Η λαιμητόμος πρωτοεμφανίστηκε το 1792 στο Παρίσι ενώπιον ενθουσιώδους κοινού, καθώς θα λειτουργούσε ως θεία δίκη για τους δυνάστες του λαού μετά την επιτυχία της Γαλλικής Επανάστασης.
Αν και ο μηχανισμός της είναι ανατριχιαστικός και προσομοιάζει σε ένα βάρβαρο τρόπο θανατικής ποινής – αποκόπτοντας το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα – τα κίνητρα του γιατρού και πολιτικού Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν ήταν βαθιά ανθρωπιστικά. Το εφεύρημά του, η γκιλοτίνα, αποσκοπούσε σε έναν ακαριαίο, ανώδυνο θάνατο· – τι άλλο να προσδοκά ο καταδικασμένος την ύστατη στιγμή του;
Ο ρόλος της λαιμητόμου πάντως… παρεξηγήθηκε πολύ γρήγορα και ειδικά στην περίοδο «Τρομοκρατίας» της Γαλλικής Επανάστασης οι χειριστές της έπαθαν υπερκόπωση, καθώς εκεί κατέληξαν περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι μετά από δίκες – παρωδίες. Ήταν πρακτικά απολύτως πρωταγωνιστικός (σε πλήρη αντίθεση φυσικά με τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας που πρέσβευε η Γαλλική Επανάσταση) και η διαφήμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί γρήγορα σε πολλές άλλες χώρες.
Μία από αυτές ήταν και η Ελλάδα, στην οποία η γκιλοτίνα έφτασε ως δώρο του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας στον γιο του Όθωνα, όταν αυτός ανέβηκε στον ελληνικό θρόνο. Ήταν ένα μηχανικό όργανο γαλλικής τεχνολογίας, συλλεκτικής αξίας, αφού ήταν κατασκευής Guillotin (υπάρχει ακόμα καλοσυντηρημένη στο μοναδικό σε εκθέματα Εγκληματολογικό Μουσείο της Αθήνας).
Οι Βαυαροί θεωρούσαν ότι η γκιλοτίνα ήταν απαραίτητη για να τηρηθούν η πειθαρχία, ο νόμος και η τάξη σε μια χώρα που μόλις είχε συσταθεί και που η προσπάθεια για σταθεροποίηση και ευνομία είχε διαταραχθεί βιαίως με τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Η πρώτη «ελληνική» λαιμητόμος ήταν «μεταχειρισμένη» και έφτασε το 1833 με καράβι στο Ναύπλιο από τη Μασσαλία. Μαζί της ήρθαν και δύο Γάλλοι δήμιοι, που θα την χρησιμοποιούσαν έως ότου εκπαιδεύσουν τους μελλοντικούς «συναδέλφους» τους στον τρόπο λειτουργίας της.
Οι εκτελέσεις γίνονταν δημόσια με το σκεπτικό να παραδειγματιστούν οι εγκληματίες και να τρομοκρατηθούν οι εν δυνάμει μιμητές τους. Βάσει αυτού αποφασίστηκε να γίνονται οι εκτελέσεις στην περιοχή που κάθε φορά είχε διαπραχθεί το έγκλημα. Δεδομένου όμως ότι υπήρχε μόνο μία λαιμητόμος, οι δήμιοι έπρεπε να τη μεταφέρουν, συχνά με το πλοίο, ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε διάφορα μέρη της χώρας.
Αυτός ήταν ένας επιπλέον λόγος που στην Ελλάδα το εν λόγω μέσο εκτελέσεως δεν εξελήφθη ποτέ με τον τρόπο που προσδοκούσε ο εμπνευστής του. Ο τεμαχισμός του ανθρώπινου σώματος θεωρήθηκε εξ αρχής αποκρουστική και αποτρόπαια διαδικασία και ο ρόλος του δήμιου ο πλέον απεχθής στην ελληνική κοινωνία. Μόνο με την παρουσία ισχυρότατων αστυνομικών δυνάμεων ήταν δυνατό να προχωρήσει η καρατόμηση, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι πολίτες, που συγκεντρώνονταν στον τόπο εκτέλεσης, λιθοβολούσαν τον δήμιο και σε κάποιες περιπτώσεις αποπειράθηκαν να τον λιντσάρουν.
Στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, οι εκτελέσεις αποτελούσαν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός και ως εκ τούτου είχαν ιδιαίτερη απήχηση στο κοινό. Πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν τις πρώτες πρωινές ώρες για να παρακολουθήσουν τον αποκεφαλισμό του εγκληματία και στην πλειονότητα των περιπτώσεων να διαδηλώσουν, ρίχνοντας το «ανάθεμα» στους δημίους.
Υπήρχαν βέβαια και οι αμιγώς περίεργοι. Συχνά το ενδιαφέρον των ανθρώπων ήταν τόσο μεγάλο που νοίκιαζαν ακόμη και δωμάτια σε πλεονεκτικά σημεία για να έχουν πλήρη εποπτεία της μακάβριας διαδικασίας.
Λόγω της αντιμετώπισης που είχαν οι Γάλλοι εκτελεστές από την ελληνική κοινωνία, αναγκάστηκαν πολύ γρήγορα να εγκαταλείψουν τα καθήκοντά τους. Συγκεκριμένα μετά τον αποκεφαλισμό εννέα ληστών στο Μεσολόγγι – η θανατική ποινή για το αδίκημα της ληστείας θεωρήθηκε δικαίως από το λαό κατάφωρα άδικη και βάναυση – όπου οι αντιδράσεις από το παρευρισκόμενο πλήθος θύμισαν μικρή εξέγερση.
Οι μελλοθάνατοι αντιστάθηκαν σθεναρά και ο δήμιος τους κακοποίησε για να εκτελέσει το έργο του. Δεν μπόρεσε όμως να σηκώσει το βάρος της κατακραυγής – ενδεχομένως και των τύψεων – και κατόπιν αυτού οδηγήθηκε σε παραίτηση.
Η κάλυψη του πόστου που έμεινε κενό δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Αν και η ιδιότητα του εκτελεστή εξαρχής παρουσιάστηκε ως δημόσιο λειτούργημα με κανονική αμοιβή, κανένας πολίτης δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις για τη διαδοχή των Γάλλων. Έτσι, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να παίξει τα… ρέστα της, προσφέροντας «ανίερα» ανταλλάγματα. Αυτός που πήρε τη σκυτάλη ήταν ο αλβανικής καταγωγής και καταδικασμένος σε θάνατο για ληστείες, Χασάν Αρναούτ, με «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του την ελευθερία του!
Προτού φύγει από την Ελλάδα, ο προκάτοχός του εκπαιδεύει εντατικά τόσο αυτόν όσο και τον Αλγερινό βοηθό του. Έπειτα, οδηγείται υπό άκρα μυστικότητα και υπό αυστηρή στρατιωτική φρούρηση στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου παρουσία του υπουργού και του επιτρόπου της επικρατείας, δίνει τον προβλεπόμενο από το σχετικό πρωτόκολλο όρκο.
Η πρώτη δουλειά του Αρναούτ θα λάβει χώρα στο Άργος, όπου έχουν καταδικαστεί σε καρατόμηση τρεις ληστές. Οι ντόπιοι έχουν οργανώσει ένα σκηνικό «παραδειγματισμού» για τους ίδιους τους δημίους. Τους αποδοκιμάζουν εν χορώ και τους λιθοβολούν, στέλνοντας το μήνυμα για το πώς αντιμετωπίζουν κάποιον θανατοποινίτη που αποφάσισε να σώσει το τομάρι του εκτελώντας άλλους εγκληματίες. Ο Αρναούτ και ο βοηθός του οδηγούνται με στρατιωτική συνοδεία στο Ναύπλιο και κλείνονται στο Μπούρτζι, που από τότε καθορίζεται ως τόπος παραμονής τους. Πλέον, δεν τους επιτρέπεται η έξοδος, παρά μόνο για τις εκτελέσεις.
Οχτώ χρόνια μετά και αφού έχουν αποκεφαλίσει διάφορους καταδικασθέντες ανά την Ελλάδα, οι δύο εκτελεστές λαμβάνουν βασιλική χάρη και αφήνονται ελεύθεροι, έχοντας αποκομίσει και κάποιο καλό κομπόδεμα από την… έντιμη εργασία της «πιστής εφαρμογής του νόμου». Δεν πρόλαβαν ωστόσο να χαρούν ούτε για μία ημέρα την ελευθερία τους. Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα και η ενέδρα στήνεται με τυπικές διαδικασίες. Το επόμενο κιόλας πρωϊνό βρίσκονται σφαγμένοι έξω από το παραλιακό Καφενείο «Ποσειδών» του Ναυπλίου. Οι δράστες είχαν αφήσει επιδεικτικά πάνω τους τα χρήματα της αμοιβής τους. Έπρεπε να γίνει σαφές ότι δεν τους σκότωσαν εγκληματίες για να τους ληστέψουν…
Φυσικά δεν υπήρξε μάρτυρας που θα μπορούσε να βοηθήσει την αστυνομία στον εντοπισμό των αυτουργών. Κανείς, επίσης, δεν τόλμησε να αγγίξει τα φέροντα την τιμή του αίματος βαλάντια των δήμιων, τα οποία ρίχτηκαν στη θάλασσα μαζί με τα πτώματά τους.
Τον Αλβανό δήμιο και τον Αλγερινό βοηθό του διαδέχθηκαν προϊόντος του χρόνου άλλοι φυλακισμένοι θανατοποινίτες, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την υπόσχεση της αντικατάστασης της ποινής του θανάτου τους με ισόβια.
Το 1846 η κυβέρνηση ψήφισε συμπληρωματικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο η θανατική ποινή θα εκτελείτο πλέον και δια τουφεκισμού. Η καρατόμηση, ως τρόπος θανατικής ποινής, ατόνησε για χρόνια, επανήλθε όμως… δριμύτερη επί κυβερνήσεως Χαριλάου Τρικούπη το 1887. Τότε, ξεκινάει ουσιαστικά η δεύτερη φάση των εκτελέσεων (αφορούσε πια μόνο δολοφόνους) και μόνο εκείνη τη χρονιά ο αριθμός τους έφτασε τις 7. Με αυτόν τον τρόπο εκτελέστηκε και ο δολοφόνος του πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, Κώστας Γερακάρης, το 1906.
Ωστόσο η προσπάθεια να επεκταθεί η μέθοδος των αποκεφαλισμών ανά την επικράτεια οδήγησε ουσιαστικά και στην απόσυρσή της.
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα έφτασαν δύο νέες λαιμητόμοι στο Ναύπλιο, οι κάτοικοι τις έκαψαν. Κάπου εκεί μάλλον, οι υπεύθυνοι συνειδητοποίησαν ότι το μέτρο ουδόλως είχε παραδειγματίσει – μειώνοντας την εγκληματικότητα – απεναντίας μάλιστα πολλοί θανατοποινίτες αντιμετωπίζονταν ως ήρωες και η εκτέλεσή τους προσομοίαζε με τίτλο τιμής.
Από το 1913 αποκλειστικό «λόγο» στην εκτέλεση της θανατικής ποινής είχαν τα τουφέκια και το ξακουστό δίστιχο μεταξύ των φυλακισμένων («έχω μαλλιά για κρέμασμα, λαιμό για καρμανιόλα») θα περνούσε στη λαϊκή παράδοση ως υπενθύμιση μιας απολύτως αντιδημοφιλούς κυβερνητικής πρακτικής.