Ο Απόστολος Αποστολόπουλος, 26 χρόνων σήμερα, ήξερε από μικρός πως ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμα του αγρότη. Μεγάλωσε μέσα στα κτήματα που ο πατέρας του και ο παππούς του καλλιεργούν εδώ και 66 χρόνια στην Ομβριακή Δομοκού. Ηθελε να μείνει στο χωριό, αγαπούσε τη γη. Δεν του άρεσε βέβαια ο τρόπος που έβλεπε να γίνεται η καλλιέργεια: «Με κλειστά τα μάτια. Ανάλογα με το τι λέγανε στο καφενείο. Κάθε χωράφι όμως είναι διαφορετικό. Τα φυτά έχουν στόμα και μιλάνε. Αρκεί να τα ακούσεις», λέει στην «Κ». Σπούδασε γεωπόνος και στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε για τις τελευταίες εξελίξεις στον αγροτικό κλάδο. Στα 22 του ξεκίνησε κανονικά να εργάζεται με τον πατέρα του. Η οικογένειά του είχε εδώ και χρόνια συμβόλαιο με την εταιρεία «Μέλισσα» και έδιναν όλα τα σιτηρά τους εκεί, στο εργοστάσιό της στη Λάρισα. Γι’ αυτό και όταν πριν από δύο χρόνια του είπαν πως κάποιος από τη «Μέλισσα» ήθελε να του μιλήσει, θεώρησε πως τον ήθελαν για κάτι σχετικό με την παραγωγή. Ηταν όμως κάτι διαφορετικό. Μια πρόταση να συμμετάσχει στην Ακαδημία Σίτου που λειτουργεί από την εταιρεία.
Εδώ και δέκα χρόνια καθηγητές από την Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης ταξιδεύουν στο εργοστάσιο της Λάρισας και διδάσκουν τους «μαθητές» αγρότες, στη συνέχεια επισκέπτονται τα χωράφια, συζητούν λύσεις σε θέματα που προκύπτουν και τους δίνουν πρακτικές συμβουλές. Ο Απόστολος ξεκίνησε να παρακολουθεί τα σεμινάρια με ενθουσιασμό. Κάποια στιγμή αποφάσισε πως με βάση όλα αυτά που είχε μάθει, είχε έρθει η ώρα να προτείνει στον πατέρα του κάποιες αλλαγές στον τρόπο καλλιέργειας των 1.000 στρεμμάτων τους. «Του πρότεινα κατ’ αρχάς να πάρουμε drone για ψεκασμό. Στα σιτηρά κανονικά θα μπεις στα χωράφια να ψεκάσεις μία φορά. Με drone όμως θα μπεις τρεις φορές σε όλα τα κρίσιμα στάδια». Ο πατέρας του όμως δεν το πήρε καλά. «Δεν είναι εύκολο, όταν ασχολείται κάποιος με την ίδια καλλιέργεια εδώ και 45 χρόνια. Σου λέει, κάτσε, καλλιεργώντας αυτή τη γη σε μεγάλωσα, σε σπούδασα. Δεν μπορείς να έρθεις να μου τα ακυρώσεις όλα». Ο γιος του κατανοούσε τις επιφυλάξεις του και για ακόμη ένα λόγο. Αλλοι αγρότες είχαν πάρει το drone, το είχαν χρησιμοποιήσει χωρίς να μελετήσουν τη δοσολογία ή τη διαδικασία και ολόκληρα χωράφια είχαν καεί. Τον έπεισε όμως πως τα πράγματα προχωρούν γρήγορα και ότι έπρεπε και εκείνοι να κάνουν το ίδιο. Ετσι ήταν οι πρώτοι στο χωριό που το αγόρασαν και το χρησιμοποίησαν βλέποντας ήδη πολύ καλά αποτελέσματα (και ανεβάζοντας και βίντεο στο TikTok από τη διαδικασία με μουσική υπόκρουση και πολλά likes).
Με το που ολοκλήρωσε τον κύκλο σεμιναρίων, ο Απόστολος έδωσε εξετάσεις και επιλέχθηκε από την Ακαδημία Σίτου για να πάρει μια πλήρη υποτροφία και να φοιτήσει στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή για ένα χρόνο. Τον περασμένο Σεπτέμβριο μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη.
«Είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί εάν είσαι αγρότης», λέει στην «Κ» ο Ανδρέας Κουτούγιας, ένας παλαιότερος υπότροφος της Ακαδημίας Σίτου. «Στη σχολή μαθαίνεις πράγματα που δεν φανταζόσουν. Ακόμη και αυτά που κάναμε καθημερινά, πλέον απαντήθηκε το γιατί τα κάναμε ή πώς είναι σωστό να τα κάνουμε», λέει.
Περπατάμε σε ένα από τα στρέμματα της οικογένειάς του λίγο έξω από τα Φάρσαλα. Μαζί μας είναι ο πατέρας του, Γιώργος Κουτούγιας. Ηταν προγραμματισμένο να έρθει και ο παππούς του, Βασίλης. Ενενήντα έξι ετών σήμερα, ξεκίνησε να καλλιεργεί πριν από 80 χρόνια. «Ακόμη στις καλές μέρες μας ζητάει να τον φέρουμε στα κτήματα για να δει την καλλιέργεια», λέει ο Ανδρέας. Σε αντίθεση με άλλους αγρότες δεύτερης ή τρίτης γενιάς, εκείνος ουδέποτε ένιωσε την πίεση να μπει στη δουλειά. Σπούδασε μηχανικός, αλλά εν μέσω της τεράστιας κρίσης στην οικοδομή ξεκίνησε να βοηθάει τον πατέρα του. Οταν του δόθηκε η ευκαιρία από τη «Μέλισσα» να παρακολουθήσει τα σεμινάρια και αργότερα με την υποτροφία να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, πήρε την απόφαση. «Ενιωσα πως μπορώ να αντιμετωπίσω τη γη επιστημονικά. Πως αυτό είναι το μέλλον», εξηγεί.
Αρχικώς ο πατέρας του Απόστολου δεν είδε με καλό μάτι τον ψεκασμό με drone. «Σου λέει, κάτσε, καλλιεργώντας αυτή τη γη σε μεγάλωσα, σε σπούδασα. Δεν μπορείς να έρθεις να μου τα ακυρώσεις όλα».
Παρότι δεν το έχει μετανιώσει –αγαπάει αυτό που κάνει–, τονίζει πως δεν είναι ένας εύκολος δρόμος. Και σίγουρα πως κάποιος νέος δεν μπορεί να πάρει την απόφαση να το δοκιμάσει εάν δεν υπάρχουν οι βάσεις από την οικογένεια – ο εξοπλισμός, που πλέον είναι απολύτως απαραίτητος, κοστίζει 200.000 ευρώ, ενώ οι επιδοτήσεις από το κράτος κάθε χρόνο μειώνονται αλλά και καθυστερούν. Πολλοί αγρότες δυσκολεύονται να ενταχθούν στα προγράμματα. «Μπορεί να περάσουν και μήνες μέχρι να εισπράξουμε αυτά τα χρήματα και αυτό σημαίνει πως συχνά δεν μπορούμε να είμαστε συνεπείς απέναντι στους πελάτες και τους συνεργάτες μας», σημειώνει ο Ανδρέας.
Ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του τα καταφέρνουν έχοντας πολύ καλό προγραμματισμό. Σε αυτό, λέει, βοήθησαν ο πατέρας αλλά και ο παππούς τους. «Ο αγρότης στην Ελλάδα δεν ήξερε τι είναι στιλό και χαρτί. Ολα γίνονταν χωρίς σχέδιο για την επόμενη ημέρα, με αποτέλεσμα να μπαίνουν μέσα και μετά να αναρωτιούνται το γιατί. Τη δεκαετία του ’90 που κυκλοφόρησαν πολλά χρήματα από επιδοτήσεις, όποιοι τα έριξαν στην καλλιέργεια εξελίχθηκαν και είναι σε ένα πολύ καλό στάδιο. Εάν τα έκαναν όμως εξοχικά, αυτοκίνητα και διακοπές, είναι τώρα αυτοί που νοικιάζουμε τα χωράφια τους», σημειώνει. Η οικογένειά τους καλλιεργεί σήμερα 2.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα 600 είναι νοικιασμένα. Βέβαια φέτος έχασαν τα 400 από αυτά γιατί οι ιδιοκτήτες προτίμησαν να τα νοικιάσουν για φωτοβολταϊκά.
Ο Ανδρέας έχει βάλει στόχο να εξελίσσεται συνεχώς. Νιώθει τυχερός γιατί ο πατέρας του, που είναι ακόμη στη δουλειά, τον στηρίζει σε αυτό. «Και εκείνος το ίδιο έκανε. Είχε φέρει το μεγαλύτερο τρακτέρ στο χωριό και όλοι τον κοιτούσαν με περιέργεια», θυμάται. Ο ίδιος τώρα θέλει να κάνει στροφή στα βιολογικά και να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα. Παρατηρεί πως έχουν ήδη αλλάξει οι ημερομηνίες σποράς και συγκομιδής. «Αν και ο παππούς μου θυμάται πως και στα παλαιότερα χρόνια υπήρχαν περίοδοι με κρύο τον Μάιο ή ζέστη τον χειμώνα», σημειώνει. Παίρνει, λέει, κουράγιο από αυτές τις ιστορίες, γιατί βλέπει πως η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, και αυτό τον φοβίζει.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή στο νέο του επάγγελμα τον βοηθάει και η επικοινωνία που έχει κρατήσει με συμφοιτητές του από την Αμερικανική Γεωργική Σχολή. «Με τον Θανάση από τα Γιαννιτσά που βγάζει και εκείνος σιτάρι, αλλά με χαμηλότερες αποδόσεις από εμένα, ή με τον Νίκο από τη Θήβα που έχει φοβερές αποδόσεις στο βαμβάκι. Μιλάμε τουλάχιστον μία φορά τον μήνα. Συζητάμε τις σοδειές μας, τα θέματα που προκύπτουν. Και βοηθάμε ο ένας τον άλλον». Το ίδιο συμβαίνει και με τους καθηγητές της σχολής. Πέρα από τους 160 αγρότες που έχουν συμμετάσχει στην Ακαδημία αυτά τα δέκα χρόνια, 700 αγρότες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας της «Μέλισσας» είναι συνδεδεμένοι σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες, καταχωρίζουν με τη βοήθεια των καθηγητών τα στοιχεία της καλλιέργειάς τους, τα οποία εκείνοι επεξεργάζονται με εξειδικευμένα λογισμικά ώστε να προκύπτει η ιδανική λίπανση αλλά και οι πιθανοί κίνδυνοι από ασθένειες, ενώ γίνεται και πρόγνωση της απόδοσης της καλλιέργειας με πολύ υψηλά ποσοστά ακρίβειας δίνοντάς τους πρακτικές συμβουλές.
«Η Ακαδημία Σίτου ξεκίνησε με σκοπό να βελτιωθεί η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Αυτό έγινε, αλλά στην πορεία δημιουργήθηκε και μια κοινότητα. Οσο γνωριζόμαστε βλέπουμε τους αγρότες να ανοίγονται, να μιλάνε ανοιχτά για τα προβλήματα και τα λάθη που ίσως έχουν κάνει. Και αυτό είναι ακόμη πιο πολύτιμο για το μέλλον της αγροτικής καλλιέργειας», σημειώνει ο καθηγητής της σχολής Κωνσταντίνος Ζουκίδης.
Μουσείο Σίτου: ένα σπίτι για την αγροτική μνήμη
Την περασμένη εβδομάδα ο κ. Ζουκίδης και οι νέοι αγρότες που μίλησαν στην «Κ» βρέθηκαν στη Λάρισα προσκεκλημένοι της διοίκησης του εργοστασίου «Μέλισσα» για να γιορτάσουν τα 10 χρόνια της Ακαδημίας Σίτου. «Αυτά τα δέκα δύσκολα χρόνια, μέσα από κρίσεις και capital control, δεν πάψαμε να προοδεύουμε, να επενδύουμε στην εκπαίδευση των αγροτών μας, στην έρευνα και στην τεχνολογία. Στόχος μας είναι να προάγουμε την αριστεία και στην αγροτική παραγωγή», τόνισε ο Αλέξανδρος Κίκιζας μιλώντας για το όραμά τους. Ενώ ο πρόεδρος της σχολής, Τζεφ Λάνσντεϊλ, τον ευχαρίστησε εκφράζοντας παράλληλα τη μεγάλη αγωνία του για το μέλλον του επαγγέλματος του αγρότη. «Δεν γίνεται οι Ελληνες γονείς να θεωρούν πως το επάγγελμα αυτό είναι μια αποτυχία για τα παιδιά τους. Πρέπει να αλλάξουμε αυτή τη νοοτροπία», σημείωσε.
Η βραδιά έκλεισε με τα εγκαίνια ενός μουσείου σίτου. Μια πρωτοβουλία του προέδρου της εταιρείας, Γεώργιου Κίκιζα, πατέρα του Αλέξανδρου, σε ένα χώρο εκεί δίπλα στην ακαδημία και πίσω από το εργοστάσιο που ο ίδιος έφερε στη Λάρισα πριν από ακριβώς 50 χρόνια. «Τα τελευταία χρόνια που αποσύρθηκα είχα την πολυτέλεια να ασχοληθώ με διάφορα εξωσχολικά», είπε στους παρευρισκομένους γελώντας. Η ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό του εδώ και χρόνια ή μάλλον κάθε φορά που έβρισκε σε κάποιο παλαιοπωλείο οποιοδήποτε αντικείμενο που είχε να κάνει με το σιτάρι. Το αγόραζε με ενθουσιασμό και το κρατούσε στο σπίτι τους στην Αθήνα. Οταν πριν από πέντε χρόνια άκουσε πως θα γκρέμιζαν κάποιες αποθήκες στο πίσω μέρος του εργοστασίου, ζήτησε από τον γιο του να τις κρατήσουν. Ανέλαβε την ανακαίνιση και μετέφερε εκεί την αρχική συλλογή, ενώ ξεκίνησε εντατικά να αναζητάει σε όλη την Ελλάδα και άλλα αντικείμενα: κλασικά τρακτέρ, παλιά μηχανήματα, πίνακες ζωγραφικής, γραμματόσημα, χαρτονομίσματα, ενώ συνεργάστηκε στενά με τη Βάνια Τλούπα, κόρη του Τάκη Τλούπα, που είχε φωτογραφίσει με μοναδικό τρόπο τη θεσσαλική γη και τους αγρότες.
Δημιουργώντας αυτό το μουσείο ένιωθε πως αποδίδει φόρο τιμής στον Ελληνα αγρότη αλλά και στη διαδρομή της δικής του οικογένειας που ξεκίνησε πριν από 100 χρόνια, όταν ο πατέρας του άνοιγε με τα αδέλφια του ένα μαγαζί εμπορίας τροφίμων σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας και αργότερα το εργοστάσιο ζυμαρικών στην Αθήνα. Ή όταν ο ίδιος, νέος σε ηλικία, έπαιρνε την «τολμηρή αλλά σωστή» απόφαση να μεταφέρει το εργοστάσιο στη Λάρισα. Οταν έκανε την πρώτη ξενάγηση στο μουσείο ήταν χαρούμενος και συγκινημένος. Το ίδιο ένιωσαν και οι νέοι αγρότες. «Είναι οι ιστορίες που μας διηγούνται οι παππούδες μας. Κοιτάμε μπροστά, εξελισσόμαστε, αλλά για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να κοιτάμε και πίσω. Να μην ξεχνάμε το πώς ξεκινήσαμε», είπε ο Απόστολος μετά το τέλος της ξενάγησης.