδυσώπητα. Και κατρακύλησες. Σίγουρα όχι προς μια παραμυθένια Χώρα των Θαυμάτων. Αλλά εκεί, σε καταγώγια ερεβώδη. Εκεί, που φοιτούν αρουραίοι και φύεται μόνο μούχλα. Το έδαφος, πορώδες, σου είχε στήσει ενέδρα. Έπεσες, δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς, πέντε χρονών παιδί ήσουν. Γιατί έβλεπες με τα μάτια της ψυχής, το αόρατο και μόνον. Μήπως ξεχάσαμε πώς βλέπουν τα παιδιά; Έπεσες…

    Πηχυαίοι τίτλοι κατέκλυσαν το στερέωμα. Αλλά τι σημασία έχουν οι διαστάσεις; Τι 30, τι 32, όσα κι αν ήσαν τα μέτρα μέχρι τον πάτο. Κατρακύλησες απαραμείωτα μέσα από την στενωπό. Το κορμάκι σου κεντήθηκε καθ’ οδόν από κάθε εξοχή του φρεατίου, γαζώθηκε από κάθε εξόγκωμα που βρήκε στο πέρασμά του. Ενα θλιβερό υφαντό, με κατάστικτες πληγές απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα ποδαράκια σου, τα χεράκια σου, το κεφαλάκι σου. Τι κι αν πόνεσες, τι κι αν υπέφερες, τι κι αν μάτωσες; Σάμπως σ’ άκουσε κανείς; Στην αρχή πιο δυνατά, αργότερα ολοένα και πιο ξέψυχο το μέταλλο της φωνής σου. Πού τα πρότερα γέλια κι οι παιδικές ιαχές; Τριάντα δύο μέτρα χοάνη, χάθηκες στα χωμάτινα, σκωληκόβρωτα σιφόνια του Μαγκρέμπ.

    Κι έπεσες, και γδάρθηκες, και μάτωσες, και χτύπησες, κι έσπασες, και ράγισες, και σκίστηκες. Αλλά και πάλι, τι; Το φρεάτιο σ’ απίθωσε στον πάτο του, εκεί όπου όλα καταλήγουν πάντα. Στον πάτο των πραγμάτων. Οι ώρες περνούσαν, οι μέρες περνούσαν, τα σύννεφα από πάνω σου περνούσαν, ο ουρανός σκοτείνιαζε και ξημέρωνε, επαναληπτικά. Μα εσύ στον πάτο, η φωνούλα σου όλο και πιο αδύναμη. Πώς να διαφύγει από τη βαρύτητα του πυθμένα; Εγκλωβισμένος μέσα στον αδυσώπητο μάρσιπο της στοάς, ανήμπορος, σφηνωμένος. Η φωνούλα σου όλο και εξασθενούσε, πόσο να ακουστεί πια; Πόσο να φωνάξει κάποιος, όταν δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, για να τον ακούσει πια; Κι αυτά τα πνευμόνια, πού να βρουν οξυγόνο, και δύναμη ν’ αντλήσουν, κι ελπίδα να φουσκώσουν, να τρανώσουν τη φωνή σου; Σκοτάδια, μούχλα κι υγρασία, παραπέρα οι αρουραίοι και τα σκουλήκια. Πάνω ο ουρανός, τριάντα δύο μέτρα και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Οσο κι αν άνοιξαν διάπλατα οι ίριδες των ματιών σου, το φως μακριά. Πολύ. Οπως πάντα, το φως μόνο για λίγους.

    Απιθώθηκες στον πάτο, σφήνωσες, δεν είχε νόημα να φωνάξεις πια. Και το κατάλαβες. Κι αφέθηκες, σε στάση εμβρυική. Πονεμένος, μόνος, πληγιασμένος. Οι πληγές σου, μοναδική παρέα σου στο σκοτάδι. Οσο και να κουκούβιζες, οι άνθρωποι, πάνω. Εσύ, εδώ. Στον πρόωρο τάφο σου, μια αναπάντεχη σαρκοφάγος. Οι ώρες, οι μέρες, ο χρόνος, η αιωνιότητα. Συγχωνευμένα όλα, δίχως εναλλαγές. Αίθουσα ατελείωτης αναμονής.

    Αφέθηκες να περιμένεις. Οπως κι εμείς εσένα, Rayan. Μόνο αυτό μας απέμεινε. Να σε περιμένουμε. Η μάνα, η γη επάνω. Ακόμα και τ’ αστέρια, να σε λούσουν ξανά. Σε περιμέναμε. Μακάρι να μπορούσες να ανοίξεις τα χέρια σου διάπλατα, να δώσεις μια στα χώματα γύρω σου, να τιναχτούν πέρα μακριά. Μα ένα νήπιο ήσουν μόνο, εκεί, στη γη του Μαρόκου.

    Υστερα ήρθε το νερό, το ήπιες άραγε; Κατέβηκε κι οξυγόνο, το ένιωσες; Κατάλαβες; Φόρεσες τη μάσκα; Για σένα ήταν όλα αυτά, Rayan, για να αντέξεις. Γιατί ερχόμασταν – ερχόμαστε – όλοι μας προς τα κάτω. Κοντά σου. Κάποιοι με στολές, κάποιοι με κράνη και φακούς στερεωμένους πάνω τους. Άλλοι στο εργοτάξιο παραδίπλα, οι υπόλοιποι στους κόμβους του Ιντερνετ, μίλια μακριά. Αλλά όσο και πιο μακριά, κάθε λεπτό και πιο κοντά. Ζυγώναμε. Μας ακούς; Ζυγώνουμε. Ακούς το τρυπάνι παραδίπλα; Κράτα γερά. Σιμώνει ο συνάνθρωπος. Παιδί μου!

    Σκύψαμε όλοι πάνω από την τρύπα της μαροκινής γης. Σωπάσαμε για λίγο, μπας κι ακούσουμε την ανάσα σου. Την καρδούλα σου να χτυπά. Σάλευες; Κουνιόσουν; Τώρα γιατί σταμάτησες; Αποκοιμήθηκες, άραγε; Ω, ξύπνα Rayan! Ξύπνα! Κοίτα προς την κάμερα. Είμαστε εδώ, όλοι. Θα τινάξουμε τα σκονισμένα σου μαλλάκια, θα τα χτενίσουμε ξανά. Εμείς, η ανθρωπότητα. Θα σου ξεσκονίσουμε τα κοντά παντελονάκια. Θα συνεχίσεις. Αυτό είναι το νόημα, η συνέχεια. Η αδιάκοπη συνέχεια. Η ακατάβλητη ζωή…

    Υστερα έγραψαν ότι σε έβγαλαν, χειροκροτήματα, φωνές. Ντελίριο, κάπως έτσι πρέπει να ακούγεται η ελπίδα στ’ αυτιά του Υπέρτατου Οντος. Θορυβώδης.

    Δεν σε είδαμε, τυλιγμένος, συνοδευόμενος. Τείχος από ένστολους μπρος και πίσω.

    Δεν σε είδαμε. Αργότερα, ήρθε το σκοτάδι το τελευταίο. Το οριστικό. Ξεψύχησες, έτσι ειπώθηκε. Εδώ, ή κάτω, τι σημασία έχει πια;
    Λάθος!

    Rayan, δεν βγήκες νεκρός από το πηγάδι. Rayan, δεν υπήρξες μόνο ένα hashtag στο διαδίκτυο. Rayan, δεν πέθανες ποτέ, κι ας το ανακοίνωσαν. Το φρεάτιο άνοιξε κι από μέσα ανάβλυσε, αΐδιο, ανέσπερο, το φως που φωτοβόλησες στα έγκατα της γης. Αυτό το ίδιο φως, που λαμπύρισε απ’ την απαντοχή σου, που συνδαυλίστηκε από το σθένος σου. Αντεξες, σιωπηλά, υπομονετικά, αξιοπρεπώς. Πέντε μέρες αγώνας, μάχη πέντε μερόνυχτα, συγχωνευμένα. Και τα σκοτάδια απέκρουσες, και το κρύο, αυτό της γης του Μαρόκου, τούτες τις θολές νύχτες του Φλεβάρη κάτω απ’ τη Μεσόγειο. Και τον πόνο δάμασες, και τις πληγές άντεξες. Μόνο νεκροί δεν τα κάνουν αυτά. Γιατί τη λάμπρυνες την υπόγεια στοά της Αφρικής. Εξακοντίζοντας τα σκοτάδια πέρα μακριά. Μακριά σου.

    Οι διασώστες τυφλώθηκαν καθώς πλησίαζαν στο σημείο σου, έσβησαν τους φακούς τους. Ακόμα και σε εμάς εδώ πάνω έφτασαν αχτίδες από το περίλαμπρο φως σου. Το είδαμε, μέσα από τις οθόνες των κινητών μας. Αυτό που ακτινοβόλησες, σιωπηλά, τόσες ώρες, τόσες μέρες, για τώρα και για πάντα.

    Κάθε φορά που χάνεται ένα παιδί, χάνεται ο Κόσμος όλος. Κι ύστερα, το σύμπαν ολόκληρο δεν έχει σημασία, κάθε φορά που χάνεται ένα παιδί.

    Σήκω, Rayan, σήκω! Ανοιξε τα ματάκια σου, γέλα μας, μίλα μας, τρέξε ξανά. Αλλά, σήκω. Μόνο αυτό. Κούμι…

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    ΣΥΝΤΑΓΗ: Φαγκρί στη λαδόκολλα

    Υλικά Μερίδες: 4 2 φαγκριά, από 1 κιλό το καθένα 400...

    Γκάρι Όλντμαν, ο μάστερ της οθόνης

    O Γκάρι Ολντμαν δεν υπήρξε ποτέ συνηθισμένος - ούτε ως άνθρωπος...

    Γαστρεντερίτιδα: Πού οφείλεται η έξαρση κρουσμάτων στη χώρα μας – 5 περιοχές στο μικροσκόπιο του ΕΟΔΥ

    Στο μικροσκόπιο ελληνικών και ευρωπαϊκών υγειονομικών αρχών είναι οι εξάρσεις γαστρεντερίτιδας που...

    Συνταγή από σεφ για «θεϊκές» ψητές πατάτες – Η απλή μέθοδος για υπέροχη γεύση και τραγανή υφή

    Ένας σεφ μοιράστηκε τη μυστική συνταγή του για τις...
    Best Shop