Ή όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν, τον «Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας», καθώς το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο με τον Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας ήταν πλούσιο και αδιαμφισβήτητο.
Ο Μαρσελίνο δεν είχε εξαφανιστεί όμως. Είχε πέσει θύμα απαγωγής και μάλιστα από «φίλους» και συγγενείς του.
«Έλα, βρήκαμε αυτούς που έκλεψαν το κασετόφωνο σου»
Έπινε τον καφέ του στην «Τροπικάνα» όταν οι «φίλοι» του Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός, πήγαν και του είπαν «ξέρουμε ποιοι έκλεψαν το κασετόφωνο από το αυτοκίνητό σου» και «ξέρουμε που βρίσκονται».
Πήγαν όλοι μαζί στη Νίκαια και εκεί άλλαξαν αυτοκίνητα πηγαίνοντας στο Σχιστό και συγκεκριμένα στα Πυροβολεία. Έκαναν όμως μια στάση και ξαφνικά οι Σταμάτης Γρυπαίος, Δημήτρης Σκαφτούρος και Γιάννης Λαζάρου ορμάνε πάνω στον Μαρσελίνο. Υποτίθεται, πως οι δύο «φίλοι» του δεν ήταν στο σχέδιο, οπότε υποκρίνονται τους φοβισμένους ενώ τρέχουν να φύγουν όταν πέφτει ένας πυροβολισμός στον αέρα για εκφοβισμό.
Δεμένος με χειροπέδες και κουκούλα στο κεφάλι
Τον πηγαίνουν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι που είναι μαζί με τη φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή, οι οποίοι κι αυτοί – σύμφωνα με το σχέδιο δεν γνώριζαν τίποτα και «αιφνιδιάστηκαν», όταν τους «πάσαραν» τον Μαρσελίνο ως όμηρο απαγωγής. Τον έχουν δεμένο με χειροπέδες και φορώντας του κουκούλα στο κεφάλι.
«Για να τον ξαναδείς θέλουμε 150 εκατομμύρια δραχμές»
Ο Γρυπαίος ξεκίνησε να τηλεφωνεί στο σπίτι του Μαρσελίνο ζητώντας λύτρα για την απαγωγή. Κάνει τηλεφωνήματα από διαφορετικά σημεία της Αθήνας για να μην δώσει στόχο, προσποιείται τον ξένο, ενώ παίζει από ένα κασετόφωνο την ηχογραφημένη φωνή του Μαρσελίνο. Στις 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος τηλεφωνεί στον πατέρα του Μαρσελίνο, τον Γιώργο Τσατσάνη και του μιλάει σε τρεις γλώσσες… Ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά: «Ο Μαρσελίνο είναι καλά, αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150 εκατομμύρια δραχμές».
Στο κόλπο και ο ξάδερφός του…
Ο πατέρας του προσπαθεί να μαζέψει τα χρήματα, καταφέρνει να βρει 30 εκατομμύρια δραχμές και παράλληλα κατήγγειλε στην αστυνομία την απαγωγή του. Στις επαφές του με την αστυνομία είναι μαζί και ο ανιψιός του και ξάδερφος του Μαρσελίνο, Βασίλης Βασιλείου, ο οποίος είναι κι αυτός στο σχέδιο και ενημερώνει τους απαγωγείς για κάθε κίνηση του πατέρα του.
Τον σκότωσαν με δύο σφαίρες
Οι απαγωγείς φοβούνται ότι μετά από τόσες μέρες θα έχει γνωρίσει ο Μαρσελίνο τις φωνές των Σπινάρη και Αγαπητού, των «φίλων» του, που ήταν και συμπαίκτες στον Κεραυνό, οπότε αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Κανείς όμως δεν φαίνεται διατεθειμένος να το κάνει. Το πήρε πάνω του ο Γρυπαίος, πυροβολώντας δυο φορές τον Μαρσελίνο: Μία στο κεφάλι και μία στον αυχένα. Τον πήγαν στα Σκούρτα της Βοιωτίας, όπου άλλαξαν αυτοκίνητο και μετά τον πήγαν σε μαντρί στο Κάτω Πηγάδι, όπου είχαν έτοιμο έναν λάκκο.
Σα να μην συνέβαινε όμως τίποτα συνέχισαν να τηλεφωνούν ζητώντας τα λύτρα.
Τα σκυλιά που βρήκαν το πτώμα και η δίκη
Τα σκυλιά ενός κτηνοτρόφου στην περιοχή, ανακάλυψαν το πτώμα και ξεκίνησαν να ξεσκάβουν το χώμα μέχρι που φάνηκε το μπουφάν του. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία βρήκε τον άτυχο Μαρσελίνο και τις επόμενες μέρες έφτασε στη σύλληψη των δραστών.
Τον Δεκέμβριο του 1991 ξεκίνησε η δίκη των εγκληματιών, τους οποίους έξω από τα δικαστήρια, οι φίλοι και οι συγγενείς του Μαρσελίνο προσπαθούσαν να λιντσάρουν. Μάλιστα κατά τη μεταγωγή του ο Σπινάρης δέχτηκε πυροβολισμούς μέσα στο περιπολικό και τραυματίστηκε.
Το δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους οκτώ κατηγορούμενους, επιβάλλοντας όμως και την θανατική ποινή στον Γρυπαίο και τον Σπινάρη, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε καταργηθεί. Ο Σπινάρης το 2005, παραβίασε την άδεια του από τις φυλακές Αλικαρνασσού και το έσκασε στην Τουρκία. Συνελήφθη όμως ξανά ένα χρόνο μετά για εμπόριο ναρκωτικών και το 2015 εκδόθηκε πίσω στην Ελλάδα.