Αδυναμία εκπλήρωσης των πάγιων υποχρεώσεών τους ή αποταμίευσης χρημάτων τον επόμενο χρόνο εάν συνεχιστούν οι αυξήσεις σε τρόφιμα, ενέργεια και επιτόκια δηλώνουν τέσσερις στους πέντε Ευρωπαίους, με την ανησυχία να είναι περισσότερο έκδηλη για τους μεγαλύτερους σε ηλικία και τις γυναίκες.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα της Intrum, οι αυξήσεις στο… ράφι φαίνεται πως αποτελούν τη βασική πηγή ανησυχίας για τους Ευρωπαίους, συγκεντρώνοντας ποσοστό 82%, ενώ ακολουθούν οι αυξήσεις σε καύσιμα – ενέργεια και επιτόκια, με ποσοστά 80% και 58% αντίστοιχα. Τη λίστα συμπληρώνουν οι φόβοι για:
• Απώλεια της εργασίας: 46%.
• Νέους περιορισμούς (lockdowns): 45%.
• Λόγους υγείας που εμποδίζουν την εργασία: 43%.
• Αρνητικά επιτόκια στη χώρα: 43%.
• Απώλεια της εργασίας του συνεταίρου/συντρόφου: 39%.
• Πτώση της αξίας του σπιτιού ή άλλων περιουσιακών στοιχείων: 37%.
«Η αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων/ενέργειας είναι αναμφίβολα οι κύριες ανησυχίες για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ιδίως για νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους σε αυτά τα απαραίτητα αγαθά. Τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα ξοδεύουν περίπου το 70% του εισοδήματός τους σε τρόφιμα και κόστος στέγασης έναντι 35% εκείνων με μεσαία εισοδήματα», τονίζει η Anna Zabrodzka – Averianov, ανώτερη οικονομολόγος της Intrum.
Σύμφωνα με την εταιρεία, η ραγδαία αύξηση των ευρωπαϊκών τιμών ενέργειας – με ετήσιο ρυθμό 42% – έχει ασκήσει σημαντική πίεση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Σε μία προσπάθεια να περιοριστεί ο αντίκτυπος οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφάσισαν να εφαρμόσουν διαφορετικές πολιτικές. Όπως σημειώνει το Bruegel, ένα think-tank με έδρα τις Βρυξέλλες, η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία έχουν ξοδέψει τα περισσότερα χρήματα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Προηγείται η Γερμανία, η οποία έχει ξοδέψει περίπου 60,2 δισ. δολάρια, περίπου 1,7% του ΑΕΠ. «Τα πακέτα στήριξης, ωστόσο, έχουν πληθωριστικό χαρακτήρα, επομένως, το πεδίο εφαρμογής τους πρέπει να είναι καλά στοχευμένο, προκειμένου να βοηθήσουν ιδιαίτερα τα περισσότερα ευάλωτα νοικοκυριά, χωρίς να εμποδίζουν τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να περιορίσουν τον πληθωρισμό», σημειώνει η Zabrodzka – Averianov.
Στην Ελλάδα, πάντως, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, κ. Χρήστο Σταικούρα, η κυβέρνηση έχει δώσει το 2,3% του ΑΕΠ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 1,3%.
Όσον αφορά στα επιτόκια, η αύξησή τους θεωρείται πιο ανησυχητική από το ρίσκο να χάσει κάποιος τη δουλειά του. «Κοιτάζοντας την Ευρώπη, με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται μία σημαντική μείωση στα ποσοστά ανεργίας. Έχει σχεδόν μειωθεί στο μισό από το 2014, ‘αγγίζοντας’ περίπου το 6%, ενώ συνέχισε να μειώνεται και εφέτος. Καθώς η Ευρώπη, ωστόσο, εισέρχεται σε περίοδο οικονομικής επιβράδυνσης και πιθανής ύφεσης, το επίμαχο ποσοστό αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά σε 6,5% το 2023.
Ορισμένοι τομείς, ιδίως η τεχνολογία, έχει ήδη ξεκινήσει να μειώνει το εργατικό δυναμικό, προς το παρόν κυρίως στις ΗΠΑ αλλά η πίεση υπάρχει και στην Ευρώπη», σημειώνεται στην έρευνα και προστίθεται: «Στο μεταξύ, τα επιτόκια αυξήθηκαν γρήγορα. Τα τελευταία τρίμηνα, η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη έχουν αυξήσει δραματικά τα επιτόκιά τους για την αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού πληθωρισμού, γεγονός που έχει αυξήσει κατακόρυφα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε ορατή αύξηση του χρέους των νοικοκυριών, σε μεγάλο βαθμό λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων και της ισχυρής ζήτησης κατοικιών, υποστηριζόμενη και από την αύξηση του εισοδήματος και τη χαμηλή ανεργία. Ενώ ένα υψηλό μερίδιο στεγαστικών δανείων σταθερού επιτοκίου θωρακίζει τα νοικοκυριά σε πολλές χώρες από τον άμεσο αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων, ορισμένες χώρες εξακολουθούν να έχουν κυρίως στεγαστικά με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθιστώντας τα νοικοκυριά πιο ευάλωτα σε ένα απότομο άλμα στα επιτόκια».
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η Ελλάδα, δεδομένου ότι παρά τη στροφή των τραπεζών σε σταθερά προιόντα τα τελευταία χρόνια, το 90% των στεγαστικών δανείων αφορούν σε κυμαινόμενα επιτόκια.
Η γενιά Χ η πιο απαισιόδοξη
Περίπου 6 στους 10 Ευρωπαίους δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα σε σύγκριση με πριν από 12 μήνες. Τη χαμηλότερη καταναλωτική εμπιστοσύνη εμφανίζει η γενιά Χ (45-54 ετών) σε ποσοστό 62%, με τη γενιά Z (ηλικίας 18-21 ετών) να είναι στο άλλο άκρο. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για νέους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αναλάβει τη δική τους οικονομική ευθύνη, υποδηλώνοντας, επίσης, χαμηλότερα χρέη, ενώ δεν βιώνουν τα ίδια επίπεδα οικονομικής δυσπραγίας.