Αυτή τη φορά με την ίδια στον ρόλο της μητέρας. Ναι, ένα από τα παράδοξα ενός δημοσίου προσώπου με εβδομαδιαία παρουσία στην τηλεόραση τα τελευταία δύο χρόνια είναι πως έζησε το θαύμα της μητρότητας χωρίς κανείς να υποψιαστεί το παραμικρό. «Κάναμε γύρισμα ακόμα και στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου», λέει. Αλλά η Ρένα Μόρφη δεν θέλει να μιλά -και πολύ περισσότερο να φλυαρεί- για την ιδιώτευσή της. Οχι από ελιτισμό, αλλά γιατί δεν έχει την άδεια του ανθρώπου για τον οποίο μιλά και συνεπώς εκθέτει, δηλαδή την κόρη της. Ευτυχώς, για εκείνην μα και για μας, υπάρχουν πολλά άλλα να συζητήσει κανείς μαζί της.
Για την τρίτη χρονιά του «Μουσικού Κουτιού», της πιο καλαίσθητης ψυχαγωγικής εκπομπής στην ελληνική τηλεόραση, για την εικόνα και τον ρόλο των κοινωνικών δικτύων στην επιτυχία ή στην αποτυχία ενός καλλιτέχνη, για τη συνεργασία και τη φιλία της με τον Φοίβο Δεληβοριά που επανεπιβεβαίωσαν με την πιο πρόσφατη κυκλοφορία της, το τραγούδι «Δε με ξέρεις», για τις 24 χώρες στις οποίες περιόδευσε με τους Ιμάμ Μπαϊλντί και βέβαια για εκείνη τη συναυλία στο φεστιβάλ South by Southwest στο Τέξας όπου εμφανίστηκε κάποτε με δανεικό κραγιόν. Τελικά, λέει, άξιζε τον κόπο.
Gala: Τρίτη χρονιά στην τηλεόραση. Σε έχει ζορίσει η αναγνωρισιμότητα, η μεγέθυνση που φέρνει το Μέσο;
ΡΕΝΑ ΜΟΡΦΗ: Οχι, γιατί να με ζορίσει; Νομίζω ότι παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο προβαλλόμαστε. Εκείνο που παρατηρώ και απολαμβάνω είναι η αγάπη των θεατών/ακροατών. Στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητά μου. Δεν θα προσέξω περισσότερο για να βγω από το σπίτι. Πολλές φορές νομίζω ότι η καθημερινή μου εμφάνιση είναι απογοητευτική για τους άλλους. (γελάει) Είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πάντα.
G.: Οταν ξεκινούσε η εκπομπή, φανταζόσουν την απήχηση;
Ρ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι προοριζόταν για μία χρονιά. Ομως η αγάπη και η αποδοχή ήταν παραπάνω από το σχέδιο, γι’ αυτό και συνεχίστηκε. Με εξέπληξε ευχάριστα. Ξέρεις, η εκπομπή ξεκίνησε να προβάλλεται την περίοδο της πανδημίας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαμε ιδέα για την ανταπόκριση που είχε.
Οταν βγήκαμε ξανά έξω από τα σπίτια μας, εκείνο το καλοκαίρι, την καταλάβαμε. Εκείνο που με ενδιαφέρει κυρίως είναι ότι η εκπομπή έχει διατηρήσει το καλλιτεχνικό της νόημα. Αυτό για μένα παίζει κυρίαρχο ρόλο. Αν δεν υπάρχει καλλιτεχνικό ενδιαφέρον από τους ίδιους τους συντελεστές, σιγά-σιγά η ποιότητα θα πέφτει. Γι’ αυτό και νομίζω ότι τρία χρόνια είναι καλά.
G.: Είναι εύκολο να είναι κανείς καλλιτέχνης στην Ελλάδα σήμερα;
G.: Μάθαμε να ζούμε με τις κρίσεις;
Ρ.Μ.: Δεν θα ήθελα να το βλέπω έτσι. Θέλω πάντα να πιστεύω ότι υπάρχει ελπίδα και ότι κάθε «συμφορά» που μας βρίσκει θα είναι η τελευταία.
G.: Αλήθεια, πώς είναι να ακούς τις αφηγήσεις καλεσμένων της εκπομπής που έχουν ζήσει μυθικές στιγμές; Αυτό που λέμε αποθέωση, καλλιτεχνική, αλλά και οικονομική.
Ρ.Μ.: Γκρινιάζω συνέχεια. Και λέω στους καλεσμένους να σταματήσουν να λένε αυτές τις ιστορίες γιατί μας σκανδαλίζουν. (γελάει)
G.: Είναι άβολο; Περίεργο;
Ρ.Μ.: Νομίζω ότι είναι πιο περίεργο για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει την πρότερη κατάσταση να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, παρά για τη δική μας γενιά που βρεθήκαμε στη μετάβαση και δεν γνωρίσαμε ποτέ το πριν. Βλέπω τους νέους να βρίσκουν εναλλακτικούς δρόμους επικοινωνίας και επιτυχίας. Εκ των πραγμάτων αυτό το πράγμα δεν έχει το ίδιο οικονομικό αντίκρισμα.
Λέμε συνέχεια ότι αγαπάμε και παθιαζόμαστε με αυτό που κάνουμε, αλλά είναι επιλογή και απόφαση να το κάνεις αυτό επάγγελμα. Σημαίνει ότι επιλέγεις να ζήσεις από αυτό. Πολλές φορές όταν μιλάμε για το πόσα λεφτά έβγαζαν οι καλλιτέχνες παλιά και πόσα τώρα μπορεί να ακούγεται πεζό, αλλά είναι ένα κεντρικό κομμάτι για τον βιοπορισμό. Είμαστε σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει ούτως ή άλλως αφθονία. Οπότε μαθαίνουμε να είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι με πάρα πολύ λιγότερα.
Και αυτό μπορεί να είναι και καλό.
G.: Υπάρχει όμως αφθονία εικόνας και πληροφορίας. Τα social media παίζουν ρόλο στην εικόνα ενός καλλιτέχνη;
Ρ.Μ.: Μόνο.
G.: Εσύ τα χρησιμοποιείς; Τα αξιοποιείς;
Ρ.Μ.: Προσπαθώ, αλλά δεν είμαι καλή. Ολοι είμαστε νάρκισσοι. Κάποιοι έχουμε μεγαλύτερο απόθεμα και κάποιοι λιγότερο. Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι κακό. Θα ήθελα να μπορώ να βγάζω selfies και να μου αρέσω και να γίνεται όλο αυτό. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μου βγαίνει καθόλου. Και δεν ξέρω αν είναι και σωστό να βομβαρδίζεις τον άλλο με τόση προσωπική πληροφορία η οποία δεν τον ενδιαφέρει στ’ αλήθεια. Κακά τα ψέματα, σε ένα προφίλ στα κοινωνικά δίκτυα το να ποστάρεις μόνο τη δουλειά σου δεν έχει τόσο ενδιαφέρον. Με το να δημοσιεύεις πράγματα από την προσωπική ζωή σου γίνεσαι πιο προσιτός στον θεατή, στον καταναλωτή, αλλά για μένα το να παρακολουθείς τις ζωές των άλλων είναι τελικά ένας αποπροσανατολισμός από τη δική σου ζωή.
Το λέω από προσωπική εμπειρία. Κι εγώ το ζω έτσι και το ψυχαναλύω μέσα μου. Γιατί θέλω να ξέρω ανά πάσα στιγμή τι κάνει ή πού τρώει ο άλλος. Ο τρόπος που χρησιμοποιώ εγώ τα κοινωνικά δίκτυα είναι κάπου στη μέση. Προσπαθώ να είμαι διακριτική προς τους ανθρώπους και προστατευτική για την προσωπική μου ζωή.
G.: Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι είσαι υπερπροστατευτική.
Ρ.Μ.: Κακό είναι;
G.: Καθόλου. Απλώς σκέφτομαι, λόγου χάρη, ότι έγινες μητέρα και δεν το πήρε κανείς είδηση.
Ρ.Μ.: Είδες; Αμα θέλεις, γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι η είδηση της εγκυμοσύνης είχε διαρρεύσει και ήταν κάτι που με είχε πληγώσει γιατί και για ιατρικούς λόγους ήταν πολύ νωρίς. Για να είμαι ειλικρινής, όταν κυκλοφόρησε η είδηση στα social media επικοινώνησα με πολλούς δημοσιογράφους και παρουσιαστές στην τηλεόραση ζητώντας να προστατεύσουν αυτή την πληροφορία. Δεν υπήρξε ένας που να αρνήθηκε. Και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.
G.: Είσαι σεμνή; Ταπεινή; Κρυψίνους;
Ρ.Μ.: Δεν πιστεύω ότι ενδιαφέρει κανέναν στ’ αλήθεια το αν έχω παιδί, αν είμαι παντρεμένη, αν έχω χωρίσει. Δεν είμαι η μοναδική γυναίκα που έχει παιδάκι. Δεν αισθάνομαι ξεχωριστή. Σε σχέση με την εγκυμοσύνη, ο βασικός λόγος ήταν ότι δεν ήταν κάτι που αφορούσε μόνο εμένα. Δεν πήγα να φτιάξω τα νύχια μου για να τα δείξω στο Instagram. Αφορά και μια άλλη ζωή, έναν άλλο άνθρωπο την άδεια του οποίου δεν έχω, και άρα δεν μπορώ να τον εκθέτω παρά τη θέλησή του.
G.: Ενδιαφέρουσα τοποθέτηση, ειδικά σε μια περίοδο όπου πολλοί μεταχειρίζονται τα μωρά ως αξεσουάρ.
Ρ.Μ.: Καθένας διαχειρίζεται την προσωπική του ζωή με τον τρόπο που κρίνει σωστό. Δεν κρίνω τον διπλανό που μπορεί να βγάλει φωτογραφία το μωρό του. Απλώς δεν θα ήθελα μια μέρα η κόρη μου να γυρίσει και να μου πει: «Από πού κι ως πού με πρόβαλλες;».
G.: Πώς ζεις την εμπειρία της μητρότητας;
Ρ.Μ.: Θα σου απαντήσω αυτό που σου είπα πριν από λίγο. Σίγουρα μπορείς να γράψεις ότι δεν κοιμάμαι.
G.: Τι τύπος είσαι; Της μέρας; Της νύχτας;
Ρ.Μ.: Τώρα πια η μέρα μου ξεκινάει από τις 6.30 το πρωί και τελειώνει στη 1 το πρωί.
G.: Μετάνιωσες ποτέ που έγινες τραγουδίστρια;
Ρ.Μ.: Δεν έχω έρθει ακόμα σε αυτό το σημείο. Αλλά έχω αναγνωρίσει ότι είναι πρόκληση το πάθος και την αγάπη σου να το κάνεις επάγγελμα. Βλέπω από πολλούς φίλους που η δουλειά τους δεν είναι το μεράκι τους. Γυρνάνε, για παράδειγμα, σπίτι από τη δουλειά και παίζουν μουσική. Εμείς που κάναμε αυτό που αγαπάμε επάγγελμα, υπάρχουν άραγε στιγμές που θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτό; Είναι σωστό; Μπαίνω σε ένα συναισθηματικό παιχνίδι. Σίγουρα δεν ξέρω αυτή τη στιγμή τι άλλο θα μπορούσα να κάνω. Από την κορφή ως τα νύχια είμαι τραγουδίστρια.
G.: Απομυθοποιήσεις έχεις κάνει;
Ρ.Μ.: Οχι. Θα έλεγα μάλιστα ότι οι άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί και έχω επαφή έχουν μεγαλώσει κι άλλο τον μύθο τους μέσα μου. Μου έχει συμβεί και με τον Φοίβο Δεληβοριά, αλλά και με τον Νίκο Πορτοκάλογλου. Είμαι χαρούμενη που δεν έχω αναλωθεί σε συνεργασίες και επαφές που θα με απογοήτευαν.
G.: Επιλεκτική δηλαδή;
Ρ.Μ.: Πάρα πολύ. Ισως υπερβολικά.
G.: Σου έχει κοστίσει στο να κάνεις πιο γρήγορα περισσότερα πράγματα;
Ρ.Μ.: Ναι. Πιστεύω πως αν είχα δημόσιες σχέσεις, ίσως κάποια πράγματα να γίνονταν πιο γρήγορα ή πιο εύκολα. Από συστολή δεν έχω. Σκέψου ότι θέλω να πάω σε ένα live και ντρέπομαι μήπως νομίσει ο καλλιτέχνης ότι πηγαίνω για να με σηκώσει να τραγουδήσω.
G.: Τόσο ντροπαλή;
Ρ.Μ.: Είμαι τελικά. Εχω τη συστολή ότι δεν θέλω ο άλλος να νομίζει πως θέλω κάτι από εκείνον, ότι υπάρχει σκοπιμότητα.
G.: Καταλαβαίνω ότι έχεις πει πολλά όχι.
Ρ.Μ.: Πολλά και πολλές φορές. Μου έχουν ζητήσει να κάνω πράγματα που δεν ήθελα. Και δεν μετάνιωσα που δεν τα έκανα.
G.: Δύσκολο να είσαι εσύ σε μια εποχή που όλοι θέλουμε να είμαστε κάποιοι άλλοι.
Ρ.Μ.: Συμφωνώ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα κοινωνικά δίκτυα κάνουν κακό. Προσπαθείς να είσαι αυτό που βλέπεις. Κι αυτό επιφέρει δυστυχία. Πιστεύω ότι πριν από την υπερπληροφόρηση από το Διαδίκτυο ο άνθρωπος μπορούσε να επιλέξει πιο εύκολα την ταυτότητά του. Τώρα υπάρχει τρομερή διάσπαση.
G.: Είναι προϊόν βιωματικού ρεπορτάζ αυτό;
Ρ.Μ.: Δεν θα τα έλεγα, αν δεν ήμουν παθούσα. Πολλές φορές λέω έχω δύο ώρες να διαβάσω ένα βιβλίο και τελικά παρασύρομαι στο scrolling. Ωσπου κοιμάμαι.
G.: Με το κινητό στο κομοδίνο;
Ρ.Μ.: Ε, ναι. Πες μου ποιος δεν το κάνει αυτό.
G.: Μια μικρή καθημερινή ιεροτελεστία σου;
Ρ.Μ.: Σε αυτή τη φάση δεν έχω καθόλου χρόνο για μένα. Μηδέν.
G.: Κάποια ανάμνησή σου από τις περιοδείες σου με τους Ιμάμ Μπαϊλντί;
Ρ.Μ.: Είναι πολλές. Σκέψου ότι μέσα σε μόλις 6 χρόνια παίξαμε σε 24 χώρες. Σίγουρα θα θυμάμαι για πάντα την περιπέτειά μας για να φτάσουμε στο Τέξας όπου παίζαμε στο South by Southwest το 2015. Ηταν Μάρτιος και ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που έκλεισε το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης λόγω κακοκαιρίας. Γυρίσαμε τη μισή υφήλιο για να φτάσουμε. Και τελικά προσγειωθήκαμε χωρίς βαλίτσες, ψωνίσαμε ρούχα από εκεί, πήγαμε στο live άυπνοι. Θυμάμαι βγήκα να τραγουδήσω με δανεικό κραγιόν. Αλλά πήραμε καλές κριτικές. Οπότε μάλλον άξιζε η ταλαιπωρία.