Στη «χρυσή αρπαγή» των θυρίδων της τράπεζας του Ψυχικού, οι εξελίξεις έναν και πλέον χρόνο μετά την εξιχνίαση της υπόθεσης τρέχουν με γοργούς ρυθμούς. Ο κατηγορούμενος Βασίλης Γκουρούσης αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους, εν αναμονή της δίκης, όμως σημαντική πρόοδο σημειώνουν και οι έρευνες από το κυνήγι του χαμένου θησαυρού.
Γιατί, 20 μήνες μετά το «ξάφρισμα» των τεσσάρων θυρίδων και ενώ μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί το παραμικρό από τα πανάκριβα κοσμήματα, ρολόγια αλλά και μετρητά, πληροφορίες αναφέρουν ότι μέσα στον επόμενο μήνα αναμένονται εξελίξεις και μάλιστα σημαντικές. Κάτι που αναμένεται να τρέξει δικαστικά και το κομμάτι των αποζημιώσεων που διεκδικούν οι ενοικιαστές των τεσσάρων θυρίδων από το συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα. Ο Ιούνιος, λένε όσοι έχουν άριστη γνώση των ερευνών, θα είναι ο μήνας των εξελίξεων.
Από τη μία, θα βρεθεί η άκρη για τον εντοπισμό του κλεμμένου θησαυρού και, από την άλλη, θα ξεκινήσει η δικαστική διαμάχη για τις αποζημιώσεις. Το «ΘΕΜΑ» αποκαλύπτει την αίτηση αποφυλάκισης του 59χρονου κατηγορούμενου για τη μεγάλη αρπαγή, μέσα από την οποία ξεδιπλώνεται όλη η υπερασπιστική του τακτική, καθώς αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση, την απόφαση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών που κάνει δεκτό το αίτημά του, αλλά και τα νέα στοιχεία που δείχνουν τον δρόμο για τον κλεμμένο θησαυρό. Συγκεκριμένα, αναμένεται η απάντηση των ολλανδικών και γερμανικών αρχών ασφαλείας στο αίτημα που κατέθεσε η Αστυνομία για έρευνα σε συγκεκριμένους χώρους, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι εκεί έχει καταλήξει ένα μέρος του κλεμμένου θησαυρού.
Οι κοινές επισκέψεις
Στην αίτηση αποφυλάκισης, ο 59χρονος επιχειρηματίας κάνει μια αναφορά στο χρονικό της υπόθεσης καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «Η κύρια ανάκριση συμπληρώνει 13 μήνες, διάστημα ιδιαίτερα εκτενές χωρίς να έχει προκύψει ουδέν επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος μου, ούτε ενισχυτικό της κατηγορίας.
Αντιθέτως, από το σύνολο των δεδομένων και αναλύσεων προκύπτει ξεκάθαρα ότι το μοναδικό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται η εις βάρος μου κατηγορία, και δη η ταυτοποίηση του βιολογικού μου υλικού, παρουσιάζει σοβαρότατα προβλήματα ως προς την αποδεικτική του αξιοποίηση και αξιολόγηση. Η κατηγορία εις βάρος μου στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ταυτοποίηση βιολογικού μου υλικού σε συλλεγέν μεικτό δείγμα ενός πλαστικού κουτιού που -θεωρητικά- ανευρέθη, χωρίς όμως να κατασχεθεί στην 406000014 θυρίδα.
Στο ίδιο υποκατάστημα η οικογένειά μου διατηρεί ομοίως τραπεζική θυρίδα στην οποία έχω νομίμως πρόσβαση». Σε αυτό το σημείο ο κατηγορούμενος αναφέρεται και στην έκθεση που συνέταξε ο τεχνικός του σύμβουλος γενετιστής Γεώργιος Φιτσιάλος, όπου αναφέρεται ότι η ποσότητα του βιολογικού υλικού ήταν ιδιαίτερα μικρή και ακόμα πιο μικρή του DNA του Γκουρούση: «Οταν η ποσότητα που απομονώνεται από ένα πειστήριο είναι πολύ χαμηλή, τότε τα αποτελέσματα των αναλύσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται “πηγής”, δηλαδή σε ποιον ανήκει το DNA αλλά σε “επίπεδο ενέργειας”, δηλαδή πώς βρέθηκε εκεί, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει μεταφερθεί στη σκηνή ενός εγκλήματος μέσω μιας ενδιάμεσης επιφάνειας ή ατόμου, ή να προϋπήρχε στον χώρο».
Μάλιστα στην αίτησή του περιγράφει και τον τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως να μεταφέρθηκε το DNA του στο εσωτερικό της θυρίδας μιας εκ των θυμάτων, παρουσιάζοντας τις επισκέψεις που έκαναν στο θησαυροφυλάκιο με την ενοικιάστρια, πολλές εκ των οποίων συμπίπτουν. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Το πλέον σημαντικό στοιχείο που προκύπτει σε αντιπαραβολή των επισκέψεών μου με τις επισκέψεις ιδιοκτήτριας της συγκεκριμένης θυρίδας [σ.σ.: αναφέρει το όνομά της] είναι ότι τουλάχιστον δύο φορές σε δύο επισκέψεις η παθούσα επισκέφθηκε το θησαυροφυλάκιο όχι απλά σε κοντινό χρονικό διάστημα με μένα ώστε να δικαιολογείται η πιθανότητα μεταφοράς βιολογικού υλικού από την ίδια, αλλά ακριβώς μετά από μένα. Συγκεκριμένα, την 13/12/18 επισκέφθηκα την θυρίδα μου την 13:46 και η παθούσα 13:57. Την 28/11/19 επισκέφθηκα την θυρίδα στις 13:37 ως τελευταίος ή προτελευταίος πελάτης και η παθούσα την επόμενη ημέρα στις 08:12 ως πρώτη πελάτισσα».
Γιατί αποφυλακίστηκε
Την περασμένη Δευτέρα, ο 12ος ανακριτής αποφασίζει την αποφυλάκιση του Βασίλη Γκουρούση με δύο όρους: την εμφάνισή του κάθε 1η, 10η και 20ή του μήνα στο Τμήμα της περιοχής του και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Σύμφωνα με το σκεπτικό: «Με βάση τα στοιχεία που συνελέγησαν κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης, τα οποία δεν έχουν ανατραπεί, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την κακουργηματική πράξη, που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Ενδείξεις που προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα συνημμένα στη δικογραφία λοιπά έγγραφα.
Ωστόσο, πέραν της υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής του:
α) ο αιτών κατηγορούμενος έχει γνωστή διαμονή στη χώρα,
β) από τα στοιχεία της ανακριτικής δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή ότι κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος, ούτε ότι κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, με συνέπεια να μη δύναται να στοιχειοθετηθεί σκοπός φυγής του και
γ) δεν έχει καταδικαστεί για ομοειδείς πράξεις. Μετά ταύτα, φρονούμε ότι η διατήρηση της προσωρινής κράτησης δεν θεωρείται πλέον αναγκαία για την αποτροπή τελέσεως νέων αξιόποινων πράξεων (αφού το χρονικό διάστημα για το οποίο παρέμεινε προσωρινά κρατούμενος κρίνεται ικανό προς σωφρονισμό στο παρόν στάδιο), την εξασφάλιση της παρουσίας του ενώπιον των δικαστικών αρχών και την υποβολή του στην εκτέλεση τυχόν καταδικαστικής αποφάσεως». Μέσα από τη δικογραφία ξετυλίγεται το μυθιστορηματικό χρονικό μιας υπόθεσης που η Ασφάλεια Αττικής κατάφερε να εξιχνιάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μοναδικό πλέον σκοτεινό σημείο, ο χαμένος «θησαυρός», καθώς από την πρώτη θυρίδα έκαναν φτερά χρήματα, κοσμήματα και ρολόγια συνολικής αξίας άνω των 3 εκατ. ευρώ, από τη δεύτερη 1 εκατ. ευρώ σε μετρητά, πανάκριβα κοσμήματα και ρολόγια και 15 χρυσές λίρες, από την τρίτη, χρήματα, κοσμήματα, ρολόγια και συλλεκτικά χρυσά νομίσματα Ολυμπιακών Αγώνων άνω του 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ από την τελευταία, χρυσές λίρες, κοσμήματα και ρολόγια, η αξία των οποίων ξεπερνά κατά πολύ το 1,5 εκατομμύριο.