Ο Αναστάσιος Χαραλάμπης γεννήθηκε το 1862 και καταγόταν από ιστορική Αχαϊκή οικογένεια. Είχε διατελέσει αντιστράτηγος του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και δύο φορές υπουργός των στρατιωτικών (1917, 1922).
Το 1922 η επαναστατική επιτροπή διόρισε Πρωθυπουργό τον Αλ. Ζαΐμη και επειδή έλειπε στο εξωτερικό διόρισε προσωρινό πρωθυπουργό τον Σ. Κροκιδά. Αλλά επειδή και αυτός έλειπε εκτός Αθηνών όρκισε μόνο για μια ημέρα τον ταυτόχρονα ορκισθέντα υπουργό Στρατιωτικών αντιστράτηγο Αν. Χαραλάμπη. Απεβίωσε στις 11 Μαρτίου 1949.
Αναστάσιος Χαραλάμπης
O Στυλιανός Γονατάς (Πάτρα, 15 Αυγούστου 1876 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 1966) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Είχε ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα στον Στρατό Ξηράς την περίοδο μέχρι και το 1924 και πρωταγωνίστησε, μαζί με τους αξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Αλέξανδρο Οθωναίο και τον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου, στην επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 που έδιωξε τον βασιλιά Κωνσταντίνο και στη δίκη των έξι. Εν συνεχεία αναμείχθηκε με την πολιτική και κατέλαβε αρκετές φορές την θέση του υπουργού όπως και του γερουσιαστή και του προέδρου της Γερουσίας. Στη Κατοχή μεταξύ άλλων ασχολήθηκε με την δημιουργία των ταγμάτων Ασφαλείας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ίδρυσε δικό του κόμμα, το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων αλλά αργότερα σχεδόν αποσύρθηκε από τον πολιτικό βίο της χώρας.
Στυλιανός Γονατάς
Ο Γονατάς γεννήθηκε στην Πάτρα όπου τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Πατρών και το 1892 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων. Αποφοίτησε πρώτος μετά από την πενταετή εκπαίδευση, όπως οριζόταν εκείνη την εποχή. Ήταν γιος του Αρεοπαγίτη δικαστικού Επαμεινώνδα Γονατά κι εγγονός του Στυλιανού Γονατά επίσης αξιωματικού του Στρατού Ξηράς.
Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1907-1909) υπηρέτησε ως υπολοχαγός στη Θράκη. Το 1909, κατά την επανάσταση του Γουδί (15 Αυγούστου 1909) ορίστηκε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο σαν υπασπιστής του αρχηγού της επανάστασης συνταγματάρχη, Νικολάου Ζορμπά.
Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στην εκστρατεία της Κριμαίας και στη Μικρασιατική εκστρατεία, αρχικά ως επιτελάρχης Σώματος στρατού και ως διοικητής μεραρχίας αργότερα, φέροντας τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Μετά την υποχώρηση από το μικρασιατικό μέτωπο και με την έκρηξη της επανάστασης της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στη Χίο και Μυτιλήνη, ανατέθηκε στον Γονατά η αρχηγία της επανάστασης.
Στις 14 Νοεμβρίου 1922 έγινε πρόεδρος της Κυβέρνησης παραμένοντας σε αυτήν την θέση μέχρι την 11η Ιανουαρίου 1924 οπότε και παρέδωσε την Αρχή στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στη διάρκεια της θητείας του ασκούσε παράλληλα και κατά διαστήματα τα καθήκοντα του υπουργού Ναυτικών, Στρατιωτικών και του Υπουργού Εξωτερικών (από 05/11/1923-11/01/1924).
Μετά την αποστρατεία του ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε «πληρεξούσιος Αθηνών» για πρώτη φορά κατά τις εκλογές της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης (1923). Με ψήφισμα στις 31 Μαΐου 1924 προήχθη μαζί με τον Νικόλαο Πλαστήρα σε αντιστράτηγο. Στις Γερουσιαστικές εκλογές του του 1929 (21 Απριλίου) εξελέγη πρώτος γερουσιαστής στο νομό Αττικής και Βοιωτίας. Το ίδιο διάστημα, διετέλεσε Υπουργός Γενικός Διοικητής θεσσαλονίκης και Υπουργός Γενικός Διοικητής Μακεδονίας (16 Δεκεμβρίου 1929 – 4 Νοεμβρίου 1932). Στις 4 Ιανουαρίου 1931 παραβρέθηκε στα εγκαίνια της αντισημιτικής οργάνωσης 3Ε (Εθνική Ένωσις «Ελλάς»), οργάνωση την οποία υποστήριζε.
Αργότερα, εκλέχθηκε τρεις φορές πρόεδρος της Γερουσίας (4 Νοεμβρίου 1932, 1 Απριλίου 1933 και 8 Μαρτίου 1934) παραμένοντας στην θέση μέχρι την 1 Απριλίου 1935 όταν καταργήθηκε η Γερουσία. Ήταν από τους ηγέτες του βενιζελικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935.
Ο Στυλιανός Γονατάς, λόγω της ενεργούς αντίστασής του κατά του Μεταξά, συνελήφθη το 1938 και εξορίσθηκε πρώτα στη Μύκονο και το 1939 στη Σύρο όπου παρέμεινε μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν ένας από τους εμπνευστές, από κοινού με το Θεόδωρο Πάγκαλο, της ίδρυσης και συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας (ένοπλων παραστρατιωτικών μονάδων, υπαγόμενων στην γερμανική διοίκηση, που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατακτητές ενάντια στο αντιστασιακό κίνημα).
Το σχέδιο του Γονατά ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας από την μία να αποτρέψουν πιθανή στρατιωτική επικράτηση και επιβολή του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ στην Ελλάδα, και από την άλλη να στελεχωθούν όσο γινόταν περισσότερο από έμπιστους βενιζελικούς-δημοκρατικούς αξιωματικούς, ώστε μετά το τέλος του πολέμου η βενιζελική παράταξη να βρεθεί σε θέση ισχύος έναντι πιθανής επιστροφής του βασιλιά στην χώρα. Μεταξύ άλλων κατηγορήθηκε για την εκτέλεση του στελέχους του αντιστασιακού ΕΔΕΣ Αθηνών Δημητρίου Γιαννακόπουλου.
Ωστόσο γρήγορα αποστασιοποιήθηκε από το όλο εγχείρημα των Ταγμάτων Ασφαλείας λόγω των αγριοτήτων που διέπραξαν κατά του άμαχου πληθυσμού και της επικράτησης φιλοβασιλικών ακροδεξιών στοιχείων στην καθοδήγησή τους.
Στη διάρκεια της κατοχής φυλακίσθηκε επί τετράμηνο στις φυλακές του Χαϊδαρίου το 1943.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, διαφώνησε με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη (αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων) και ίδρυσε στις 18 Μαρτίου 1945 δικό του κόμμα, το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων (Ε.Φ.). Το κόμμα ιδρύεται μετά το μνημόσυνο για τα 9 χρόνια από το θάνατο του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, στον Πειραιά και δη σε υπαίθρια συγκέντρωση μετά το μνημόσυνο. Πήρε μέρος στις εκλογές του 1946 μέσα από τον συνασπισμό των κομμάτων με τον τίτλο Ηνωμένη Παράταξης Εθνικοφρόνων εκλέγοντας 32 Βουλευτές.
Το κόμμα διελύθη από τον ίδιο στις 20 Ιανουαρίου 1950 συγχωνεύοντάς το με το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο πλέον. Έμβλημα του κόμματος ήταν η βενιζελική άγκυρα πλαισιωμένη από φύλλα δάφνης.
Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 έλαβε μέρος συμπράττοντας σε όλη την Ελλάδα με το Λαϊκό Κόμμα επιτυγχάνοντας και την εκλογή άνω των 30 βουλευτών. Στο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για την επάνοδο του Βασιλέως Γεωργίου Β΄, ο Γονατάς τάχτηκε με όλες του τις δυνάμεις υπέρ της επανόδου.
Μετεκλογικά ανέλαβε επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Tσαλδάρη το υπουργείο Δημοσίων Έργων (18 Απριλίου 1946 – 24 Ιανουαρίου 1947) και στη συνέχεια επί κυβερνήσεως Δημητρίου Μαξίμου μέχρι 29η Αυγούστου 1947.
Ένα χρόνο πριν τις εκλογές στις 5 Μαρτίου 1950 το κόμμα των Ε.Φ. αποτέλεσε συνασπισμό με το Εθνικό Κόμμα του Ναπολέοντος Ζέρβα. Ο συνασπισμός όμως αυτός διαλύθηκε πριν τις εκλογές όπως και το ίδιο το Ε.Φ. στις 20 Ιανουαρίου 1950. Σε εκείνες τις εκλογές ο Γονατάς έλαβε μέρος μέσα από τις τάξεις του Κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά, για πρώτη φορά στον πολιτικό του βίο, δεν κατάφερε να εκλεγεί.
Ο Στυλιανός Γονατάς κατά την πολιτική του σταδιοδρομία χρημάτισε ακόμη υπουργός των Ναυτικών, υπουργός των Στρατιωτικών, υπουργός Γεωργίας και υπουργός Εσωτερικών για σύντομα κάθε φορά διαστήματα.
Το 1958 εξέδωσε τα Απομνημονεύματα Στυλιανού Γονατά 1897-1957 που θεωρούνται πηγή για εκείνη την περίοδο.
Ως πρώην πρωθυπουργός μετείχε στο Συμβούλιο του Στέμματος κατά την πολιτική κρίση του 1965. Εκεί, υποστήριξε τον παλαιό φίλο και συνεργάτη του Γεώργιο Παπανδρέου, που πρότεινε άμεση διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών κατά την περίοδο των Ιουλιανών, τις οποίες αρνήθηκε ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Τον επόμενο χρόνο, στις 29 Μαρτίου του 1966, ο Στυλιανός Γονατάς πέθανε σε ηλικία 90 ετών και κηδεύτηκε στην Αθήνα δημοσία δαπάνη. Η κόρη του, Αγγελική, είναι παντρεμένη με τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη.
Στον Στυλιανό Γονατά είχε απονεμηθεί τον Ιανουάριο του 1924 ο Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος από τον αντιβασιλέα Κουντουριώτη με πρόταση του Ελευθερίου Βενιζέλου ως υπουργού των Εξωτερικών, για τη συνεισφορά του στην επανάσταση του 1922, καθώς και για την εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στην Ελλάδα, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί από τους Τούρκους.
Ανδρέας Μιχαλακόπουλος
Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος (17 Μαΐου 1875 – 7 Μαρτίου 1938) ήταν Έλληνας πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο 7 Οκτωβρίου 1924 – 26 Ιουνίου 1925 και υπήρξε στενός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1875 στην Πάτρα όπου τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Πατρών. Εισήλθε στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων πρώτος με βαθμό άριστα μεταξύ 100 υποψηφίων στις 29 Οκτωβρίου 1892 και διακρινόταν για τον χαρακτήρα του, την ευφυΐα και τις γνώσεις του. Ταυτόχρονα ήταν γραμμένος και στην Νομική Σχολή . Παραιτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1894 ως αρχηγός της δεύτερης τάξης της σχολής λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του Σπήλιου Μιχαλακόπουλου και παρά την επίπονη προσπάθεια του βασιλέα Γεωργίου Α’ να του πληρώσει τα δίδακτρα από το βασιλικό ταμείο.
Τελικά ως μοναδικός προστάτης της οικογένειάς του συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Αργότερα σπούδασε Νομική στην Γαλλία, την Γερμανία και την Αθήνα.
Εντάχθηκε στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και εξελέγη βουλευτής Αχαΐας πρώτη φορά το 1911. Διετέλεσε πολλές φορές υπουργός και ήταν από τους πρωτοστάτες στο κίνημα του 1916. Το 1924 ίδρυσε το Κόμμα των Συντηρητικών Φιλελευθέρων.
Η παρουσία του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας ήταν βραχύβια δεδομένης της εκδημίας του ιδρυτή του στα 1938.Στις 7 Οκτωβρίου 1924 σχημάτισε κυβέρνηση μαζί με το κόμμα του Γεώργιου Κονδύλη η οποία ανετράπη στις 26 Ιουνίου 1925 από τη δικτατορία Παγκάλου.
Επανήλθε το 1926 ως υπουργός εξωτερικών με την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη και το 1928 ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Έγινε ξανά υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1929, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Κοινωνία των Εθνών και έλαβε μέρος σε πολλές διασκέψεις.
Συμμετείχε μαζί με τον Βενιζέλο στις διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη της Λωζάνης και συνυπέγραψε το Σύμφωνο Ειρήνης και Φιλίας Ελλάδος Τουρκίας στην Άγκυρα το 1930. Εξορίστηκε από την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά στην Πάρο όπου αρρώστησε και πέθανε στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός στις 7 Μαρτίου 1938.
Υπήρξε εξαιρετικός κοινοβουλευτικός ρήτορας και πολιτικός με σπάνια χαρίσματα. Ήταν φανατικός βιβλιόφιλος έχοντας βιβλιοθήκη 30.000 τόμων. Η οικία του σώζεται ακόμα και σήμερα στην Πάτρα στην Πλατεία Όλγας στην γωνία Αράτου και Ρήγα Φεραίου.
Υπηρέτησε πολλές φορές σε κυβερνήσεις των Ελευθερίου Βενιζέλου, Αλέξανδρου Ζαΐμη και Κωνσταντίνου Τσαλδάρη ως υπουργός: Εθνικής Οικονομίας (1912-1916), Γεωργίας (1917-1918), Στρατιωτικών (1918), Γεωργίας (1920), Οικονομικών (Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1924), Εξωτερικών (1928-1933).
Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1873 και ήταν γιος του Επαμεινώνδα Μάξιμου, εμπόρου, και της Ασπασίας Λόντου. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από παλαιά οικογένεια της Χίου ενώ από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την οικογένεια Λόντου και ήταν εγγονός του Ανδρέα Χ. Λόντου, δημάρχου Πατρέων και προέδρου της Βουλής, και πρώτος ξάδελφος των Δημητρίου Λόντου, βουλευτή και υπουργού, και Γεωργίου Στρέιτ, νομομαθή και υπουργού. Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β’ Γυμνάσιο Πατρών και στη συνέχεια σπούδασε νομικά και οικονομικές επιστήμες στην Αθήνα και το Παρίσι. Από το 1891, σε πολύ νεαρή ηλικία, ξεκίνησε τραπεζική σταδιοδρομία. Το 1903 ανέλαβε τη διεύθυνση του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Πατρών και κατόπιν προήχθη στη θέση του διευθυντή του Κεντρικού Καταστήματος Αθηνών.
Το 1914 έγινε υποδιοικητής της Τράπεζας, ενώ διετέλεσε διοικητής της την περίοδο 1921 – 1922. Στα τέλη του 1922, μετά την επανάσταση Πλαστήρα – Γονατά, παραιτήθηκε και έφυγε με τη σύζυγό του στη Φλωρεντία, φοβούμενος αντίποινα από τους βενιζελικούς.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1927 και ανέλαβε οικονομικός σύμβουλος του Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη. Το 1933 εξελέγη βουλευτής του ίδιου κόμματος και αμέσως μετά αριστίνδην γερουσιαστής. Διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1933 – 1935. Επί υπουργίας του υπεγράφη το Σύμφωνο της Διαβαλκανικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας.
Κατά τη δίκη των δωσιλόγων κατέθεσε για τους κατηγορούμενους: «Κατ’ αρχάς ενόμιζον ότι δεν έπρεπε να σχηματισθή Κυβέρνησις κατοχής, όταν όμως είδον ότι οι Γερμανοί επέπεσαν ως όρνεα εις την Ελλάδα, επείσθην ότι εάν δεν εσχηματίζετο Κυβέρνησις, θα αφιέμεθα εις ουχί ισχυράς χείρας, διότι επρόκειτο να ανατεθή η διοίκησις εις υπαλληλίσκους, καθ’ όσον οι ανώτεροι υπάλληλοι δεν θα εδέχοντο να αναλάβουν την Διοίκησιν και είπα τότε εις τον κ. Ράλλην ότι καλόν θα ήτο να δεχθή τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως.
Όλοι οι αποτελούντες τας Κυβερνήσεως κατέβαλον εξαιρετικάς προσπάθειας να εξυπηρετήσουν τον Λαόν και να βοηθήσουν τους συμπολίτας των» και περαιτέρω «επαναλαμβάνω ότι όλοι επί κατοχής εκυβέρνησαν τον τόπο από λόγους πατριωτικούς»
Το 1947 ανέλαβε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνασπισμού από 24 Ιανουαρίου έως 29 Αυγούστου. Κατόπιν αποσύρθηκε και έζησε ως απλός ιδιώτης. Το 1952 το ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να αγοράσει την κατοικία του Δημητρίου Μαξίμου, η οποία βρισκόταν επί της οδού Ηρώδου Αττικού 19. Συνεστήθη επιτροπή, η οποία εκτίμησε την αξία του Μεγάρου Μαξίμου σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές.
Ο ίδιος δήλωσε ότι αποδέχεται να πουλήσει την οικία του στο Δημόσιο στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής, στα 5,75 δισεκατομμύρια δραχμές. Επιπλέον δε, προσέφερε στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρίσκονταν σε αυτή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων. Από το 1982 το «Μέγαρο Μαξίμου» χρησιμοποιείται ως επίσημη κατοικία και γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Απεβίωσε το 1955. Ανηψιός του ήταν ο μετέπειτα υπουργός Γεώργιος Οικονομόπουλος.