της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, έμεινε γνωστός ως Νικηταράς, ο επονομαζόμενος «Τουρκοφάγος». Ήταν ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα, (σημ. Νέδουσα Μεσσηνίας). Όπως μας διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του που κατέγραψε ο Γ. Τερτσέτης: «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ’ εναν κουνιάδο του. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι».
Γονείς του ήσαν ο Σταματέλος Τουρκολέκας, αγωνιστής της περιοχής του Λεονταρίου, από την Μεγάλη Αναστάσοβα και η Σοφία Δημ. Καρούτσου από τον Άκοβο του Λεονταρίου, αδερφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Αικατερίνης και της Μαρίας συζύγου του Γιωργάκη Μεταξά (Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη), καθώς και της συζύγου του Δημητρίου Κάρτσωνα, από τα Αρφαρά, το όνομα της οποίας είναι άγνωστο. Από τα αδέλφια του γνωστά είναι ο Ιωάννης Τουρκολέκας, Νεομάρτυρας της Εκκλησίας που μαρτύρησε από τους Τούρκους και ο Νικόλαος Σταματελόπουλος.
Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του από τους Τούρκους, καθώς σε ηλικία 16 χρονών πολέμησε στην Πάρο με Ρώσικα στρατεύματα, βρήκε καταφύγιο στο μικρό συνοικισμό του Λεονταρίου (σημ. χωριό “Τουρκολέκα” Μεγαλόπολης) εκεί γεννήθηκε ο γιος του Νικόλαος και ο Γιάννης (1805) αδέλφια του Νικηταρά. Ο Γιάννης θανατώθηκε βάναυσα από τους Τούρκους το 1816 μαζί με τον πατέρα του Σταματέλο στη Μονεμβασιά και αγιοκατατάχθηκε αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας.
Ο Νικήτας συμμετείχε σε ένοπλες ομάδες από την ηλικία των 11 ετών, αρχικά στο πλευρό του πατέρα του και εν συνεχεία στην ομάδα του Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη. Το 1805, φθάνει στα Επτάνησα, όπου εντάσσεται στα Ρωσικά τάγματα και έπειτα μεταβαίνει στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επιστρέφει στη Ζάκυνθο και υπηρετεί τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν καταλάβει τα Επτάνησα με τη συνθήκη του Τίλσιτ (1807). Ακολούθως υπηρετεί στον Αγγλικό στρατό με το βαθμό του Πεντηκόνταρχου φέροντας το οικογενειακό του επώνυμο Τουρκολέκας.
Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη. Έκτοτε δεν κράτησε το οικογενειακό επώνυμο Σταματέλος, αλλά το υποκοριστικό Σταματελόπουλος, από το αρχικό επίθετο της οικογένειας Σταματέλος όπου και συναντάται μόνο στην Μεγάλη Αναστάσοβα. Το παράδειγμα του ακολούθησε και ο αδελφός του Νικόλας. Στον Ελληνικό λαό όμως έμεινε με το αγαπημένο του προσωνύμιο Νικηταράς, το οποίο υιοθέτησε ως επώνυμο ο γιός του Ιωάννης, μετά το 1854.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, πήρε μέρος στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι Αρκαδίας (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου του 1821, είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι). Μετέπειτα, στη μάχη των Δολιανών (18 – 19 Μαίου), ο Νικηταράς που κρατούσε με 600 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθενται με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του εκείνη την ημέρα, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με το θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), και σε άλλες μάχες στην Στερεά Ελλάδα, δίπλα σε Οδυσσέα Ανδρούτσο και Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
“Του Λεωνίδα το σπαθί,
Νικηταράς θα το φορεί”
Όταν οι Έλληνες συνέτριψαν το στρατό του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της μάχης μάλιστα, έσπασε τρία σπαθιά και όταν έσπασε το τελευταίο, το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε γιατρός για να μπορέσει να βγάλει το σπαθί. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγιονόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν. Τελικά ο Δράμαλης υποχώρησε (26 – 28 Ιουλίου 1822). Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί. Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι την Απελευθέρωση.
Επί Καποδίστρια υπήρξε στενός συνεργάτης του Κυβερνήτη, αλλά επί Όθωνος, υποστήριξε ενεργά το Ρωσικό Κόμμα (των Ναπαίων), με αποτέλεσμα να παραμεριστεί. Το 1843, όταν ο Βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να δώσει Σύνταγμα στην Ελλάδα του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστράτηγου μαζί με μία πενιχρή σύνταξη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο Κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον Βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο Πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά δύο φορές και το 1839 και τον καταδίκασε, σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Ο Νικηταράς είχε εμπλακεί στην «Φιλορθόδοξο Εταιρεία» που στόχευε να επαναφέρει το ζήτημα της απελευθέρωσης των εδαφών πάνω από τα σύνορα Αμβρακικού – Παγασητικού και την μεταστροφή του Όθωνα στην Ορθοδοξία ή την αντικατάστασή του με Ορθόδοξο μονάρχη. Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά και η υγεία του κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Έπασχε από σάκχαρο χωρίς να το γνωρίζει, με αποτέλεσμα να χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας», στον προαύλιο χώρο του Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, κάθε Παρασκευή. Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα από το θείο του Θ. Κολοκοτρώνη στο Ά Νεκροταφείο Αθηνών. Όταν τον ρώτησε ο Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε: «Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!».
Οποιοσδήποτε επίλογος στην παρουσίαση της ηρωικής και αναμφίβολα ευγενούς αυτής προσωπικότητας, θα ήταν φτωχός στο να περιγράψει όσα η επισκόπηση του βίου του μας έδειξε. Ο Νικηταράς, ήρωας εντός και εκτός πεδίου μάχης, έως την τελευταία στιγμή αντιμετωπίζει την Πατρίδα ως ύψιστο ιδανικό. Ποτέ δε ζητά να λάβει από αυτήν υλική ανταμοιβή για όσα έπραξε, ούτε την ταυτίζει με τις εκάστοτε ηγεσίες, παραπονούμενος για την κατάσταση στην οποία περιήλθε. Η έγνοια του είναι μόνο η Ελλάδα και πώς αυτή θα γίνει ανεξάρτητη από ξένους παράγοντες.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Αγαπητός Σ. Αγαπητός, Οι ένδοξοι Έλληνες του 1821
Μέξας Γ. Βαλέριος, Οι Φιλικοί, Κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του αρχείου Σέκερη
Νικολακόπουλος Σ., Φιλορθόδος Εταιρεία, Ιστορική αναδρομή από την Φιλική Εταιρεία έως την Φιλορθόδοξο Εταιρεία
Τερτσέτης Γ., Νικηταρά του Τουρκοφάγου Απομνημονεύματα