Μια παλιά, ρετρό φωτογραφία στο Facebook group «Patras Memories – Αναμνήσεις απ’ την παλιά Πάτρα» στάθηκε αφορμή για να μάθουμε την πιο συγκινητική και τρυφερή ιστορία αγάπης.
Η Αγγελική Στρατηγού ήταν Ελληνίδα και ο Λουίτζι Ιταλός στρατιώτης που έφτασε στην Πάτρα το 1941. Νεαροί και οι δύο, γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Ο Λουίτζι ορκίστηκε ότι θα επιστρέψει, θα παντρευτεί την Αγγελική και θα ζήσουν για πάντα μαζί.
Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Χάθηκαν, όμως, η βοήθεια της τύχης τους έφερε ξανά μαζί, 57 ολόκληρα χρόνια μετά με γλυκόπικρο τέλος, από αυτά που λες ότι συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα και στις ταινίες.
Ήθελα να μάθω περισσότερα, έψαξα και βρήκα την Νάνσυ Παυλοπούλου, δημοσιογράφο και συγγραφέα από την Πάτρα που έγραψε το βιβλίο «Αγγελική και Λουίτζι», διηγούμενη την τρυφερή ιστορία αγάπης που άντεξε τον πόλεμο αλλά και στον χρόνο.
Μάλιστα, ήταν αυτή που τους βοήθησε να επανενωθούν μετά από πέντε και πλέον δεκαετίες, να ομολογήσουν τον έρωτά τους που δεν έσβησε ποτέ και με αυτό το όμορφο συναίσθημα να φύγουν από τη ζωή με λίγο καιρό διαφορά.
Η Αγγελική και ο Λουίτζι σκόπευαν να παντρευτούν, έστω και μετά από τόσα χρόνια, όμως δεν πρόλαβαν. Ο έρωτάς τους όμως θα ζει αιώνια και θα μας θυμίζει ότι υπάρχουν και τέτοιες αγάπες.
Η Νάνσυ Παυλοπούλου διηγήθηκε στο BOVARY την ιστορία της Αγγελικής και του Λουίτζι…
Το μυθιστόρημα «Αγγελική και Λουίτζι» είναι η αληθινή ιστορία αγάπης δύο νέων ανθρώπων, μιας Ελληνίδας και ενός Ιταλού στρατιώτη που γνωρίστηκαν και ερωτεύθηκαν στα χρόνια της κατοχής, έδωσαν υπόσχεση να ζήσουν μαζί μετά τη λήξη του πολέμου, χάθηκαν, όμως, για λόγους που ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους και ξαναβρέθηκαν μετά από 57 χρόνια αναζήτησης και προσμονής. Η ιστορία τους συγκίνησε και έκανε τον γύρο του κόσμου μέσα από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων.
Εκείνος, ο Λουίτζι, ήταν ένας από τους νεαρούς στρατιώτες του ιταλικού στρατού που κατέλαβε το ’41 την Πάτρα. Ήρθε ως κατακτητής αλλά έφυγε δέσμιος ενός μεγάλου έρωτα.
Εκείνη, η Αγγελική, μία όμορφη μελαχρινή κοπέλα που είχε μείνει ορφανή και ζούσε μαζί με τη θεία της. Το δίπατο σπίτι τους κοντά στο κέντρο της πόλης επιτάχθηκε από τους Ιταλούς. Οι δύο νέοι, συναντιούνται μέσα από αυτή την υποχρεωτική συγκατοίκηση και γίνονται «αιχμάλωτοι» μιας αγάπης που αψηφά πολέμους και διαφορές. Ο έρωτάς τους πλατωνικός, οι στιγμές που μοιράζονται λιγοστές, όμως χωρίς να μπορούν να πουν πολλά, αισθάνονται ότι γεννήθηκε ο ένας για τον άλλο. Λίγους μήνες μετά, ο Λουίτζι παίρνει μετάθεση. Πριν φύγει, δίνει υπόσχεση στο κορίτσι ότι αμέσως μόλις τελειώσει ο πόλεμος, θα επιστρέψει για να παντρευτούν. Φεύγει αλλά η σκέψη του είναι πάντα σε εκείνη.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, στέλνει αμέσως γράμμα στην Αγγελική για να της πει ότι δεν την ξέχασε στιγμή και ότι ανυπομονεί να έρθει να την πάρει μαζί του στην Ιταλία. Περιμένει με ανυπομονησία να λάβει απάντησή της, να μάθει αν και αυτή τον περιμένει. Το γράμμα αλλά και όσα θα στείλει τα επόμενα χρόνια θα του επιστραφούν. Για αυτόν είναι μία μαχαιριά στην καρδιά. Γράφει και ξαναγράφει προσπαθώντας να την πείσει αλλά μάταια….
Αυτά τα γράμματα όμως, δεν έφθασαν ποτέ στα χέρια της Αγγελικής που καρδιοχτυπούσε να μάθει νέα του. Η θεία της, που δεν θα ήθελε ποτέ να δει το κορίτσι που μεγάλωσε να παντρεύεται έναν «εχθρό» και να βιώσει την κατακραυγή της κοινωνίας, επιστρέφει τα γράμματα χωρίς να αποκαλύψει τίποτα. Η Αγγελική, απογοητεύεται, απορρίπτει κάθε πρόταση γάμου που της γίνεται και πορεύεται μόνη στη ζωή. Ο Λουίτζι, νιώθει και αυτός προδομένος αλλά δεν αποχωρίζεται τη φωτογραφία της, την οποία έχει πάντα μαζί του, στο πορτοφόλι του.
Λίγα χρόνια μετά γνωρίζει μία κοπέλα και αποφασίζει να κάνει οικογένεια μαζί της. Της ομολογεί όμως ότι στην καρδιά του έχει πάντα μία Ελληνίδα. Αποκτούν έναν γιο, αλλά μετά από κάποια χρόνια η γυναίκα του πεθαίνει. Ο Λουίτζι μένει ξανά μόνος στη ζωή και ποθεί να μάθει τι κάνει η Αγγελική. Στέλνει ένα φιλικό γράμμα αλλά αυτή τη φορά επιστρέφεται με την ένδειξη «αγνώστου διαμονής».
Η Αγγελική είχε χάσει τη θεία της, είχε αλλάξει πολλές γειτονιές. Ζούσε μόνη της, χωρίς να κάνει ποτέ σχέση, βιοπορίζεται με τα εργόχειρα που φτιάχνει και πουλάει, περνάει τον ελεύθερο χρόνο της κάνοντας μοναχικούς περιπάτους και διαβάζοντας λογοτεχνία και ποίηση.
Ο Λουίτζι αρχίζει να την ψάχνει συστηματικά. Στέλνει επιστολή στον Δήμο και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες αναζητώντας τη διεύθυνση της Αγγελικής. Όμως η μόνη διεύθυνση που έχουν είναι αυτή όπου έμενε μέχρι τη δεκαετία του ’50. Εκείνος επιμένει γράφοντας συνεχώς σε υπηρεσίες και φορείς της πόλης ζητώντας να τον βοηθήσουν να βρει τα ίχνη της.
Μία τέτοια επιστολή έπεσε στα χέρια μου στα τέλη του 1997. Αποφάσισα να τον βοηθήσω. Δεν ήταν μία ακόμη δημοσιογραφική έρευνα -την εποχή εκείνη ήμουν ανταποκρίτρια του ALPHA στην Πάτρα- ήταν η επιθυμία μου να βοηθήσω έναν άνθρωπο που εκλιπαρούσε να μάθει κάποιο νέο για τη γυναίκα που αγάπησε και δεν ξέχασε ποτέ. Ξεκίνησα την αναζήτηση από την παλιά της γειτονιά. Πολυκατοικίες είχαν σκεπάσει ό,τι υπήρχε εκεί τη δεκαετία του ’50.
Χτύπησα πολλά κουδούνια και συνομίλησα με πολλούς κατοίκους μέχρι να βρω έναν ηλικιωμένο που θυμόταν την Αγγελική. Μου είπε πως την είχε συναντήσει πριν από κάποια χρόνια στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων. Έστρεψα σε εκείνη την περιοχή τις έρευνές μου πηγαίνοντας πάλι από σπίτι σε σπίτι και από κατάστημα σε κατάστημα. Στις 9 Ιανουαρίου του 1998, μετά από αρκετές ημέρες ερευνών στην Άνω πόλη, βρισκόμουν έξω από μία μικρή μονοκατοικία, όπου μου είπαν ότι έμενε μία μοναχική γυναίκα με το όνομα Αγγελική.
Χτύπησα με καρδιοχτύπι το κουδούνι. Μου άνοιξε ελάχιστα και διστακτικά την πόρτα. Με ρώτησε τι θέλω. Της είπα ότι έχω ένα γράμμα γι’ αυτή. Με κοίταξε έκπληκτη. Με ρώτησε από ποιον. Είπα: «Από τον Λουίτζι, τον θυμάστε;»
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της. Άνοιξε την πόρτα, μου έπιασε τα χέρια και άρχισε να κλαίει. Πέρασα μέσα. Όταν συνήλθε, μου άνοιξε την καρδιά της και μου μίλησε για τον άντρα που αγάπησε με όλη την καρδιά και δεν ξέχασε ποτέ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την αναζητούσε. Πίστευε ότι την έχει ξεχάσει. Ανυπομονούσε να του μιλήσει.
«Αγγελική, αγάπη μου», ήταν οι πρώτες λέξεις που της είπε συγκινημένος ο Λουίτζι όταν του τηλεφωνήσαμε λίγη ώρα αργότερα. Μιλούσαν και έκλαιγαν σαν παιδιά. Σαν να μην είχαν περάσει 57 ολόκληρα χρόνια.
Ο Λουίτζι ήρθε στην Ελλάδα στις 14 Φεβρουαρίου για να συναντήσει την αγαπημένη του Αγγελική. Τον συνόδευε ο γιος του που δεν έκρυβε τη χαρά του για το όνειρο του πατέρα του που πραγματοποιήθηκε. Από παιδί γνώριζε για την Αγγελική. Του είχε μιλήσει πολλές φορές ο πατέρας του για εκείνη. Όταν τον ρώτησα, αν τον ενοχλούσε αυτό, απάντησε αρνητικά γιατί όπως είπε η Αγγελική υπήρχε πριν την μητέρα του. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο αεροδρόμιο για να δει τη συνάντηση της Αγγελικής και του Λουίτζι.
Μαζί τους πολλά τηλεοπτικά συνεργεία και ξένοι ανταποκριτές. Η ιστορία τους είχε γίνει γνωστή και είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Δεν ήταν μόνο τα ιταλικά Μέσα Ενημέρωσης που είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και τα γερμανικά. Ως έναν από τους μεγαλύτερους έρωτες του αιώνα, χαρακτήριζε σε πολυσέλιδο αφιέρωμά της η μεγάλης κυκλοφορίας κυριακάτικη Suddeutsche Zeitung Magazin.
Ένα πακέτο κιτρινισμένα γράμματα, αυτά που η θεία της Αγγελικής είχε επιστρέψει ως ανεπιθύμητα, έδωσε ο Λουίτζι στην Αγγελική ως απόδειξη της αγάπης και την αφοσίωσής του. Ο λυγερόκορμος και γοητευτικός, παρά τα χρόνια του, Ιταλός, ανανέωσε την πρόταση γάμου περνώντας μία βέρα αρραβώνων στο δάκτυλό της. Της ζήτησε να πάει αμέσως μαζί του να ζήσουν στο Ρέντζιο της Καλαβρίας, σε ένα σπίτι όπου τα εγγόνια του θα την υποδεχόντουσαν ως τη γιαγιά Αγγελική. Εκείνη, φοβόταν να ταξιδέψει. Του ζήτησε να ζήσουν στην Πάτρα και ο Λουίτζι δεν μπορούσε να της αρνηθεί. Αρχίσαν τις προετοιμασίες για το γάμο τους, εκείνος θα πήγαινε για λίγες εβδομάδες στην Ιταλία για να επιστρέψει και να εγκατασταθεί μόνιμα εδώ.
Κάθε μέρα της ταχυδρομούσε από ένα γράμμα και σχεδόν κάθε δύο-τρεις ημέρες της έστελνε λουλούδια. Και ενώ το νυφικό φόρεμα της Αγγελική ήταν έτοιμο, τέσσερις ημέρες πριν τον ερχομό του Λουίτζι, η Αγγελική ένιωσε αδιαθεσία και εισήχθη στο νοσοκομείο. Ο θάνατός της απρόβλεπτος και σκληρός, δεν την άφησε να ζήσει μέχρι τέλους το όνειρό της. Έφυγε όμως ευχαριστημένη γιατί πλέον ήξερε ότι ο Λουίτζι δεν την ξέχασε. Ο Λουίτζι έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό αργότερα. Όπως είπε ο γιος του, σταμάτησε να τρώει και να έχει διάθεση για ζωή. Πριν πεθάνει είχε στείλει ένα ακόμη μπουκέτο λουλούδια και ένα σημείωμα στο μνήμα της.