Σε θετικό έδαφος κινήθηκαν οι εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών τους δυο πρώτους μήνες τους 2023. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT – HELLAS, οι αποστολές νωπών φρούτων και λαχανικών, τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2023 αυξήθηκαν 29% σε όγκο σε σχέση με τους ίδιους μήνες του 2022 φτάνοντας τους 349.323 τόνους. Επίσης, η αξία των εξαγωγών τους δύο πρώτους μήνες του 2023 αυξήθηκε κατά 28,7%, σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2022, φτάνοντας πλέον τα 300,695 εκατομμύρια ευρώ.
Αναλυτικά, το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, οι εξαγωγές των λαχανικών μεγεθύνθηκαν κατά 19% σε όγκο σε σχέση με τους ίδιους μήνες του 2022 (42.344 τόνοι το 2023 – 35.574 τόνοι το 2022) και η αξία 31,2%, φτάνοντας τα 47,5 εκατ. ευρώ έναντι των 36,2 εκατ. ευρώ το 2022. Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές φρούτων, τους δυο πρώτους μήνες του 2023 αυξήθηκε σε όγκο κατά 30,5%, (306.979 τόνοι το 2023 – 235.249 τόνοι το 2022) και σε αξία κατά 28,2% (253,19 εκατ. ευρώ το 2023 – 197,4 εκατ. ευρώ το 2022).
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό – μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ειδικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT – HELLAS, Γιώργος Πολυχρονάκης «στον τομέα των φρούτων πρωταγωνιστούν τα ακτινίδια, φράουλες αλλά και τα μανταρίνια ενώ στον τομέα των κηπευτικών οι πατάτες και τομάτες».
Και πρόσθεσε «τον φετινό Ιανουάριο συνεχίσθηκε η αύξηση των εξαγωγών του τελευταίου τριμήνου του 2022 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021, κατά 24% κατ’ όγκο και κατά 25,7% σε αξία, με τις μεσοσταθμικές τιμές εξαγωγής ελαφρώς βελτιωμένες (+1,4%) μη καλύπτοντας ωστόσο την αύξηση του κόστους παραγωγής».
Ιδιαίτερα δυναμικά εξελίχθηκε ο Φεβρουάριος, καθώς οι εξαγωγές αυξήθηκαν 34,9% σε όγκο και 31,9% σε αξία έναντι του ιδίου μήνα το 2022, ενώ μειωμένη κατά 2,2% ήταν η μεσοσταθμική τιμή. «Η σταθερότητα στις μεσοσταθμικές τιμές πώλησης (-0,2%) το πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους δεν συμβάλει ωστόσο στα κυριότερα προϊόντα στην κάλυψη του κόστους που έχει αύξηση της τάξεως 30-35%» υπογραμμίζει ο κ. Πολυχρονάκης.
Σε καλό επίπεδο οι εξαγωγές και το Μάρτιο – Ανησυχία για τις εισαγωγές
Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία, οι εξαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών το Μάρτιο εμφανίζονται αυξημένες κατά 49,2% σε όγκο, έναντι του ίδιου μήνα το 2022. «Το εξαγωγικό μας εμπόριο να ανταποκρίνεται στην αυξημένη ζήτηση καθώς οι καταναλωτές στην Ευρώπη έστρεψαν την προτίμησή τους στα χειμερινά φρούτα και κυρίως τα εσπεριδοειδή και την φράουλα» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ειδικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Γιώργος Πολυχρονάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο «η αγορά σταθεροποιήθηκε, αλλά τις εβδομάδες πριν το Πάσχα οι τιμές των λαχανικών αυξάνονταν συνεχώς. Ωστόσο μετά το τέλος της εορταστικής περιόδου του Πάσχα και της αυξημένης ζήτησης, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν καθώς οι αγορές που αντιμετώπισαν το μεγαλύτερο μέρος των ελλείψεων, διεύρυναν τις εισαγωγές από τρίτες χώρες και εισήγαγαν τα πρώτα εαρινά-θερινά φρούτα και λαχανικά».
Αντίστοιχα ανησυχητική εξέλιξη υπήρξε στις εισαγωγές νωπών φρούτων και λαχανικών. Πιο συγκεκριμένα, τους δύο πρώτους μήνες του 2023 οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 9,4% σε όγκο ενώ μειώθηκαν κατά 1,7% σε αξία.
«Διακινούνται ατυποποίητα προϊόντα»
Για διακίνηση ατυποποίητων προϊόντων κατευθείαν από το χωράφι, χωρίς να έχει γίνει η συσκευασία τους από τυποποιητικές μονάδες και χωρίς την προβλεπόμενη σήμανση για την προέλευσή τους, κάνει λόγο ο Πολυχρονάκης. Όπως σημείωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «ο κλάδος έχει κλονιστεί τόσο από την αύξηση του κόστους παραγωγής (ενέργεια, εισροές παραγωγής), τις συνέπειες από την έλλειψη των εργατών γης όσο και από τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής που έχουν επηρεάσει τη παραγωγή».
Ο κ. Πολυχρονάκης τονίζει ότι πρέπει να αυξηθούν οι έλεγχοι προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα «διακίνησης ατυποποίητων φρούτων και λαχανικών κυρίως προς τις γειτονικές αγορές για να μην πληγεί η φήμη των εξαιρετικών ελληνικών προϊόντων». Τέλος επισημαίνει ότι οι παραγωγοί θα «πρέπει να στηριχθούν λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής, προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητά των προϊόντων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν και πρωτοβουλίες για να λυθεί το ζήτημα που έχει προκύψει με την έλλειψη των εργατών γης».