της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 – 1843), ήταν δίχως άλλο ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821. Πολλά έχουν γραφεί για εκείνον. Εμείς θα σταθούμε σε κάποια ίσως άγνωστα στοιχεία και βέβαια στην περίφημη απολογία κατά την δίκη του. Μια απολογία απλή και αυθόρμητη, που ωστόσο στάθηκε καταδικαστική, ένεκεν των πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής του. Ο Γέρος του Μοριά, καταγόταν από φημισμένη οικογένεια, με το επίθετο Τζεργίνη, όπως αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του. Ο πρόγονός του Δήμος Τζεργίνης, που έζησε την εποχή της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685-1715), ονομάστηκε Μπότσικας. Ο γιος του Δήμου, Γιάννης, ήταν ο πρώτος της γενιάς που υιοθέτησε το όνομα Κολοκοτρώνης. Κατά την οικογενειακή παράδοση ο Γιάννης ονομάστηκε αρχικά «Μπιθεγκούρας» (στα αρβανίτικα σημαίνει: αυτός που έχει δυνατά οπίσθια) και έμεινε στον ίδιο το όνομα «Κολοκοτρώνης», που είναι η ακριβής μετάφραση.
Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, αν και η οικογένειά του ζούσε στο Λιμποβίσι Αρκαδίας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον πύργο της Καστάνιτσας στη Μάνη. Το όνομα Θεόδωρος του το έδωσαν προς τιμήν του Ρώσου αξιωματικού Θεόδωρου Ορλώφ (Фёдор Григорьевич Орлов) ο οποίος κατά τη διάρκεια της Ορλωφικής επανάστασης είχε γίνει πολύ αγαπητός. Τον βάφτισε ο Ιωάννης Παλαμήδης από τη Στεμνίτσα, πατέρας του Ρήγα Παλαμήδη. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση των Ορλωφικών η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε από τους Τούρκους.
Ο Θεόδωρος σε ηλικία 15 ετών, το 1785 μετακόμισε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στο χωριό Άκοβος όπου ζούσε ο θείος του Αναγνώστης. Έδρασε ως αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου. Πέντε χρόνια αργότερα το 1790 παντρεύεται την κόρη προεστού του Ακόβου, Αικατερίνη Καρούτσου. Στον Άκοβο έζησε μέχρι το 1797, απέκτησε κτήματα, σπίτι και περιουσία. Επίσης εκεί γεννήθηκαν τα πρώτα παιδιά του. Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ’ όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο.
Έχοντας αποκτήσει πείρα στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805, ο Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικήτα Σταματελόπουλο. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, μ’ έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», διέταξα και το έκοψαν.
Ωστόσο, σχεδόν αμέσως μετά την Επανάσταση ξεκίνησαν εμφύλιες διαμάχες. Η πρώτη ξέσπασε ανάμεσα στους προκρίτους της Πελοποννήσου και τους οπλαρχηγούς. Κολοκοτρώνης όπως και Δ. Υψηλάντης ήταν με το πλευρό των οπλαρχηγών. Η ρήξη με τους προύχοντες που είχαν αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη ήταν εμφανής. Έτσι, στην πρώτη εθνοσυνέλευση στην Πιάδα το Δεκέμβριο του 1821, ούτε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ούτε ο Δημήτριος Υψηλάντης συμμετείχαν και ο Μαυροκορδάτος πέτυχε να επιβάλει τις θέσεις του.
Η δεύτερη εθνοσυνέλευση τον Απρίλιο του 1823 στο Άστρος Κυνουρίας επιβεβαίωσε τον διχασμό των Ελλήνων. Υπήρχε ταυτόχρονα μία κυβέρνηση στο Ναύπλιο και μία στο Κρανίδι, ενώ οι οπαδοί του Κολοκοτρώνη συσπειρώθηκαν γύρω από την κυβέρνηση του Ναυπλίου η οποία λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Τρίπολη. Ενώ ο εμφύλιος μαινόταν στην Πελοπόννησο, ο Πύλη ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να καταστείλει την Επανάσταση και ο διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου, Ιμπραήμ, αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης που είχε ήδη φυλακιστεί, αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Μην έχοντας την ανάλογη στρατιωτική δύναμη, ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μαιζόν για να βοηθήσει τους Έλληνες. Στο ενδιάμεσο, πολλά χωριά προσκύνησαν τον Ιμπραήμ, γεγονός που ανάγκασε τον Κολοκοτρώνη να διατάξει “τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους”.
Ο Κολοκοτρώνης έλαβε ενεργά μέρος στην τρίτη εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο το 1826. Οι εργασίες της εθνοσυνέλευσης επαναλήφθηκαν στις 19 Μαρτίου 1827 στην Τροιζήνα, όπου εξελέγη κυβερνήτης ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε στο πλευρό του και ο Κυβερνήτης τον διόρισε στη γερουσία. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ακολούθησαν νέες εμφύλιες διενέξεις. Ο Κολοκοτρώνης πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία και οι κατηγορίες για σύμπραξη με του ρωσόφιλους Ναπαίους, τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στη φυλακή με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είναι η κατ’ εξοχήν φιγούρα της Επανάστασης, που παρά τα πολιτικά πάθη της εποχής του δεν έπαψε στιγμή να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα εθνικά ζητήματα. Ακόμη και μέσα από τη φυλακή, βλέπουμε ότι ο Κολοκοτρώνης είχε την ικανότητα να ηγείται. Ο λόγος του μαγνήτιζε τα πλήθη και τα ωθούσε στην κοινή επιθυμία για επαγρύπνηση και ελευθερία. Η στρατιωτική του διαίσθηση από την άλλη, τον ανέδειξε σε διορατικό στρατηγό. Ουσιαστικά, η «αταξία» που ακολουθούσε, βοήθησε τον λιγοστό στρατό των Ελλήνων να κερδίζει δύσκολες μάχες με τους Τούρκους, καθώς γνώριζε καλά τις δυνάμεις που είχε στην διάθεσή του και δεν ανοιγόταν σε ευθεία αναμέτρηση αλλά σε αντάρτικο, καταστροφή πόρων του αντιπάλου, αντιπερισπασμό και φυσικά χρήση στρατηγικών σημείων που ο ίδιος γνώριζε ως φυσικούς τόπους, εκτιμώντας ότι θα δυσκολέψουν έναν τακτικό στρατό.
Η απολογία
Ο πρόεδρος της έδρας Αναστάσιος Πολυζωίδης, καλεί τον κατηγορούµενο να εγερθεί και να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο.
Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
Κατηγορούμενος: Ορκίζομαι.
(Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
Πρόεδρος: Πώς ονοµάζεσαι;
Κατηγορούµενος: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Π: Πόθεν κατάγεσαι;
Κ: Από το Λιµποβίσι της Καρύταινας.
Π: Πόσων ετών είσαι;
Κ: Εξήντα τεσσάρων. Γεννήθηκα το 1770, τρεις του Απρίλη.
Π: Τι επάγγελµα κάνεις;
Κ: Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα […]Πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Π: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Κ: Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
Π: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Κ: Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
Π: Και τι λέγατε;
Κ: Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
Π: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
Κ: Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
Π: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
Κ: Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
Π: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Κ: Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
Π: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
Κ: Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
Π: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
Κ: Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
Π: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
Κ: Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια αναφορά.
Π: Δεν άκουσες τίποτα;
Κ: Όχι.
Π: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Κ: Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
Π: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Κ: Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
Π: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Κ: Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
Π: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
Κ: Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
Π: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
Κ: Όχι.
Π: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
Κ: Ναι, είναι.
Π: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
Κ: Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Το ‘καμα από λεπτότητα.
Π: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Κ: Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα του γραψα κι εγώ.
Π: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Κ: Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
Π: Και γιατί έφυγες;
Κ: Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μού ‘γραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
Π: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
Κ: Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
Π: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
Κ: Τούτο δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
Π: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.
Κ: Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία. Στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 1930: Η πομπή με τα οστά του Θ. Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου. Η σπάνια αυτή φωτογραφία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό L’ Illustration της Αλεξάνδρειας στο τεύχος της 25ης Οκτωβρίου 1930. (Αρχείο Ν. Γρηγοράκη)
Φωτογραφία από την υποδοχή των οστών στον σιδηροδρομικό σταθμό της Τρίπολης στις 10 Οκτώβρη 1930
10 Οκτώβρη 1930, 5 μ.μ.: Η πομπή με τη λάρνακα φτάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό της Τρίπολης
Φρουρά ευζώνων φυλάει τα οστά μέσα στον Ι. Ν. Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως στις 11 Οκτωβρίου 1930
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Βακαλόπουλος Α., Ιστορία Νέου Ελληνισμού, τ. Ε’, 2008
Κακλαμάνης Η., Απολογία του Κολοκοτρώνη, 2019
Καργάκος Σ., Η ελληνική επανάσταση του 1821, τ. Α’, Β’, Γ’, 2019
Μιχαηλίδης Ι., Ο Θεόδωρος πίσω από τον Κολοκοτρώνη, 2014
Μπιζάκη Β., Μεγάλοι Έλληνες: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, 2009
Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, 2000
Σβορώνος Ν., Επισκόπηση της Νεοελληνικής ιστορίας, 1999
Τερτσέτης Γ., Απομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, επιμ. Αλεξίου Ε., 1977