“Βρήκα τη μαμά νεκρή. Δεν μπορώ άλλο αυτή τη ζωή, θα πεθάνω και εγώ. Βασίλη, να είσαι δυνατός και να προσέχεις”. Αυτό το σημείωμα βρήκε δίπλα στο νεκρό σώμα της 16χρονης Κωνσταντίνας ο αδερφός της όταν γύρισε στο σπίτι τους τα μεσάνυχτα. Στο ίδιο σπίτι βρήκε νεκρή και τη μητέρα τους. Είχε αυτοκτονήσει προηγουμένως κι εκείνη. Το δικό της σημείωμα έγραφε: “Δεν μπορώ άλλο τη ζωή μου χωρίς τον μικρό μου τον Αλέξη. Θα σας βλέπω μαζί με τον Αλέξη από ψηλά. Σας ζητάω συγγνώμη…”.
Και οι δύο γυναίκες είχαν πιει εντομοκτόνο. Το περιστατικό αυτό συνέβη το 2010 και ήταν η συνέχεια σε μία τραγωδία που όλοι νόμιζαν ότι είχε τελειώσει. Μιας τραγωδίας που συνέβη τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 2006, όταν ο “Αλέξης” για τον οποίο μιλούσε το σημείωμα και τέσσερις ακόμη άνδρες θα έπεφταν νεκροί έξω από ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας.
Πρόκειται για τη ‘δολοφονία των πέντε κυνηγών στο Αγρίνιο’ όπως έμεινε γνωστή, η οποία συγκλόνισε την κοινή γνώμη για την αγριότητά της αλλά και για την ανύπαρκτη αφορμή που όπλισε τα χέρια του δράστη. Ο Αλέξης ήταν ένας από τους νεκρούς και οι γυναίκες που αυτοκτόνησαν ήταν η μητέρα του και η αδερφή του, οι οποίες δεν άντεξαν την απώλειά του.
Ήταν 25 Νοεμβρίου του 2006, όταν πέντε φίλοι και κυνηγοί, όλοι συγγενείς μεταξύ τους, ξεκίνησαν από ένα χωριό του Αγρινίου για να κυνηγήσουν λίγο έξω από ένα άλλο κοντινό χωριό, τα Kαλύβια. Επρόκειτο για τα αδέλφια Bασίλη, 23 ετών, και Xρήστο Nικολόπουλο, 21 ετών, και για τα πρώτα ξαδέρφια τους Λάμπρο Aντρέσσα, 33 ετών, Hλία Πίπα, 32 ετών, και Aλέξη Nικολόπουλο, 17 ετών.
Χωρίς να το γνωρίζουν, οι πέντε κυνηγοί βρίσκονταν μέσα στο βοσκοτόπι του 73χρονου Λυσίμαxου Φούκα, ενός “νταή” όπως θα τον αποκαλούσαν αργότερα οι συγχωριανοί του, και του 37χρονου γιου του, του Διονύση, “του καλύτερου παιδιού του χωριού”, όπως θα έλεγαν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Ένας κτηνοτρόφος της περιοχής θα προσέξει τους κυνηγούς, θα δει ότι βρίσκονταν κοντά στο βοσκότοπο του Φούκα. Σκέφτηκε ότι τα πρόβατά του μπορεί να φοβούνταν απ’ τους πυροβολισμούς, καθώς και ότι θα του χαλούσαν το τριφύλλι οι κυνηγοί με τις πατημασιές τους. Έτσι έτρεξε να τον ενημερώσει.
Ο πατέρας και ο γιος φόρτωσαν τις καραμπίνες στο αυτοκίνητο και πήγαν να δουν τι γίνεται. Δεν βρήκαν όμως κανέναν στο σημείο. Ο 73χρονος έκατσε για να κάνει κάποιες δουλειές και ο γιος έφυγε για να στήσει καρτέρι σε πουλιά. Τη στιγμή που έφευγε όμως ο γιος άκουσε έντονες λογομαχίες.
Γύρισε και είδε τον πατέρα του να μαλώνει με τους πέντε κυνηγούς γιατί -όπως είπε- πατούσαν πάνω σε φράχτες με κλαδιά που είχε φτιάξει για να μην του φεύγουν τα πρόβατα. Θεωρούσε ότι του τα κατέστρεφαν.
Πατέρας και γιος θα έλεγαν αργότερα ενώπιον του ανακριτή ότι οι κυνηγοί άρχισαν πρώτοι να τους βρίζουν και να τους απειλούν, με τον έναν από αυτούς να σηκώνει το όπλο του και να σημαδεύει τον γιο. Ο 37χρονος “φοβήθηκε ότι θα τον πυροβολήσουν” και άνοιξε πρώτος πυρ. Χρειάστηκαν μόλις μερικά λεπτά για να σκοτώσει και τους πέντε. Όπως καταλαβαίνεις, εκείνος και ο πατέρας του ήταν οι μόνοι μάρτυρες του περιστατικού που έμειναν ζωντανοί, οπότε δεν ξέρουμε ακριβώς τι είναι αλήθεια και τι όχι.
“Ένας απ’ αυτούς πήγε να μου πιάσει το χέρι κι εγώ τραβήχτηκα πίσω και ξεκρέμασα το όπλο μου”, είπε ο Διονύσης Φούκας. “Τότε με πυροβόλησε στα πόδια. Έτσι ξεκίνησε το κακό. Φοβήθηκα ότι θα μας σκότωναν και δεν ήξερα τι έκανα. Έριχνα σε όποιον έβλεπα μπροστά μου. Μακάρι να ήμουν εγώ στη θέση τους. Δεν θα γινόταν τίποτα εάν δεν με έβριζαν και δεν με πυροβολούσαν”.
Μετά το μακελειό, πατέρας και γιος διατήρησαν την ψυχραιμία τους και επέστρεψαν πίσω στο χωριό τους. Ο Διονύσης Φούκας είχε τραυματιστεί ελαφριά από σκάγια κάτω απ’ τη μασχάλη του, καθώς το ένα απ’ τα θύματα είχε κρυφτεί πίσω από θάμνους και προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανταποδώσει τα πυρά. Έβγαλε τα ματωμένα ρούχα του και τα πέταξε στον βόθρο του σπιτιού του. Έκανε μπάνιο και πήγε στο καφενείο της πλατείας του χωριού.
Ο πατέρας όμως του 17χρονου Αλέξη είχε ανησυχήσει και είχε αρχίσει να τους ψάχνει. Στις 5 το απόγευμα εκείνης της ημέρας έλαβε ένα τηλεφώνημα από το γιο του, όπου το μόνο που πρόλαβε να του πει ήταν “πατέρα…”. Και αυτό το τηλεφώνημα, όσο η ώρα περνούσε και ο γιος του δεν γυρνούσε -όπως και κανείς απ’ την παρέα- τον παραξένευε όλο και περισσότερο. Πήγε στην περιοχή που ήξερε ότι θα κυνηγούσαν για να τους αναζητήσει. Βρίσκει το αυτοκίνητό τους, βρίσκει και το κυνηγόσκυλο που είχαν μαζί τους και όσο προχωρούσε άρχισε να πέφτει πάνω στα πτώματα. Τελευταίο βρήκε εκείνο του γιου του. Ήταν περίπου στα εκατό μέτρα από εκείνα των υπολοίπων, κάτι που σήμαινε ότι προσπάθησε να ξεφύγει. Δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να φτάσει πολύ μακριά.
Η περιοχή γέμισε αμέσως από περίεργους κατοίκους και δημοσιογράφους. Η αστυνομία άρχισε να παίρνει καταθέσεις για να μάθει τι έχει συμβεί. Αρχικά πίστευαν ότι οι κυνηγοί ίσως άθελά τους να είχαν δει κάποια παράνομη δοσοληψία, κάποιο νταλαβέρι μεταξύ συμμοριών και να τους εκτέλεσαν για να τους κλείσουν τα στόματα. Άλλωστε, τα πτώματά τους έφεραν τη χαριστική βολή, αυτήν που χαρακτηρίζει τους επαγγελματίες. Βλέπεις, ο Διονύσης Φούκας για να βεβαιωθεί ότι είχαν πεθάνει όλοι, τους ξαναπυροβόλησε όσο βρίσκονταν πεσμένοι στο έδαφος.
Σε αυτό το συγκλονιστικό βίντεο μιλάει ο ίδιος ο δολοφόνος, ατάραχος, στους δημοσιογράφους, ως δήθεν ένας αθώος κάτοικος, που τη στιγμή του φονικού ήταν στο σπίτι του.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση ήταν και εκείνος ο κτηνοτρόφος που είχε ενημερώσει πατέρα και γιο ότι κάποιοι κυνηγοί είναι κοντά στο μαντρί τους. Θα μοιραστεί αυτην την πληροφορία με τους αστυνομικούς. Όταν θα κληθούν κι εκείνοι να δώσουν κατάθεση, τρεις μέρες μετά το φονικό, θα τα μπερδέψουν και στο τέλος θα σπάσουν και θα τα ομολογήσουν όλα.
Ο καθένας προσπαθούσε να πάρει την ευθύνη πάνω του. Οι αστυνομικοί όμως κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εκείνος που σήκωσε το όπλο ήταν ο Διονύσης Φούκας και ηθικός αυτουργός ο πατέρας του.
Το χωριό θα πέσει απ’ τα σύννεφα -όπως συμβαίνει πάντα. Βέβαια, ο 73χρονος είχε τη φήμη του “μάγκα”, του “καβγατζή”, αλλά δεν περίμεναν ότι θα μπλεκόταν ποτέ σε κάτι τέτοιο. Όταν ήταν νέος είχε μαχαιρώσει κάποιον για τα πρόβατα και -όπως είπαν- “στα πανηγύρια πυροβολούσε τις λάμπες και γελούσε”. Θα πουν επίσης ότι ήταν κακός σύζυγος και πατέρας, ότι καταπίεζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Για τον δολοφόνο όμως θα πουν τα καλύτερα και στην ελληνική κοινωνία αυτό σημαίνει ότι ήταν ένα “παιδί που νήστευε, που κοινωνούσε τακτικά”, ένας άνθρωπος ”χαμηλών τόνων” που βοηθούσε τους πάντες. Είπαν ότι ετοιμαζόταν να παντρευτεί και ότι στήριζε οικονομικά την χωρισμένη αδελφή του, η οποία ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί με τη μικρή της κόρη.
“Δεν είχα πρόθεση να κάνω κακό”, είπε ο Διονύσης Φούκας στη δίκη που έγινε τον Μάρτιο του 2008 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αιγίου. “Ούτε ο πατέρας μου με ενθάρρυνε, κατηγορείται άδικα. Βρισκόμουν εν βρασμώ ψυχής και αυτό δεν αποτελεί ελαφρυντικό. Από την πρώτη στιγμή το είχα πάρει απόφαση να αυτοκτονήσω, αλλά δεν είχα το κουράγιο. Δεν θέλω τίποτα λιγότερο από ισόβια”.
Ένα χρόνο πριν, ενώ βρισκόταν ήδη στη φυλακή, είχε ακόμη πει: “Είμαι ένοχος. Σκότωσα πέντε ανθρώπους και πρέπει να τιμωρηθώ χωρίς ελαφρυντικά. Σκέφτομαι ξανά και ξανά εκείνη τη διαβολεμένη στιγμή και δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Εκείνη την ώρα δεν ήταν ο Διονύσης, ήταν ο ‘έξω από εδώ’”.
Και οι δυο τους καταδικάστηκαν σε 5 φορές ισόβια.