Κέντρα της εγκληματικής οργάνωσης ήταν η Αγία Βαρβάρα και το Ζεφύρι Αττικής, εκεί όπου δυσκολεύεται να φτάσει η Ελληνική Αστυνομία. Οι διαβόητοι Ρομά χάκερ είχαν φτιάξει και τη δική τους άτυπη «σχολή», καθώς εκπαίδευαν νεότερους Ρομά με έφεση στους υπολογιστές πώς να σπάνε συστήματα και να υποκλέπτουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ανυποψίαστων πολιτών.
Η συνολική λεία του κυκλώματος, που αποδείχτηκε πολυπληθές και με ειδική δομή, φτάνει τα 2 εκατ. ευρώ! Η εγκληματική οργάνωση που εξαρθρώθηκε από την Ασφάλεια Κατερίνης δρούσε ανά την επικράτεια και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε προσομοίαζαν σε εκείνες έμπειρων χάκερ που συνηθίζουν να παρεμβαίνουν σε κρατικής φύσεως δεδομένα.
Εντύπωση προκαλεί η διάρθρωση της σπείρας, όπως άλλωστε και ο τρόπος με τον οποίο αποσπούσε κωδικούς τραπεζικών λογαριασμών, ενώ κατάφερνε να έχει και συνεργούς που με αμοιβή 500 ευρώ παραχωρούσαν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς για μεταφορά των κλεμμένων χρηματικών ποσών.
Πιο κρίσιμος αποδείχθηκε, ωστόσο, ο ρόλος των χάκερ της οργάνωσης που έναντι αμοιβής χιλιάδων ευρώ δημιουργούσαν ειδικούς συνδέσμους και ιστοσελίδες που έμοιαζαν με εκείνες των τραπεζών, φτάνοντας να ξεγελούν ακόμη και επιχειρήσεις. Φρόντιζαν δε να στρατολογούν δεκάδες άλλους Ρομά που έπιαναν θέση στο ειδικά διαμορφωμένο και σύγχρονο call center απ’ όπου τηλεφωνούσαν στα θύματα την ίδια στιγμή που οι χάκερ έστηναν παγίδες.
Ο μακρύς κατάλογος των θυμάτων τους
Οι δράστες εκμεταλλεύονταν συχνά είτε την κοινωνική είτε την οικονομική θέση των θυμάτων για να προωθήσουν τις απάτες τους. Κατάφερναν, δε, να εξαπατούν ακόμη και λογιστές εταιρειών, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε κρίσιμης σημασίας δεδομένα. Στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων τους περιλαμβάνονται επιχειρηματίες, υπεύθυνοι γνωστών κέντρων διασκέδασης, μητροπολίτες, ακόμη και μοναχοί/ές!
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ξενοδόχου Κ.Β. από την Κάρπαθο, την οποία έπεισαν να τους γνωστοποιήσει τα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας της απ’ όπου απέσπασαν 128.700 ευρώ. Θύμα των χάκερ έπεσε και ο υπεύθυνος γνωστού κέντρου διασκέδασης επί της λεωφόρου Ποσειδώνος, από τον τραπεζικό λογαριασμό του οποίου υπεξαίρεσαν 15.000 ευρώ, ενώ ένας ιδιοκτήτης πολυτελούς ξενοδοχείου από τη Σαντορίνη είδε να κάνουν φτερά από τον τραπεζικό του λογαριασμό 135.000 ευρώ.
Από ιδιοκτήτη γνωστού beach bar στην Ιο άρπαξαν με την ίδια μέθοδο 138.000 ευρώ και από ιδιοκτήτη καταστήματος με κυνηγετικά είδη επί της οδού Πειραιώς 60.000 ευρώ. Από υπεύθυνη λογιστηρίου ασφαλιστικής εταιρείας στην Κατερίνη υπεξαίρεσαν 5.000 ευρώ και από βοηθό λογιστηρίου εταιρείας με έδρα το Αιγίνιο Πιερίας 125.886 ευρώ.
Εφτασαν μάλιστα στο σημείο να εξαπατήσουν μέχρι και εκπροσώπους της Ιεράς Μητρόπολης Φθιώτιδας, από τους οποίους πήραν 21.400 ευρώ, χρησιμοποιώντας άγνωστους τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά και μια μοναχή της Καθολικής Εκκλησίας στην Ερμούπολη της Σύρου, από την οποία υπεξαίρεσαν 49.500 ευρώ. Θύμα των Ρομά χάκερ έπεσε άλλη μια μοναχή της Ιεράς Μονής Αδελφών του Ελέους της Καθολικής Εκκλησίας, από την οποία απέσπασαν 49.500 ευρώ. Από την ιδιωτική κλινική «Λευκός Σταυρός» στην Αθήνα απέσπασαν συνολικά 105.975 ευρώ, εξαπατώντας τον αρμόδιο υπάλληλο.
Προκειμένου να μεγεθύνουν την πλεκτάνη, οι Ρομά εκμεταλλεύονταν ακόμη και τη «Διαύγεια», όπως και κρατικές επιχορηγήσεις, στις οποίες πατούσαν για να αλιεύσουν περισσότερα θύματα με το πρόσχημα της παροχής βοήθειας. Στις περιπτώσεις δε που ήθελαν να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ χρησιμοποιούσαν στα τηλεφωνήματα και τρίτο πρόσωπο, το οποίο έπαιζε τον ρόλο είτε λογιστή είτε συγγενή του προσώπου που τηλεφωνούσε.
87 «χτυπήματα» σε έξι μήνες
Σε αυτό το σημείο ενδιαφέρον έχει η ακτινογραφία της δράσης των Ρομά κατά τους τελευταίους μήνες. Οπως αποκαλύπτεται, τα χτυπήματα ξεκίνησαν από τον Ιούλιο του 2022, με τις απάτες συνολικά, μέσα σε διάστημα περίπου έξι μηνών, να φτάνουν τις 87 και η λεία τα 2 εκατ. ευρώ. Τα κέντρα από όπου ξεκινούσε το στήσιμο της πλεκτάνης ήταν το Ζεφύρι και η Αγία Βαρβάρα.
Εκείνο που αποδεικνύεται είναι η μεγάλη εξοικείωση με τα λεγόμενα ευάλωτα σημεία του Διαδικτύου, δηλαδή τα σημεία που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προκειμένου να δημιουργήσουν πλατφόρμες με τις οποίες θα παραπλανούσαν τα υποψήφια θύματα. Αρχικά η σπείρα κατάφερνε να πείσει τους δικαιούχους λογαριασμών με διαφόρων ειδών προσχηματικές ενέργειες να της παραχωρήσουν απόρρητα τραπεζικά στοιχεία.
Το τηλεφωνικό κέντρο είχε στηθεί στις περιοχές του Ζευγολατιού και των Εξαμιλίων Κορινθίας. Στη συνέχεια, όμως, παρατηρήθηκε ότι στην ευρύτερη περιοχή της Κορινθίας οι Ρομά είχαν ενεργοποιήσει κεραίες κινητής τηλεφωνίας, κάτι που επέτρεπε τη δράση τουλάχιστον τριών ατόμων. Χρησιμοποιούσαν δε τηλεφωνικές συνδέσεις που είχαν ενεργοποιηθεί στο όνομα ανύπαρκτων αλλοδαπών ή τρίτων προσώπων (ghost phones), τις οποίες ενάλλασσαν και ανανέωναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενώ επικοινωνούσαν με κωδικοποιημένες φράσεις, κυρίως της διαλέκτου των Ρομά.
Προκειμένου όμως να μην αποκαλυφθεί ο τρόπος λειτουργίας τους, οι ανώτεροι καθοδηγούσαν τους στρατολογημένους δικαιούχους των τραπεζικών λογαριασμών να δηλώσουν λίγες ημέρες αργότερα σε αστυνομική υπηρεσία την απώλεια ή κλοπή τους. Σημειώνεται ότι εκείνοι που στρατολογούνταν, οι συνεργοί στην απάτη, είχαν μεγάλη οικονομική ανάγκη, καθώς, μεταξύ άλλων, επρόκειτο για τοξικομανείς και τζογαδόρους.
Στρατολόγηση συνεργών
Οπως φάνηκε από την άρση τραπεζικού απορρήτου, οι Ρομά αδυνατώντας να μεταφέρουν τα χρήματα σε δικούς τους λογαριασμούς ενεργοποιούσαν τα μέγιστα όρια αναλήψεων από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των στρατολογημένων δικαιούχων, δηλαδή τα ποσά που επιτρέπονταν για μεταφορά έφταναν μέχρι 5.000 ευρώ.
Οι αρχηγοί της σπείρας συνέλεγαν πληροφορίες ανά την επικράτεια από ανοιχτές πηγές του Διαδικτύου και αγγελίες, ενώ συχνά επικοινωνούσαν με τα θύματα προτού προχωρήσουν στο χακάρισμα των στοιχείων τους για να εμπλουτίσουν τις πληροφορίες τους και να είναι πειστικοί στην τελική επικοινωνία. Εκμεταλλεύονταν μάλιστα κρατικές επιχορηγήσεις, όπως το Fuel Pass, ακόμα και αναρτήσεις στη «Διαύγεια».
Ολα ξεκινούσαν όταν ένα από τα μέλη επικοινωνούσε τηλεφωνικά και με κάποιο πρόσχημα, όπως εξόφληση χρέους από προηγούμενη αγορά προϊόντων ή προκαταβολή αξίας παρεχόμενης υπηρεσίας, προσπαθούσε να μάθει τον IBAN του λογαριασμού του υποψήφιου θύματος. Κατά την επικοινωνία του τηλεφωνητή με το θύμα συμμετείχε ενίοτε και άλλος δράστης, άνδρας ή γυναίκα, τον οποίο σύστηνε ο πρώτος ως λογιστή ή παιδί του, που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση της ηλεκτρονικής συναλλαγής.
Λαμβάνοντας οι Ρομά γνώση του αριθμού IBAN, έστελναν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή στην τηλεφωνική σύνδεση των θυμάτων τους κατάλληλα διαμορφωμένο μήνυμα με περιεχόμενο ανάλογο της εξόφλησης οφειλής που περιείχε υπερσύνδεσμο, ο οποίος οδηγούσε σε διαδικτυακό περιβάλλον παρόμοιο με εκείνο του τραπεζικού ιδρύματος του υποψήφιου θύματος με κενά, προς συμπλήρωση, πεδία για τη δήθεν έγκριση της πληρωμής. Οταν μάλιστα επρόκειτο για επιχείρηση, ο δράστης με διάφορα προσχήματα, όπως την έκδοση τιμολογίου στο όνομα της επιχείρησης, ζητούσε να πληροφορηθεί το IBAN του εταιρικού λογαριασμού με σκοπό τη μεγιστοποίηση του παράνομου κέρδους.
Με αυτόν τον τρόπο ο δράστης έπειθε το θύμα να συμπληρώσει τα προσωπικά του στοιχεία, προτάσσοντας τη δικαιολογία ότι είναι απαραίτητο για την έγκριση της πληρωμής. Μόλις όμως τα συμπλήρωνε μέσω του υπερσυνδέσμου, τα στοιχεία κοινοποιούνταν στα μέλη της οργάνωσης που έτσι αποκτούσαν πρόσβαση στην ηλεκτρονική τραπεζική των θυμάτων τους και ξεκινούσαν τις μεταφορές χρημάτων.
Η διάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης
Οι τηλεφωνητές στην Κορινθία ήταν οι φυσικοί αυτουργοί των απατών, εκείνοι που συνομιλούσαν με τα θύματα και αποσπούσαν τα τραπεζικά τους στοιχεία.
Ο ρόλος άλλων μελών ήταν στην υποστηρικτική ομάδα, βρίσκονταν δηλαδή στον ίδιο χώρο με τους τηλεφωνητές κατά τη διάπραξη της απάτης και αναλάμβαναν δράση αμέσως μόλις οι τηλεφωνητές αποσπούσαν τραπεζικά στοιχεία. Οι επικεφαλής, από την άλλη, βρίσκονταν σε διαρκή συνεννόηση με τα μέλη του επιχειρησιακού κέντρου της Κορινθίας και καθοδηγούσαν τα κατώτερα μέλη της οργάνωσης προς την κατεύθυνση της συλλογής των τραπεζικών στοιχείων και καρτών.
Ενεργό δράση αναλάμβαναν στη συνέχεια οι χάκερ, οι οποίοι δημιουργούσαν υπερσυνδέσμους και πανομοιότυπες ιστοσελίδες με τις τραπεζικές, και για κάθε δουλειά πληρώνονταν έως και 1.000 ευρώ. Ακολουθούσαν οι εισπράκτορες, που λάμβαναν απευθείας εντολή από τα ανώτερα μέλη του κέντρου συλλογής του Ζεφυρίου και της Αγίας Βαρβάρας, στρατολογούσαν δικαιούχους τραπεζικών λογαριασμών και τελικά πραγματοποιούσαν τις αναλήψεις. Η χρηματική αμοιβή που λάμβαναν για τις υπηρεσίες τους κυμαινόταν από 700 έως 1.200 ευρώ.
Οι διαμεσολαβητές λάμβαναν, με τη σειρά τους, εντολές από τους ομαδάρχες και στρατολογούσαν δικαιούχους τραπεζικών λογαριασμών, από τους οποίους παραλάμβαναν τραπεζικές κάρτες με αμοιβή από 500 έως 700 ευρώ. Κομβικός αποδείχθηκε επίσης ο ρόλος των συνεργών στις απάτες, καθώς επρόκειτο για πρόσωπα που παρέδιδαν, αντί αμοιβής 300 με 500 ευρώ, τους κωδικούς τους για να γίνονται οι αναλήψεις.