Η «μονιμοκρίση» (permacrisis) είναι ο όρος που επελέγη πρόσφατα από το λεξικό Κόλινς ως λέξη της χρονιάς. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Βρετανός ιστορικός Ανταμ Τουζ εγκαινίαζε τη νέα του στήλη στους Financial Times με τίτλο «Καλώς ήλθατε στoν κόσμο της πολυκρίσης». Επικαλούμενος τον πρώην υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ, Λάρι Σάμερς, ο οποίος έκανε πρόσφατα λόγο για την πιο σύνθετη αλληλουχία προκλήσεων τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο Τουζ παραδέχεται ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν καταιγισμό κρίσεων, την οικονομική, την υγειονομική, τη γεωπολιτική και την ενεργειακή. Και όλα αυτά ενώ είναι σε εξέλιξη η πλέον μόνιμη απειλή για τον πλανήτη, η κλιματική αλλαγή. «Στην πολυκρίση, οι κραδασμοί είναι ξεχωριστοί αλλά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το σύνολο να είναι πιο σαρωτικό από το άθροισμα των μερών του», γράφει.
Αν κοιτάξει κανείς στο παρελθόν θα βρει παρόμοιες ιστορικές περιόδους και αυτό πάντα είναι παρηγορητικό. Το καλοκαίρι του 2016, π.χ., μιλώντας στον ΣΕΒ στην Αθήνα, ο τέως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, απαριθμούσε τις εκφάνσεις της «πολυκρίσης»: «Από τις απειλές για την ασφάλεια στη γειτονιά μας και στις χώρες μας έως την προσφυγική κρίση και το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι προκλήσεις αυτές δεν ήρθαν απλώς την ίδια στιγμή. Τροφοδοτούν η μία την άλλη, δημιουργώντας την αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας στο μυαλό των πολιτών». Αυτό που είναι διαφορετικό σήμερα είναι πως κάποτε οι κρίσεις κλιμακώνονταν «βαγκνερικά», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τουζ, κι εκτονώνονταν. Τώρα η μία διαχέεται μέσα στην άλλη και πολλαπλασιάζει την επόμενη, σε ένα παρατεταμένο Σάββατο που δεν λέει να ξημερώσει Κυριακή, όπως το περιγράφει ο Τζορτζ Στάινερ.
«Αν θεωρούσατε τα τελευταία χρόνια αγχωτικά και αποπροσανατολιστικά, αν η ζωή σας επλήγη αποφασιστικά, προσδεθείτε. Η σχοινοβασία χωρίς τέλος θα γίνει ακόμη πιο επικίνδυνη και αγωνιώδης», είναι η απαισιόδοξη κατακλείδα του άρθρου του Βρετανού ιστορικού. «Η δουλειά του διανοουμένου σε ένα σύνθετο κόσμο είναι να αποσαφηνίζει και δεν είναι ξεκάθαρο πως “πολυκρίση” σημαίνει κάτι παραπάνω από την ελληνική ετυμολογία του: έχουμε πολλά προβλήματα», ήταν η απάντηση του δημοσιογράφου του QZ Τιμ Φέρνχολτς στον Βρετανό ιστορικό.
Οσοι νέοι μπήκαν στην εφηβεία ή ενηλικιώθηκαν γύρω στο 2010 δεν έχουν ζήσει περίοδο «χωρίς πολλά προβλήματα». Η permacrisis είναι κανονικότητα για τους μιλένιαλ, οι οποίοι βλέπουν το βιοτικό επίπεδο και τον βαθμό ευτυχίας τους να περιορίζονται σημαντικά σε σχέση με την προηγούμενη γενιά.
Το τραύμα μιας ολόκληρης γενιάς ώθησε, το 2019, τη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου να υιοθετήσει τον αγγλοσαξονικό όρο «χιονονιφάδες» (snowflakes) στο πολυσυζητημένο άρθρο της «Σκάσε και κολύμπα» στην Athens Voice, στο οποίο περιέγραφε τους νέους ως «ασθενικούς, πληγωμένους ήρωες και ηρωίδες της καθημερινότητας που ταράζονται (που «αγχώνονται») με το παραμικρό». Πρόκειται όντως για την πλέον κακομαθημένη γενιά της Ιστορίας ή είναι η «μονιμοκρίση» ιδιαίτερα επώδυνη για τους μιλένιαλ; Η «Κ» ζήτησε από τέσσερις ανθρώπους να σχολιάσουν τη νεοπαγή έννοια.
Θοδωρής Λέννας
Δημοσιογράφος
Δεν είμαστε τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας
Γενικά είµαι κάπως επιφυλακτικός µε τέτοιους όρους. Το να εκφράζεις µια σκληρή κοινωνική πραγµατικότητα µέσα από ένα λεκτικό «παίγνιο» δημιουργεί μια αίσθηση «μεταφυσική» και «απρόσιτη» γι’ αυτή την κοινωνική πραγματικότητα. Σαν αυτή η σκληρότητα που βιώνει η γενιά μου να «μεταμορφώνεται» σε μια «τάση» ή ένα «trend» που μας υπερβαίνει και άρα δεν έχει και πολύ νόημα να παλέψουμε για να την αλλάξουμε. Ή σαν να μιλάμε για μια «κρίση» ενιαία για όλους τους νέους, που δεν τέμνεται από τους ταξικούς φραγμούς που συναντάμε σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
Από την άλλη, αν θέλουμε τελικά να ανατρέψουμε αυτή τη «διαρκή κρίση», πρέπει πρωτίστως να δούμε πώς ξεκίνησε, από ποιους ξεκίνησε και γιατί επικεντρώνεται τόσο πολύ στη νέα γενιά.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για «permacrisis» ξεχνώντας πως το βασικό «χτύπημα» που προκαλεί αυτή την κρίση στους νέους είναι η εργασιακή επισφάλεια. Το γεγονός ότι μεγαλώνουμε με 1.002 ακαδημαϊκά εφόδια για να βγούμε σε μια εργασιακή αρένα χωρίς κανόνες και δικλίδες ασφαλείας. Σε ένα πεδίο μάχης όπου «κανονικότητα» είναι η υπακοή σε κάθε παραλογισμό της εκάστοτε εξουσίας και όπου η… εκάστοτε «διεκδίκηση» μοιάζει με ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο άλλων δεκαετιών, που ένας εργοδότης μπορεί να χαρακτηρίσει μεταξύ σοβαρού και αστείου «κακομαθημενιά».
Μιλώντας για «κακομαθημενιά», πολλές φορές αισθάνομαι ότι η γενιά μου οφείλει νομοτελειακά να πληρώσει τις «αμαρτίες» των στρεβλώσεων της Μεταπολίτευσης. Κάπως έτσι είναι «Ο.Κ.» να μην μπορούμε να σχεδιάσουμε τις ζωές μας αυτόνομα, να μην μπορούμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι με τον άνθρωπό μας, να μην μπορούμε να υψώσουμε ανάστημα σε μια αδικία που πηγάζει από την όποια εξουσία. Σαν μια μεγαλίστικη εξουσιαστική φωνή να μας λέει διαρκώς: «Σας δώσαμε τα πάντα, σας σπουδάσαμε, σας είχαμε στα πούπουλα, οπότε μη ζητάτε και πολλά».
Και τι κάνουμε τώρα; Δύσκολο να πεις σε ένα κείμενο 300 λέξεων. Αυτό, όμως, που αισθάνομαι ότι λείπει από τη γενιά μου είναι η αντίληψη μιας «συλλογικής ενσυναίσθησης». Το «κλισέ», δηλαδή, που λέει ότι στα συλλογικά προβλήματα, υπάρχουν συλλογικές διεκδικήσεις, συλλογικές μάχες και άρα συλλογικές λύσεις. Ισως τα «κλισέ»… να μην είναι τόσο κλισέ τελικά. Θα το δείξει ο χρόνος… και η ανάγκη.
Βίβιαν Στεργίου
Συγγραφέας, υποψήφια διδάκτωρ της Νομικής Αθηνών
Αγαπώ τη λέξη permacrisis
Η λέξη, για μένα, περιγράφει ακριβώς αυτό που ζούμε εδώ και καιρό και για όλη την ενήλικη ζωή μας όσες είμαστε τώρα γύρω στα τριάντα. Οποιο ερμηνευτικό σχήμα και εάν επιλέξει κανείς, δεν μπορεί να αρνηθεί τις κρίσεις ή την κρίση. Αξιόλογοι συγγραφείς, από τη συντηρητική Δεξιά έως την Ακροαριστερά, έχουν προτείνει πλήθος ερμηνειών, όμως καμία σοβαρή διανοούμενη και κανένας σοβαρός διανοούμενος δεν θα επέλεγε να αγνοήσει πλέον τις κρίσεις, χωρίς να φανεί γελοία/γελοίος. Yπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες, η κρίση όμως είναι η… σταθερά. Η λέξη «permacrisis» θα συμβάλει σε αυτήν την κουβέντα. Ελπίζω, όμως, να μην κολλήσει σαν τσίχλα στο κεφάλι όσων θέλουν να καταλάβουν τι μας γίνεται, μπλοκάροντας με την εύκολη, μονολεκτική γοητεία της άλλες σκέψεις που πρέπει, επίσης, να γίνουν, για να αναμετρηθούμε διανοητικά με τις προκλήσεις της πραγματικότητας. Η γλώσσα είναι το μέρος όπου πάμε μόνοι μας, για να συναντήσουμε τους άλλους. Κάθε καινούργια λέξη είναι μια νέα δυνατότητα, ένα άνοιγμα. Στην περίπτωση των μιλένιαλ και των gen Z, η λέξη φαίνεται αναγκαία, για να εκφράσουμε, μονολεκτικά και διεθνώς, την κατάστασή μας. Το κουλ-χίπστερ στυλ του ανθρώπου που καθυστερεί να πληρώσει το ενοίκιο, έχει αγοραστική δύναμη τις δέκα πρώτες ημέρες του μήνα, πάει ταξίδια με ψίχουλα και συγκατοικεί μ’ έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, ενώ παράλληλα ριζοσπαστικοποιείται ή σοσιαλίζει, έχει περάσει στις σειρές, στα βιντεάκια, στα memes, στα βιβλία, αλλά και στον πολιτικό λόγο που είναι δημοφιλής σε αυτές τις γενιές (άλλωστε, «Η κραυγή του Μουνκ» είναι εδώ και κάμποσο καιρό emoticon). Τα σχετικά αφηγήματα γίνονται όλο και πιο μαύρα μετά τον πόλεμο. Αν έπαιρνα τώρα πτυχίο θα γέλαγα, αν μου έλεγαν «καλή σταδιοδρομία». Είχα γελάσει, όμως, και το 2015, οπότε και αποφοίτησα έχοντας ήδη κάνει δουλειές με μισθούς 200-500 ευρώ. Τα πράγματα από τότε άλλαξαν, ακρίβυναν, υπερθερμάνθηκαν, αγρίεψαν. Permacrisis. Αυτό.
Δανάη Κολτσίδα
Νομικός και πολιτική επιστήμων, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Η άκρη του νήματος της εξόδου
Permacrisis. Αέναη κρίση. Αυτήν όρισε ως λέξη της χρονιάς το λεξικό Collins, και δικαίως. Πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος, πληθωρισμός: ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Τι σημαίνει να ζει κανείς έτσι; Και τι νόημα έχει να μιλάμε για κρίση –δηλαδή εξαίρεση– όταν αυτή είναι κανόνας;
Μπορούμε να μάθουμε πολλά από τους μιλένιαλ γι’ αυτά. Σε ατομικό επίπεδο, η αέναη κρίση σημαίνει ζωή σε καθεστώς υλικής στέρησης, ανασφάλειας και αδυναμίας να σχεδιάσει κάποιος για το μέλλον. Από την άλλη, όταν η κρίση γίνεται κανονικότητα, οι άνθρωποι αναπτύσσουν στρατηγικές προσαρμογής. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, μαθαίνουν να αρκούνται σε λιγότερα, δεν θεωρούν τίποτα δεδομένο, αποδέχονται ότι δεν έχουν δικαιώματα και τελικά δεν διεκδικούν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν απελπίζονται, δεν θυμώνουν και δεν αναζητούν διέξοδο. Η πολιτική συμπεριφορά σε τέτοιες συνθήκες είναι περίπλοκη και αντιφατική, γιατί χαρακτηρίζεται από στιγμιαίες ευκαιρίες μέσα σε ένα πλαίσιο που απαγορεύει μακρόπνοα σχέδια. Περνάει μέσα από σποραδικά ξεσπάσματα αντί οργανωμένης παρέμβασης, οριζόντιες δικτυώσεις αντί μόνιμων συλλογικών δομών, δυσπιστία στους θεσμούς ακόμη και από άτομα με υψηλό βαθμό πολιτικοποίησης. Μπορούμε να φανταστούμε το υποκείμενο της αέναης κρίσης, ως άλλον Αρχιμήδη. Να αναζητά ένα σταθερό σημείο στιγμιαία, ώστε να σταθεί και να κινήσει όχι τη Γη, αλλά την ατομική και συλλογική ζωή, προς το καλύτερο.
Υπάρχει κάποια άκρη του νήματος που μπορούμε να πιάσουμε για να βγούμε από αυτή την αέναη κρίση; Το πρώτο καθοριστικό βήμα είναι να αμφισβητήσουμε την κανονικοποίηση της κρίσης. Να μην αποδεχτούμε ότι «έτσι έχουν τα πράγματα». Και υπό αυτήν την έννοια, είναι χρήσιμο να μιλάμε για κρίση, ακόμη και αν κανείς μας δεν θυμάται πια πότε ξεκίνησε ούτε μπορεί να προβλέψει το τέλος της. Να θυμόμαστε ότι κανονικότητα είναι η ασφάλεια, η σταθερότητα, η ειρήνη, τα όνειρα για το μέλλον. Το δεύτερο βήμα είναι η απλή διαπίστωση ότι δεν ζούμε τη χρονική σύμπτωση πολλών κρίσεων, αλλά εκφάνσεις της συνολικής κρίσης του σημερινού συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης και οργάνωσης του κόσμου, που φτάνει στα όριά του και απειλεί να καταστρέψει τις κοινωνίες μας και τον πλανήτη, εκτός φυσικά εάν το αλλάξουμε. Στις διαδηλώσεις ανά τον κόσμο για μία από τις πολλές κρίσεις, το σύνθημα ήταν ακριβώς αυτό: Αλλάξτε το σύστημα (όχι το κλίμα).
Στέλιος Στυλιανίδης
Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Αυταπάτη η γραμμική πρόοδος
Η αυταπάτη της γραμμικής προόδου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κράτησε σχεδόν 70 χρόνια στη Δύση, οδήγησε στη μείωση της ανθεκτικότητας του μετανεωτερικού ανθρώπου, που δυσκολεύεται να μεταβολίσει ψυχικά και πρακτικά τις πολλαπλές κρίσεις.
Κάθε ματαίωση και ανατροπή βιώνεται ως ναρκισσιστικό τραύμα και ως ρωγμή στη φαντασιακή παντοδυναμία. Η απληστία και η προσήλωση στο κέρδος με κάθε μέσο, νομοτελειακά, θα αναπαράγει νέες καταστροφές στο παγκόσμιο οικοσύστημα και, επομένως, νέες πανδημίες, εν μέσω κλιματικής κρίσης.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης χάθηκε και ο παραμικρός ενδοιασμός από τις οικονομικές ελίτ να επιβάλουν τον θρίαμβο ενός άτρωτου καπιταλισμού. Οι 10 μεγιστάνες της παγκόσμιας αγοράς έχουν 6 φορές μεγαλύτερο πλούτο από το φτωχότερο 40% του πλανήτη (3,1 δισ. άνθρωποι).
O Appadurai (2002) θέτει στο κέντρο της οξυδερκούς πολιτικής και κοινωνιολογικής του ανάλυσης μια νέα μορφή του citizenship, την deep democracy, η οποία δεν θα είναι πλέον μια ευγενική παραχώρηση των δυνατών στους αδύναμους, αλλά θα είναι μια νέα δημόσια ηθική τάξη. Οι αλλεπάλληλες προκλήσεις απαιτούν την προτεραιοποίηση ενός δημοκρατικά προσδιορισμένου δημόσιου συμφέροντος έναντι της ιδιωτικής «επιτυχίας».
Στην αρχή της πανδημίας υπήρξε επίγνωση ότι εάν η οικονομία αφεθεί στην αυτορρύθμιση, τότε τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. Μεγάλες κρατικές παρεμβάσεις απέτρεψαν να μετατραπεί η υγειονομική κρίση σε κοινωνική. Ομως, κυριάρχησαν τα έκτακτα μέτρα και ένα δήθεν επείγον, που εμπόδισε την αλλαγή παραδείγματος.
Ετσι, η αυτοκαταστροφική επανάληψη συνεχίζεται απρόσκοπτα. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στην εξωτερική πραγματικότητα καταλήγουν σε μια βαθιά υπαρξιακή κρίση σε συναισθηματικό, γνωστικό και συμπεριφορικό επίπεδο. Η ρευστή ταυτότητα και οι ρευστές σχέσεις κάνουν τα άτομα να παίρνουν σαν υγρό τη μορφή του δοχείου-πλαισίου που τα εμπεριέχει. Η απουσία μεγάλων αφηγήσεων και η αναζήτηση ναρκισσιστικής τροφής μέσα από την εικόνα φέρνουν αδυναμία προσωπικής ανάπτυξης και αναστοχασμού μέσα από τις αποτυχίες.
Τι να κάνουμε; Αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση, ευχαρίστηση με τα μικρά της ζωής, νοηματοδότηση και βαθιά ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που έχουμε και όχι μηρυκασμός γύρω από τις απώλειες και τα ελλείμματα. Οπως εύστοχα επισημαίνει ο Edgar Morin, «η σκέψη μας πρέπει να λειτουργεί σε ένα διαρκές παιχνίδι μεταξύ της τάξης και της αταξίας, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα του κόσμου».