Επιστολή προς τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, Ρίσι Σούνακ, απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Νικήτας, με την οποία ζητά την επιστροφή στην Αθήνα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο σεβασμιώτατος στην επιστολή του, «Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παγκόσμιας συζήτησης σχετικά με πολιτιστικά κειμήλια που αποκτήθηκαν κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες, το ενδιαφέρον επαναστρέφεται στα υπέροχα Μαρμάρινα Γλυπτά που αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα στις αρχές του 19ου αι. και βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτά τα κειμήλια, που περιλαμβάνουν περίπου το μισό διάζωμα που κάποτε κοσμούσε τον Παρθενώνα, αντανακλούν την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα της Αθήνας στη χρυσή εποχή της.
Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση αυτής της ευρύτερης παγκόσμιας συζήτησης, θα ήθελα να σας παροτρύνω να εξετάσετε τα Γλυπτά του Παρθενώνα ως μια ξεχωριστή περίπτωση, που απαιτεί μια τολμηρή και προοδευτική λύση που θα βελτίωνε ιδιαιτέρως τις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες, τους Βρετανούς και όλους όσοι εκτιμούν την ελληνική κληρονομιά.
Όπως γνωρίζετε, τα Γλυπτά που βρίσκονται σήμερα στο Λονδίνο αποτελούσαν μέρος ενός ενιαίου μνημείου, το οποίο κατακερματίστηκε (περιγράφηκε ακόμη και από τους δράστες του ως ‘’κάπως βάρβαρη”) ύστερα από ιδιωτική πρωτοβουλία ενός διπλωμάτη, κάτι που θα ήταν αδιανόητο να συμβεί σήμερα, και που αμφισβητήθηκε έντονα ακόμα και την εποχή εκείνη».
Αναλυτικότερα, η εν λόγω επιστολή έχει ως εξής:
«Αξιότιμε κύριε πρωθυπουργέ,
Εκ μέρους εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και άλλων κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου -ανθρώπων που εκτιμούν βαθύτατα τις πολιτιστικές και πνευματικές παραδόσεις της Βρετανίας και της Ελλάδος- θα ήθελα να σας απευθυνθώ, με μεγάλο σεβασμό, για ένα ζήτημα που έχει προσφάτως κεντρίσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και που μας απασχολεί ιδιαιτέρως.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης παγκόσμιας συζήτησης σχετικά με πολιτιστικά κειμήλια που αποκτήθηκαν κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες, το ενδιαφέρον επαναστρέφεται στα υπέροχα Μαρμάρινα Γλυπτά που αφαιρέθηκαν από τον Παρθενώνα στις αρχές του 19ου αι. και βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτά τα κειμήλια, που περιλαμβάνουν περίπου το μισό διάζωμα που κάποτε κοσμούσε τον Παρθενώνα, αντανακλούν την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα της Αθήνας στη χρυσή εποχή της.
Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση αυτής της ευρύτερης παγκόσμιας συζήτησης, θα ήθελα να σας παροτρύνω να εξετάσετε τα Γλυπτά του Παρθενώνα ως μια ξεχωριστή περίπτωση, που απαιτεί μια τολμηρή και προοδευτική λύση που θα βελτίωνε ιδιαιτέρως τις σχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες, τους Βρετανούς και όλους όσοι εκτιμούν την ελληνική κληρονομιά.
Όπως γνωρίζετε, τα Γλυπτά που βρίσκονται σήμερα στο Λονδίνο αποτελούσαν μέρος ενός ενιαίου μνημείου, το οποίο κατακερματίστηκε (περιγράφηκε ακόμη και από τους δράστες του ως «κάπως βάρβαρη») ύστερα από ιδιωτική πρωτοβουλία ενός διπλωμάτη, κάτι που θα ήταν αδιανόητο να συμβεί σήμερα, και που αμφισβητήθηκε έντονα ακόμα και την εποχή εκείνη.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του ιστορικού William St Clair, ο οποίος ερεύνησε βαθιά το ζήτημα, οι πράκτορες του Λόρδου Έλγιν χρησιμοποίησαν «πειθώ, απειλές και δωροδοκίες» για να πείσουν τις Οθωμανικές Αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν μια επιθετική απογύμνωση του Παρθενώνα και άλλων μνημείων της Ακρόπολης. Στη μακρά και κατά βάση πλούσια ιστορία του βρετανικού επιστημονικού ενδιαφέροντος για την ελληνική κληρονομιά, αυτό σίγουρα δεν είναι ένα επεισόδιο που μπορεί να κάνει κάποιον υπερήφανο.
Δύο αιώνες αργότερα, συζητείται το ενδεχόμενο της επανένωσης των Γλυπτών που χωρίστηκαν τόσο ξαφνικά, και υπάρχει ένα προφανές μέρος για να εκτεθούν, η γκαλερί του Μουσείου της Ακρόπολης που φιλοξενεί ήδη περίπου το ένα τρίτο του διαζώματος, μέσα στο ελληνικό φως, με τον Παρθενώνα σε κοντινή απόσταση.
Ως κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου σεβόμαστε το Βρετανικό Μουσείο ως κέντρο ακαδημαϊκής αριστείας και κατανοούμε τη φιλοδοξία του να παρουσιάσει τη μεγαλοπρέπεια της παγκόσμιας ιστορίας. Κατανοούμε, επίσης, την ανεξάρτητη ιδιότητα του Μουσείου και τις νομικές υποχρεώσεις των επιτρόπων του για την προστασία της συλλογής.
Ωστόσο, μαζί με πολλούς Βρετανούς επιστήμονες, προσωπικότητες του πολιτισμού, πολιτικούς και απλούς πολίτες, πιστεύουμε ότι η παγκόσμια αναγνώριση του Μουσείου θα ενισχυόταν και δεν θα μειωνόταν, εάν πραγματοποιούνταν η επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα. Όπως ο νόμος τροποποιήθηκε για να καταστήσει δυνατή την αποκατάσταση των έργων τέχνης που κατασχέθηκαν από τους ναζί, δεν είναι αδύνατο -με καλή θέληση- να βρεθούν νομικές λύσεις που θα διευκόλυναν την αποκατάσταση της ολότητας αυτού του μοναδικού διαζώματος.
Οι Βρετανοί και οι Έλληνες συνεργάζονται ήδη πολύ παραγωγικά στη μελέτη της ελληνικής κληρονομιάς και στην παρουσίασή της στον κόσμο. Ανάμεσα στους καρπούς αυτής της συνεργασίας είναι η γενναιόδωρη παροχή κονδυλίων από Έλληνες ευεργέτες σε βρετανικά πανεπιστήμια, το ακμάζον Βρετανικό Σχολείο της Αθήνας, ένα αναγνωρισμένο Ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου που προωθεί την ακαδημαϊκή συνεργασία, έρευνες που περιλαμβάνουν αρχαιολογία, συνέδρια και διαλέξεις, η ισχυρή ελληνική παρουσία ανάμεσα στο προσωπικό και τους φοιτητές των βρετανικών πανεπιστημίων, καθώς και, πρόσφατα, η επιλογή μιας πρότασης Βρετανού αρχιτέκτονα για την αναβάθμιση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας.
Όλα αυτά συμβαίνουν παρά τα προβλήματα που προκάλεσε η τρομερή αδικία που διαπράχθηκε στην Ακρόπολη πριν από 200 χρόνια. Θα λέγαμε ότι η πολιτιστική συνεργασία μεταξύ Μ. Βρετανίας και Ελλάδος θα μπορούσε να ανέλθει σε νέα ύψη, με τεράστιο όφελος για όλους, εάν αυτό το πρόβλημα επιλυόταν.
Καθώς γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την αναγέννηση της Ελλάδος, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να ικανοποιήσουμε το δίκαιο αυτό αίτημα».