Θρονιασμένος σε ένα Τέως – Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

    Ημερομηνία:

    Ακόμα διαφωνούμε οι συνομήλικοι. Τον είχαμε δει μια φορά, ναι, το θυμάμαι, πρέπει να ήταν το ’65, όχι, το ’66 ήταν, μήπως ήταν το ’64, όχι, αν ήταν το ’64 δεν θα το θυμόμαστε, μπα, γιατί να μην το θυμόμαστε;, εσύ από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου, από το μαιευτήριο;, ήταν με ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, ναι, με την Αννα Μαρία, ναι, περιοδεύανε στη χώρα, όχι μωρέ, από την Ιταλία γυρνούσανε, και πώς είχανε φτάσει μέχρι τον Αλισσό, στην Πατρών Πύργου, μία ήταν τότε η Πατρών- Πύργου, η παλιά, δεν μπορεί να ήταν το ’67 πάντως, γιατί είχε ανέβει η χούντα και ο βασιλιάς δεν ήτανε για πανηγύρια. Το αμάξι ήταν γαλάζιο. Όχι ήταν κόκκινο. Μην επιμένεις. Λευκό ήτανε.

    Δεν δυσκολευτήκαμε να αποτιμήσουμε τη δράση του: Τα έκανε μούσκεμα. Το αναγνώρισε κι ίδιος κάποτε, επικαλέστηκε το ελαφρυντικό της ηλικίας, το 1965 ήταν 25 ετών, τα αγόρια της μεγαλοαστικής Αθήνας σε τέτοια ηλικία το πολύ να τρακάρανε το αυτοκίνητο του πατέρα τους, εκείνος βρέθηκε να οδηγεί ένα πολιτικό σύστημα και το τράκαρε της συμφοράς, αλλά βέβαια σιγά μην είχε εκείνος το τιμόνι. Όμως ποιος το είχε ακριβώς; Εχουμε ακούσει για τη Φρειδερίκη, τον Αρναούτογλου, τον Λεβίδη, τον Χοϊδά, και βέβαια το συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο της εποχής, έναν κόσμο ζυμωμένο με το ψυχροπολεμικό πνεύμα της περιόδου σε μια Ελλάδα «οικόπεδο και αποικία», όπως την τραγούδησε ο Σαββόπουλος, ένα εθελούσιο προτεκτοράτο, που πλήρωνε επί δύο δεκαετίες
    το σχίσμα των μεγάλων δυνάμεων της υφηλίου, την ένδεια που απέφερε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος και τον εμφύλιο, ο οποίος έδωσε το δικαίωμα στην απολυταρχική, μιλιταριστική δύση να κρατά μια χώρα, μια κοινωνία, μια δημοκρατία από το σβέρκο. Σύμφωνα με το πνεύμα των ημερών εκείνων, εάν η δημοκρατία δεν φέρεται κατά τον προσήκοντα τρόπο, τόσο το χειρότερο για τη δημοκρατία.

    Ιούλιος, 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου «επιμένει», κατά τη διατύπωση της μοιραίας επιστολής Κωνσταντίνου, να αναλάβει αυτοπροσώπως το υπουργείο Αμυνας (στους κόλπους του οποίου πλεκόταν η αξιοποίηση της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ σε βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου, μιας συνδικαλιστικής σύμπραξης αξιωματικών που εμφανίστηκε ως αντεθνική συνωμοσία) ενώ τα Ανάκτορα εναντιώνονταν, επιθυμώντας να κρατήσει το υπουργείο ο βασιλόφρων (γεμάτη η «Ενωση Κέντρου» από τέτοιους) Γαρουφαλιάς, κόντρα στη βούληση του εκλεγμένου πρωθυπουργού. Εγραφαν οι ανακτορικοί τις επιστολές, τις προσυπέγραφε πρόθυμα ο Κωνσταντίνος, ο οποίος στην κρίσιμη συνάντηση οδήγησε τον πρωθυπουργό της χώρας σε παραίτηση, με την πεποίθηση ότι πράττει το δίκαιο: Προστατεύει το έθνος, το σύστημα, τους Καλούς, από τα ελαττώματα της δημοκρατίας.

    Ηταν μια σύγκρουση ταυτόχρονα καταστροφική και χρήσιμη. Καταστροφική γιατί εάν δεν είχε υπάρξει είναι πολύ πιθανό να αποφεύγαμε τη δικτατορία του ’67, η οποία επιβλήθηκε κάτω από τη μύτη των δημοκρατικών και των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής, οι οποίες, ενώ την περίμεναν, δεν την απέτρεψαν αλλά και καταλήφθηκαν εξ απήνης. Χρήσιμη, γιατί η κρίση εκείνη οδήγησε σε ένα θεσμικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, γύρω από το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα, εκείνοι ή εγώ;», που είχε διατυπώσει ο Καραμανλής, αν και εκείνος κυρίως εννοούσε τους παρακρατικούς μηχανισμούς που αποτελούσαν αυτοκλήτως μακρύ χέρι της εξουσίας, όχι πώς δεν ήξερε γι’ αυτούς το Παλάτι, καθώς η σχέση ήταν, κατά κάποιο τρόπο ετεροθαλών αδελφών . Μετά την κορύφωση εκείνη, η οποία έθετε επί τάπητος το Δημοκρατικό Ζήτημα των ορίων της λαϊκής κυριαρχίας και το αίτημα της απαλλαγής από αστερίσκους, που αφορούσαν τις δικαιοδοσίες, την ευθύνη και το ανεύθυνον του άνακτος, ήταν θέμα χρόνου να τελειώνει για πάντα στη χώρα η υπόθεση της Μοναρχίας και να ανοίξει αργά ή γρήγορα ο δρόμος για μια αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία, χωρίς δυισμούς και διχασμούς που είχαν προκαλέσει τρομερά τραύματα στη χώρα, με συνέπειες που προσέλαβαν πολιτική, κοινωνική, ψυχολογική, ταυτοτική διάσταση, στα όρια της σχιζοφρένειας: Οι δυο Ελλάδες, σιγοπίνουν το πιοτό- και πάλι Σαββόπουλος, από το ίδιο τραγούδι, το οποίο γράφτηκε όχι τυχαία από έναν στιχουργό γεννημένο «Δεκέμβρη του ‘44», όπως μας συστήνεται στις τρεις πρώτες του λέξεις.

    Δεκέμβρης του ’74. Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει με ψαρά μαλλιά, επιστρέφει τρόπος του λέγειν, υπερασπίστηκε έναν θρόνο που δεν υπήρχε ήδη από το ’67, ηττάται και μένει στην ιστορία ως ο άνθρωπος χωρίς επώνυμο, ο τέως, ο Γλύξμπουργκ, για να μη μνημονεύσουμε προσωνύμια μειωτικά που το κώτσαρε η αντιμοναστική απέχθεια την οποία πρωτίστως καλλιέργησαν ο ίδιος και η μητέρα του. Είχε προηγηθεί το αντι-πραξικόπημα παρωδία του Δεκεμβρίου του ’67, και ένα διάστημα αμηχανίας: Πήρε καιρό στον κόσμο να καταλάβει αν ο βασιλιάς ήταν με τη χούντα ή απέναντι, διότι εκτιμάτο ότι θα μπορούσε μια χαρά να ήταν, και εκεί αποτυπώνεται η πολιτική και ηθική χρεοκοπία του στέμματος. Η απέχθεια έφτασε στο ακραίο σημείο να ταλαιπωρηθούν οι όροι και οι λέξεις. Να μην τον λέμε κάν βασιλιά, λες και η κατάργηση της μοναρχίας ακύρωσε την προγενέστερη ιστορία του πολιτεύματος και της χώρας. Να μην τον λέμε καν τέως, διότι αυτό σήμαινε αναγνώριση της ιδιότητας, άρα κλείσιμο ματιού στους νοσταλγούς. Να τον λοιδορούμε δια βίου και οικογενειακώς: Η περίπτωση προσφέρεται για υπαρξιακό θρίλερ, η ιστορία ενός ανθρώπου μετέωρου στον χρόνο και την ατμόσφαιρα, που να μην έχει δικαίωμα στο να Είναι αυτό που αισθάνεται πως είναι, αλλά και που το Είναι του, εθνικό, συνειδησιακό, γλωσσικό, να αποτελεί μοναδικό μόρφωμα, ένας πολίτης που πολίτη δεν τον λες, που κινείται εντός επικρατείας σε μια θεσμική, πολιτισμική θολότητα.

    Λοιπόν; Ηταν το ’65 ή το ‘66; Ακου, δεν μπορεί να ήταν το ’65, γιατί ακόμα δεν ήμουν τριών, και πέρασε ένας θρησκόληπτος φαντάρος, και μας χάρισε μια Καινή Διαθήκη, και παίζαμε εκκλησία μ’ αυτήν, άρα δεν θα μπορούσα να διαβάζω αν ήταν το ’65, σιγά μη δεν μπορούσες, αφού εσύ θυμάσαι τον εαυτό σου όταν γεννήθηκε και λογικά τότε θα διάβασες και για πρώτη φορά εφημερίδα, κι ώσπου να πούμε αυτά, φεύγει το αμάξι, το ανοιχτό, λευκό, κόκκινο, γαλάζιο και χάνεται στα βάθη του δρόμου, του χρόνου και του θρόνου και μένεις να τραγουδάς, μπιάνκα χορεύει και η Αννα Μαρία- μπιάνκα χορεύει και ο βασιλιάς- βγαίνεις και τα φυλάς. Πάλι εγώ;

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Το 2024 το πιο ζεστό καλοκαίρι για τις ελληνικές θάλασσες τα τελευταία 40 χρόνια – Η μελέτη τριών ελληνικών πανεπιστημίων

    Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το...

    Η απάντηση των γιατρών στον αστυνομικό όταν ρώτησε γιατί άργησε έναν χρόνο η βιοψία

    Σοκ έχει προκαλέσει στην κοινή γνώμη η είδηση με...

    ΠΑΤΡΑ – ΡΟΪΤΙΚΑ: Καλύφθηκε ο δρόμος με λάσπη και πέτρες – ΦΩΤΟ

    Οι ισχυροί άνεμοι που επικρατούν σήμερα σχεδόν σε όλη...

    Ινδία: 25χρονος ανέκτησε τις αισθήσεις του λίγες στιγμές πριν από την καύση του

    Ενας 25χρονος στην Ινδία βρήκε τις αισθήσεις του λίγες στιγμές πριν από...
    Best Shop