Στην Αθήνα του 1950, ο Μάνος Χατζιδάκις μυεί τον νεότερο Μένη Κουμανταρέα στην «παρέα του» Η μύηση φαίνεται πως θα γίνει Μεγάλη Εβδομάδα. «Περίεργο», σχολιάζει πολλά χρόνια μετά ο Μένης Κουμανταρέας στον «Πλανόδιο σαλπιγκτή» (Κέδρος, 1989). «Αυτοί που ποτέ μου δεν είχα ακούσει να μιλάν για τα θεία, πολλοί μάλιστα εκφράζονταν περιφρονητικά για τα κατηχητικά, που οι οικογένειες είχαν το συνήθειο να μας στέλνουν, αυτοί οι ίδιοι μόλις έφτανε Μεγαλοβδομάδα άρχιζαν να εκκλησιάζονται φανατικά. (…) Μεγάλη Πέμπτη και Μεγάλη Παρασκευή, η παρέα επισκέπτονταν το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα».
Τα ονόματα της παρέας προκαλούν σήμερα μια ζάλη: «Εκτός από τον Χατζιδάκι, το εκκλησίασμα αποτελούσαν ο Τσαρούχης, ο Αργυράκης, ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Κούνδουρος, στο σπίτι του οποίου, στην οδό Ηρακλείτου, ακούγαμε και ξανακούγαμε το “Κάρμινα Μπουράνα”».
Ας παρακολουθήσουμε τη γλαφυρή αφήγηση του Κουμανταρέα: «Ακουγαν όλοι με ευλάβεια την ακολουθία του Νυμφίου, κι έψελναν τα Εγκώμια κάθε φορά που η πομπή του Επιταφίου στεκόταν σε κάποιο σταυροδρόμι για να δώσει μια ανάσα λυτρωτική στα δρώμενα».
Ο Κουμανταρέας βλέπει τον Γκάτσο, «πυκνό κι αδιαπέραστο» και σταυρώνει τα χέρια με κατάνυξη, ενώ «τ’ απριλιάτικο αγιάζι απ’ τ’ Αναφιώτικα μ’ έκανε ν’ ανατριχιάζω ηδονικά. (…) Μια παράσταση, λοιπόν, ήταν η Μεγαλοβδομάδα, όχι υποκρισίας κι ευλάβειας, όπως μας είχαν ως τότε μάθει, μα μια τελετουργία που σ’ αυτή συμπρωταγωνιστούσαν ο Διόνυσος με τον Χριστό. Η περιφορά, λιτή μέσα από τ’ αφώτιστα τότε ακόμα δρομάκια της Πλάκας, γινόταν χωρίς τουρίστες και ήχους βαρβαρικούς. (…) Μετά την περιφορά, η πομπή κατηφόριζε στα Μπακαλιαράκια, μια υπόγα στην Κυδαθηναίων, όπου επακολουθούσε τσιμπούσι με μπακαλιάρο, σκορδαλιά, χταπόδι ξιδάτο κι ελιές, όλα νηστίσιμα… (…) Κι απ’ τα Μπακαλιαράκια, η πομπή, μέσα από τους ατμούς του κρασιού που ο Διόνυσος είχε κεράσει τον Χριστό, ξετυλιγόταν Αδριανού, έμπαινε Φιλελλήνων, ακολουθώντας πορεία προς Σύνταγμα που ήταν φωταγωγημένο σεμνά με λαμπιόνια στη σειρά σαν επαρχιώτικη πλατεία, με φόντο το Παλιό Παλάτι και τον Αγνωστο Στρατιώτη. Καταλήγαμε στου “Γιαννάκη”, το περιώνυμο καφεζαχαροπλαστείο της εποχής, γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου. (…) Γύριζα στο πατρικό μου ξεσηκωμένος. Η Ανάσταση την επομένη, με τους δικούς μου στον Αγιο Βασίλειο της οδού Μετσόβου, ήταν συγκριτικά γυμνωμένη από μυστήριο…».