Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: η πανδημία και τα lockdown μετέτρεψαν (όλων των ειδών) τις οθόνες σε «βασιλιάδες» της καθημερινότητας μας και το «μας» συμπεριλαμβάνει φυσικά και τα παιδιά, τα οποία κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην τηλεκπαίδευση από την ηλικία των 4 ετών, ενώ και ο ελεύθερος, «εντός των τειχών» χρόνος τους, απορροφήθηκε από τις ηλεκτρονικές συσκευές.
Κάπως έτσι, πολλοί γονείς νιώθουν σήμερα αμήχανοι απέναντι στη χρήση αυτών των συσκευών. Πότε και πώς θα πρέπει να περνούν τα παιδιά το κατώφλι του ψηφιακού κόσμου; Στην Αμερική, γονείς αλλά και ειδικοί θεωρούν φυσιολογική και σε πολλές περιπτώσεις και ωφέλιμη τη χρήση του smartwatch ακόμα και από την ηλικία των 5 ετών.
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ των New York Times, γονείς εξηγούν γιατί αγόρασαν στα παιδιά τους, ακόμα και σε πολύ μικρή ηλικία, smartwatch. Ένας βασικός λόγος που αναφέρουν είναι πως το θεωρούν μια πολύ πιο ήπια και ελεγχόμενη είσοδο στον ψηφιακό κόσμο και στην τεχνολογία σε σχέση με το smartphone.
Άλλα προτερήματα που αναφέρονται είναι πως τα smartwatch διαθέτουν ανιχνευτή GPS, ενώ πολλά διαθέτουν και λειτουργία «κλήσης SOS» την οποία μπορούν να ενεργοποιούν τα παιδιά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Τα χαρακτηριστικά ασφαλείας τους σε συνδυασμό με το λογικό κόστος (στη χώρα μας οι τιμές τους ξεκινούν από τα 30 ευρώ) αλλά και το γεγονός ότι μπορούν να απαγορεύουν οποιαδήποτε συνδεσιμότητα στο διαδίκτυο και στα social media, τα καθιστά μια ελκυστική επιλογή για παιδιά από 5 έως 11 ετών δεδομένου ότι οι περισπασμοί μειώνονται αισθητά, ενώ αποτρέπεται και η έκθεση στον διαδικτυακό εκφοβισμό και στις απάτες.
Πρώτη γνωριμία με τον ψηφιακό κόσμο
«Είναι λοιπόν καλή ιδέα να πάρουμε σε ένα 5χρονο smartwatch;» ρωτάμε την Μίνα Μαρούγκα, ψυχοθεραπεύτρια- σύμβουλο ψυχικής υγείας MSc και συνεργάτιδα του Ιατρείου Ψυχοεκπαίδευσης και Οικογενειακών Παρεμβάσεων στην Α’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, για να μας απαντήσει: «δεδομένων των μεγάλων αλλαγών που έφερε η πανδημία, η απάντηση θα μπορούσε να είναι ίσως καταφατική. H τάση που δημιουργείται – περισσότερο στο εξωτερικό – να αποκτά για αρχή το παιδί ένα smartwatch, θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις- να είναι μια απόπειρα προς τη σωστή κατεύθυνση, ώστε να αναχαιτίσει κιόλας έναν πιθανό εθισμό σε άλλες πιο περίπλοκες συσκευές.
Θα μπορούσε μάλιστα να σηματοδοτεί και μια μορφή αντιπερισπασμού, δηλαδή με έναν τρόπο να απομακρύνει τα παιδιά από την “τυραννία” της οθόνης, την οποία όλο και περισσότερο τείνουν να αναζητούν σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες».
Όπως συνεχίζει να εξηγεί, οι μικροσκοπικές οθόνες όπως αυτή του smartwatch είναι σε θέση να μετριάζουν την «απόλαυση» που προσφέρει ένα smartphone, ένα tablet, ή οθόνη υπολογιστή. Ταυτόχρονα, απομυθοποιείται η γοητεία της άγνωστης στο παιδί ψηφιακότητας, επιτρέποντάς του να περάσει σταδιακά από μια σχετικά «αθώα» συνθήκη στην επόμενη, χωρίς να κάνει απευθείας «βουτιά» στα βαθιά και ανεξερεύνητα νερά του κυβερνοχώρου.
Όσο για την επιτρεπτή τελικά ηλικία που ένα παιδί μπορεί να φορέσει smartwatch η κ. Μαρούγκα απαντά: «Η ηλικία των 5 ετών ενέχει ενδεχομένως μια υπερβολή για τη χώρα μας καθώς ακόμα η πυρηνική οικογένεια στην Ελλάδα βρίσκεται αρκετά κοντά στο παιδί ώστε να είναι σε θέση σε αυτές τις ηλικίες να παρακολουθεί τις δραστηριότητές του. Σε κάθε περίπτωση, η επιτρεπτή ηλικία διαμορφώνεται από τις ανάγκες και τη λειτουργικότητα κάθε οικογένειας, αλλά και τη δομή της προσωπικότητας του παιδιού».
«Όχι εντελώς αθώα»
Ο Γιώργος Κορμάς, υπεύθυνος της Γραμμής Βοήθειας στο Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου- Safer Internet 4kids, σημειώνει με τη σειρά του πως στην Ελλάδα η χρήση του smartwatch δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη ενώ και όταν χρησιμοποιείται, η λογική είναι να ξέρουν οι γονείς πoυ βρίσκεται το παιδί τους.
«Στη χώρα μας, που οι γονείς νιώθουν έντονη την ανάγκη να είναι σε διαρκή επικοινωνία με τα παιδιά τους, τούς αγοράζουν τελικά smartphone» αναφέρει και προσθέτει: «Αυτό είναι κάτι που ακούω διαρκώς από τους γονείς και δυστυχώς είναι πολύ κακή επιλογή. Αν λοιπόν το smartwatch εξυπηρετεί αυτή την ανάγκη επικοινωνίας χωρίς να υπάρχει όμως καθόλου η λογική της χρήσης του ως smartphone τότε, προφανώς, το έξυπνο ρολόι είναι προς μια σωστή κατεύθυνση.
Επίσης, συχνά οι γονείς μάς αναφέρουν ότι δεν θέλουν να ”αποκλείουν” τα παιδιά τους από την τεχνολογία και για αυτό τους παίρνουν το smartphone.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό: επί πανδημίας τα παιδιά έκαναν τηλεκπαίδευση από 4 ετών και αυτό μάς έχει ήδη δείξει στην πράξη πως με αυτόν τον τρόπο μπήκαν ακόμα νωρίτερα στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η εξοικείωση ήταν ραγδαία και τα έβαλε αμέσως στη λογική των διαδικτυακών παιχνιδιών και στην πίεση προς τους γονείς για απόκτηση δικών τους συσκευών.
Αν αυτή η ανάγκη λοιπόν, να μη μένει το παιδί “αποκλεισμένο” από την τεχνολογία ικανοποιείται από το έξυπνο ρολόι, τότε πάλι είναι θετικό». Άλλο ένα πλεονέκτημα, σύμφωνα με τον κ. Κορμά, είναι πως με το smartwatch περιορίζεται και η μεγάλη έκθεση στην ακτινοβολία της οθόνης.
O ίδιος πάντως δεν θεωρεί καθόλου «αθώο» το smartwatch. Όπως εξηγεί, «μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. To smartwatch να πυροδοτήσει μια μεγάλη ανάγκη για χρήση του διαδικτύου και της επόμενης συσκευής μιας και δεν αποκρύβει τις ‘χάρες’ του ψηφιακού κόσμου. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος, ένα παιδί νηπιαγωγείου για παράδειγμα να έχει ένα τέτοιο ρολόι.
Το πότε θα το πάρει ένας γονέας είναι θέμα φιλοσοφίας της κάθε οικογένειας και του πως θα ‘επικοινωνήσει’ τους λόγους απόκτησης της συσκευής αλλά και της χρήσης της στο παιδί. Ας μην ξεχνάμε πως τα παιδιά μπορούν να είναι εξόχως χειριστικά. Συχνά οι γονείς υποκύπτουν στις απαιτήσεις τους και γρήγορα μετά ξεκινούν αέναες μάχες στο σπίτι για να τα τραβήξουν από τις συσκευές. Ξεκινά δηλαδή ένα βάσανο για την οικογένεια πολύ σοβαρό».
Η «εισαγωγή» στο smartphone
Αρκετά διαφορετική είναι η εικόνα που δίνουν δύο ειδικοί για τα smartphones, τα οποία είναι και αυτά που «εισάγουν» σε μεγάλο βαθμό τα παιδιά στον κόσμο της τεχνολογίας.
«Αυτή τη συσκευή σε ποια ηλικία είναι θεμιτό να τη δίνουμε;» ρωτήσαμε καταρχήν τον κ. Κορμά.
«Θέλουμε τα παιδιά να έχουν το δικό τους smartphone όσο το δυνατόν πιο αργά. Tα παιδιά στο δημοτικό πρέπει να αποκλείονται. Ας σκεφτούμε σε αυτό το σημείο και το εξής: τα παιδιά δεν σκέφτονται σχεδόν ποτέ το smartphone ως μια συσκευή με την οποία μπορείς να κάνεις μια κλήση με τον κλασικό, αναλογικό τρόπο που γνωρίζουμε εμείς. Για τα παιδιά “μιλάω στο τηλέφωνο” σημαίνει ανταλλάσσω μηνύματα και κάνω βιντεοκλήσεις στο messenger, στο viber, στο instagram κ.ο.κ Όμως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κάτι που πρέπει να απαγορεύεται δια ροπάλου στα παιδιά του δημοτικού».
Από την άλλη, σύμφωνα με τον κ. Κορμά, πολλά παιδιά στη χώρα μας έχουν πια tablet ήδη από το νηπιαγωγείο και σχεδόν όλα από τη δευτέρα, το πολύ, τρίτη δημοτικού. «Το οποίο μάλιστα θεωρείται το “δικό τους tablet”» σημειώνει ο ίδιος και προσθέτει: «Και ξέρουμε όλοι πόσο κτητικά είναι τα παιδιά. Άρα, εξ’ ορισμού, η νοοτροπία “το δικό σου tablet” είναι λάθος γιατί τους δημιουργεί την αίσθηση ότι μπορούν να κάνουν ό, τι θέλουν. Η λογική πρέπει να είναι: το tablet όλης της οικογένειας, το tablet του σπιτιού. Και φυσικά, σημειώνω ξανά, πως σε αυτό το tablet πρέπει να αποκλείεται από τους γονείς η δημιουργία λογαριασμών στα social media».
Οι κίνδυνοι από την κακή χρήση του smartphone
Ο κος Κορμάς θεωρεί ότι είναι πολλοί και σημαντικοί: «Η ανεξέλεγκτη επαφή με το διαδίκτυο μέσα από τις συσκευές που το επιτρέπουν δημιουργεί πρόβλημα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού και λειτουργεί τελικά ως κελί και όχι ως παράθυρο στη γνώση, όπως θα θέλαμε.
Yπάρχει ακόμα το θέμα του εθισμού όταν το παιδί δεν είναι στην οθόνη, αλλά συνεχίζεται να σκέφτεται το παιχνίδι ή το video ή το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που άφησε πίσω του, ακόμα και για ώρες. Τα παιδιά δεν έχουν αναπτυγμένη την αίσθηση των ορίων, του μέτρου αλλά ούτε και την αίσθηση του τι είναι καλό για τον εαυτό τους γι’ αυτό και η διάδραση, η εναλλαγή εικόνων και η αίσθηση του συναρπαστικού που προσφέρει το Ιντερνετ τα κάνει πολύ πιο ευάλωτα από τους ενήλικες».
Και υπάρχει φυσικά και το θέμα της επίδρασης της ακτινοβολίας από την παρατεταμένη χρήση. «Οι επιπτώσεις είναι ακόμα σε επίπεδο ερευνών» λέει ο κ. Κορμάς και εξηγεί: «Οι επιστήμονες τείνουν να πιστεύουν ότι η ακτινοβολία επηρεάζει σε ένα βαθμό την εγκεφαλική λειτουργία, το πόσο πολύ την επηρεάζει όμως, είναι κάτι που ακόμα μελετάται. Σε κάθε περίπτωση, είναι κακή συνθήκη για τα παιδιά, των οποίων ο εγκέφαλος είναι σε διαδικασία ανάπτυξης. Συχνά, τα ίδια μάς αναφέρουν πως μετά από πολύωρη χρήση έχουν πονοκεφάλους αλλά και απώλεια προσανατολισμού».
Επίσης, αν οι συσκευές καταλήγουν να απορροφούν υπερβολικό ποσοστό του χρόνου ενός παιδιού, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνός να χαθεί η εξοικείωσή του με τις ζωντανές συζητήσεις, τις αλληλεπιδράσεις και τις κοινωνικές νόρμες, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο αδυναμίας να αναγνωρίζει και να ανταποκρίνεται στα συναισθηματικά ερεθίσματα του συνομιλητή του».
Έλεγχος, όρια και συμβουλές για τους γονείς
Για την κ. Μαρούγκα, γονείς και παιδιά πρέπει να προχωρούν σε μια «συμφωνία κυριών» για τη χρήση smartphone και tablet. «Η χρήση των συσκευών δεν πρέπει να προβάλλεται ούτε σαν τιμωρία αλλά ούτε σαν ανταμοιβή, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία ενός “μήλου της έριδος“» εξηγεί. «Η ηλεκτρονική συσκευή δεν πρέπει να γίνεται ένα πεδίο δράσης γύρω από την οποία εκτυλίσσονται καβγάδες και επιβραβεύσεις. Η συμφωνία πρέπει να δίνει στα παιδιά την αίσθηση ότι είναι τα ίδια υπεύθυνα για τη σωστή τήρηση των όρων. Αυτοί οι όροι περιλαμβάνουν για παράδειγμα τις ώρες που μπορούν τα παιδιά να πλοηγούνται αλλά και μια ήρεμη επεξήγηση των συνεπειών που θα υπάρξουν αν παραβιαστούν οι όροι», σημειώνει.
Σύμφωνα με την κ. Μαρούγκα, οι ηλεκτρονικές συσκευές πρέπει να «απουσιάζουν» εντελώς σε συγκεκριμένες στιγμές της ημέρας όπως το φαγητό ή ο ύπνος ενώ είναι εξίσου σημαντικό να μη σταματά η ροή των ερεθισμάτων «πραγματικής» ζωής.
Όσον αφορά στον έλεγχο της χρήσης smartphone και tablet, τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν ότι οι γονείς χρησιμοποιούν τα φίλτρα γονικού ελέγχου για την προστασία τους και αυτό να μην μένει κρυφό περιμένοντας ο γονέας να… πέσει το παιδί στην παγίδα. «Μάλιστα, από τη στιγμή που ένα παιδί έχει δικό του λογαριασμό e-mail ή social media, είναι σκόπιμο οι γονείς να έχουν τους κωδικούς τους» υπογραμμίζει.
Και φυσικά, ακούγεται λίγο τετριμμένο όμως είναι ουσιαστικό και οι γονείς συχνά το ξεχνούν: οι διαδικτυακές συμπεριφορές των μεγάλων καθρεφτίζουν και τον τρόπο που θα σχετιστούν τα παιδιά με την τεχνολογία και το διαδίκτυο, μέσω του μιμητισμού.
Όπως πάντως καταλήγει η κ. Μαρούγκα: «Η αλήθεια είναι πως σαφείς παράμετροι χρήσης δεν υπάρχουν και το θέμα παραμένει αμφιλεγόμενο για την επιστημονική κοινότητα. Παρ’ όλα αυτά, όταν παρακολουθούμε ένα παιδί να αποκόβεται από το περιβάλλον γύρω του, να παραμελεί σημαντικές δραστηριότητες, όπως λόγου χάρη το σχολείο ή τη σωματική του υγιεινή, τότε έχουμε μπροστά μας δείγματα ότι αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια».
«Υπάρχουν κανόνες για τους επιτρεπόμενους χρόνους χρήσης;» ρωτάμε και τον κ. Κορμά ο οποίος μάς λέει πως σύμφωνα με την Αμερικανική Παιδιατρική Εταιρεία, ένα παιδί ως 8 ετών πρέπει να βρίσκεται μισή ώρα κάθε μέρα το πολύ, μπροστά από μια οθόνη η οποία περιλαμβάνει και την τηλεόραση. Μέχρι 12 ετών ο χρόνος ανεβαίνει στη 1 με 2 με ώρες.
«Μα υπάρχει κανένας γονέας που να το τηρεί ποτέ αυτό;» ρωτάμε τον κ. Κορμά. «Κανείς. Είναι ανεδαφικό. Στην ουσία αλλά και στην πράξη υπάρχουν δύο διαφορετικοί παράμετροι που πρέπει να συνδυάζονται. Ένα πράγμα είναι ο χρόνος που καταναλώνεται στη συσκευή και ένας άλλος το περιεχόμενο που βλέπει το παιδί», απαντά.
Όπως σημειώνει, η «πλειονότητα των γονιών εστιάζουν στον χρόνο γιατί θεωρούν πως αυτό είναι ένα μέτρο ελέγχου. Δεν είναι όμως. Μπορεί ένα παιδί να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα εξαιρετικά ακατάλληλο περιεχόμενο μόνο για 10 λεπτά και αυτό να είναι ιδιαίτερα βλαπτικό για τη συναισθηματική και ψυχική υγεία του σε σύγκριση με το να έχει παίξει παιχνίδια συνεχόμενα για 2 ώρες. Ούτε θέλουμε όμως ένα παιδί 4 ώρες μπροστά από μια οθόνη ακόμα και αν το περιεχόμενο είναι ανώδυνο.
Θέλει έναν καλό συνδυασμό με τον γονέα να επιτηρεί τη διαδικασία. Και φυσικά, τα φίλτρα γονικού ελέγχου είναι απαραίτητα. Έχουν καταγραφεί και στην Ελλάδα περιστατικά όπου παιδιά 10 ετών βρέθηκαν να βλέπουν ενήλικο περιεχόμενο στο διαδίκτυο. Οι ποινές για τους γονείς σε τέτοιες περιπτώσεις είναι παραμέληση ανηλίκου, ακόμα και κακοποίηση».