Την πολιτική και κοινωνική συζήτηση των επόμενων μηνών και ετών στις ΗΠΑ, ίσως και δεκαετιών, όρισε το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφασή του να άρει την απαγόρευση των αμβλώσεων, εναποθέτοντας τις αποφάσεις για την ρύθμιση στις Πολιτείες.
Η απόφαση, ωστόσο, προχωρά πολύ πέρα από το ξήλωμα της απόφασης Roe v Wade του 1973. Ήδη ένας από τους δικαστές, ο συντηρητικός Κλάρενς Τόμας θέτει το πλαίσιο και για άλλες επενεξετάσεις, που σχετίζονται με την αντισύλληψη ως και τον γάμο των ομοφυλοφίλων.
Είναι -ως τώρα-ένας μόνο δικαστής που θέτει επί τάπητος αυτά που επιδιώκει εδώ και δεκαετίες η Δεξιά στις ΗΠΑ. Αλλά σε ένα Ανώτατο Δικαστήριο που υπερτερούν οι συντηρητικοί, εκ των οποίων τρεις διορίστηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ (που σήμερα επιχαίρει και μιλά για «θέλημα Θεού»), και με μέρος της κοινωνίας δικαιωμένο από τη σημερινή απόφαση, οι ισορροπίες δεν είναι διόλου απίθανο να ανατραπούν.
Το αίσθημα πάντως ότι η απόφαση θα ορίσει το μέλλον των ΗΠΑ σε πολλά επίπεδα το μοιράζονται και οι δύο πλευρές της διαμάχης, αν και βέβαια το εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, όπως και άλλοι πολιτικοί των Δημοκρατικών, περιέγραψαν με μελανά χρώματα ένα μέλλον όπου οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας δεν θα μπορούν να ορίζουν τη ζωή τους όπως την θέλουν –θα μεγαλώνουν το παιδί του βιαστή τους, είπε ο Τζο Μπάιντεν. Αφήνουν να εννοηθεί ότι η απόφαση θα ανοίξει την όρεξη στη συντηρητική Δεξιά στις ΗΠΑ να επιτεθεί ακόμη πιο συστηματικά σε δικαιώματα, όπως ο γάμος των ομοφύλων.
Και, τέλος, συστήνουν, όπως κάνει η Μισέλ Ομπάμα, την προσφυγή στον ακτιβισμό σαν μέσο αγώνα. Μαζί τους συντάσσονται και ξένοι ηγέτες, πολιτικοί και φορείς που ο ένας μετά τον άλλο εκτιμούν ότι η απόφαση συνιστά οπισθοδρόμηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις ΗΠΑ.
Από την πλευρά τους οι υπέρμαχοι των απαγορεύσεων αισθάνονται και αυτοί δικαιωμένοι για τον -όπως λένε- αγώνα 50 ετών να καταργηθεί η Roe v Wade. Αν και δεν μιλούν ανοιχτά για τα επόμενα βήματα, τώρα θεωρούν ότι έχουν στα χέρια ένα πολύ ισχυρό νομικό όπλο και μια ευνοϊκή πλειοψηφία στο Δικαστήριο, όχι πάντως στην κοινή γνώμη, η οποία τασσόταν καθαρά υπέρ του δικαιώματος (περίπου 60% έναντι 40% κατά σε πρόσφατη δημοσκόπηση).
Οι «προφητείες» του δικαστή Τόμας
«Στα μελλοντικά θέματα» που αφορούν την ιδιωτική ζωή «θα έπρεπε επίσης να επανεξετάσουμε όλη τη νομολογία», γράφει ο Τόμας στα προσωπικά σχόλιά του που συνοδεύουν την ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Ο δικαστής αναφέρεται σε τρεις αποφάσεις: την «Γκρίσγουολντ εναντίον Κονέκτικατ» του 1965, που αφορά το δικαίωμα στην αντισύλληψη, τη «Λόρενς εναντίον Τέξας» του 2003 που καθιστά αντισυνταγματικούς τους νόμους οι οποίοι ποινικοποιούν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου και την «Ομπεργκέφελ εναντίον Χότζις», του 2015, που εγγυάται τον γάμο για όλους. Η τελευταία απόφαση συνιστά τον κύριο στόχο της θρησκευόμενης Δεξιάς στις ΗΠΑ.
Ο Τόμας θεωρεί ότι αυτές οι νομολογίες στηρίζονται στο ίδιο άρθρο του Συντάγματος με εκείνην που προστάτευε μέχρι σήμερα το δικαίωμα στην άμβλωση. Το Δικαστήριο «έχει καθήκον να διορθώσει το λάθος» που έγινε με την υιοθέτησή τους, πρόσθεσε. Θα πρέπει επίσης να αναλυθεί εάν άλλα άρθρα του Συντάγματος «προστατεύουν τα μυριάδες δικαιώματα» που «παρήχθησαν» κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον δικαστή.
Τι αποφάσισε το Δικαστήριο
Στην πολυαναμενόμενη απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ανέτρεψε την παλαιότερη ετυμηγορία του, την απόφαση Roe v Wade από το 1973, η οποία επέτρεπε τις αμβλώσεις. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 36 εκατ. γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας χάνουν το δικαιώμα.
Εξι από τους εννέα δικαστές ψήφισαν υπέρ της απαγόρευσης (Ρόμπερτς, Άλιτο, Τόμας, Κάβανο, Μπάρετ, Γκόρσατς) – οι τρεις τελευταίοι είχαν διοριστεί από τον Ντόναλντ Τραμπ. Κατά ψήφισαν οι δικαστές Σοτομαγόρ, Κέιγκαν, Μπρέγερ.
Στις αρχές Μαΐου είχε διαρρεύσει το προσχέδιο απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο έδειχνε ότι το Δικαστήριο, στο οποίο πλειοψηφούν οι συντηρητικούς δικαστές, θα ακύρωνε την απόφαση του 1973. Η πρωτοφανής στην ιστορία του θεσμού διαρροή προκάλεσε κινητοποιήσεις, αλλά ήταν αργά.
Αφορμή για την ιστορική ανατροπή ήταν η υπόθεση Dobbs v Jackson Women’s Health Organization, η οποία αφορά την απαγόρευση που έθεσε η Πολιτεία του Μισισίπι η οποία απαγορεύει τις αμβλώσεις μετά τις 15 εβδομάδες. Το Δικαστήριο δικαίωσε την Πολιτεία, βάζοντας τέλος στο συνταγματικό δικαίωμα.
Οι Πολιτείες θα μπορούν πλέον να απαγορεύουν τη διαδικασία. «Το Σύνταγμα δεν εκχωρεί το δικαίωμα σε άμβλωση», αναφέρει η απόφαση που προσθέτει ότι «η εξουσία για τη ρύθμιση των αμβλώσεων πρέπει να επιτρέψει στον λαό και τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του».
Η μετάθεση της ευθύνης στις Πολιτείες θα αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα. Σε κάποιες από τις Πολιτείες, όπως η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Γουισκόνσιν, όπου οι απόψεις είναι σχεδόν διχασμένες, η λύση θα δοθεί με τις τοπικές εκλογές. Σε άλλες θα ανοίξει ένας νέος κύκλος νομικών μαχών όπως για παράδειγμα αν οι γυναίκες θα μπορούν να ταξιδεύουν σε Πολιτείες όπου η διαδικασία επιτρέπεται ή αν θα μπορούν να παραγγέλνουν ταχυδρομικά φαρμακευτική αγωγή για τις αμβλώσεις.
Οι Πολιτείες που ήταν «έτοιμες από καιρό» για την ημέρα της απόφασης ήταν 13: Αϊντάχο, Αρκάνσας, Βόρεια Ντακότα, Γιούτα, Γουαϊόμινγκ, Κεντάκι, Λουϊζιάνα, Μισισίπι, Μιζούρι, Νότια Ντακότα, Οκλαχόμα, Τέξας, Τενεσί.
Τι όριζε η απόφαση του 1973
Η απόφαση του 1973, τότε με 7 υπέρ και 2 ψήφους κατά, κατοχύρωσε το δικαίωμα των γυναικών σε μια νόμιμη -και ιατρικά ασφαλή- διαδικασία. Επέτρεπε, για την ακρίβεια, τις αμβλώσεις στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, αλλά επέτρεπε και περιορισμούς στο δεύτερο και απαγορεύσεις στο τρίτο τρίμηνο.
Στην πράξη καταργούσε τους νόμους αρκετών πολιτειών οι οποίες απαγόρευαν τις αμβλώσεις. Το Δικαστήριο είχε αποφασίσει τότε δεν μπορεί να απαγορεύσει τις αμβλώσεις πριν από τις 28 εβδομάδες κύησης, οι οποίες ήταν τότε το όριο βιωσιμότητας, δηλαδή το όριο μετά το οποίο μπορεί να επιβιώσει ένα νεογνό αν γεννηθεί πρόωρα (σήμερα, με τις προόδους της ιατρικής το όριο μπορεί να είναι και 23 εβδομάδες).
Αλλά στην πορεία το Δικαστήριο, με νεότερες αποφάσεις του διεύρυνε τη δυνατότητα των Πολιτειών να θεσπίσουν περιορισμούς. Το ερώτημα ήταν, πάντως, πόσο μακριά θα μπορούσαν να πάνε οι περιορισμοί και πολλές Πολιτείες το εκμεταλλεύτηκαν όσο περισσότερο μπορούσαν.