Η μητέρα του αδικοχαμένου μηχανοδηγού της εμπορικής αμαξοστοιχίας μίλησε στο «Πρωινό».
«Κοιμηθήκαμε με παιδί και ξυπνήσαμε χωρίς παιδί. Τουλάχιστον σε εμάς έμεινε μια ελπίδα. Υπάρχουν και γονείς που έμειναν χωρίς ελπίδα. Θάψανε, άκουσα, δύο. Ή έθαψαν μοναχοπαίδια. Εγώ τώρα παλεύω, για να κρατήσω αυτό το παιδί όσο μπορώ υγιή γιατί αισθάνομαι ενοχές γιατί το φόρτωσα με τέτοιον πόνο για όλη του τη υπόλοιπη ζωή. Και κοιτάμε να το κάνουμε όσο πιο ανώδυνο γίνεται.
Δεν μπορείς να αισθανθείς οργή για κανέναν. Λένε ότι είναι πολύ νωρίς. Μεθαύριο δεν ξέρω, μπορεί να τα σπάσεις όλα. Ίσως είναι και η άμυνα να μην ξεφύγουμε και αρχίσουμε να καταριόμαστε, να ουρλιάζουμε. Να κάνουμε πράγματα που θα κάνουν πολύ κακό και στον περίγυρό μας. Ξέρετε σε κάθε σπίτι πόσοι θρηνούν; Δεν είναι μάνα, πατέρας, αδερφός. Γύρω από αυτά τα παιδιά, υπήρχαν εκατοντάδες φίλοι, που έχουν μεγαλώσει μαζί. Δεν θέλω να με βλέπει να υποφέρω, να κλαίω, να καταριέμαι. Προτιμώ να πεθάνω εγώ, παρά να δώσω επιπλέον πίκρα στους γύρω μου ανθρώπους. Θα κοιτάξουμε να το διαχειριστούμε όσο βουβά μπορούμε.
Ήρθαν οι 15 μηχανοδηγοί να μας συλλυπηθούν ένα πρωινό και έβλεπα 15 παιδιά, που δεν ήταν κανένα πάνω από 30 χρονών, που ήταν οι συμμαθητές του. Και είχαν τον τρόμο στα μάτια τους. Κάποιοι κατέβηκαν από εμάς, ο Δημήτρης ανέβηκε και κάποιος θα τον αντικαθιστούσε. Ήταν θέμα τύχης.
Ποιος από εμάς θα έλειπε. Ήταν μέσα στον τρόμο τα μάτια τους. Γιατί θα υποχρεωθούν να ξανά ανέβουν. Θα ξανά κοιμηθεί ποτέ γονιός; Θα ξανά χορτάσει φαΐ; Θα ξανά χαρεί; Δεν είχαμε ιδέα. Ιδέα. Θεωρούσαμε ότι ήταν το πιο ασφαλές μέσο. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι ο ρόλος του γονιού…».