Αστέρια του Χόλυγουντ στην επαναλαμβανόμενη τροχιά του Γουές Άντερσον
Κάποιος βλέπει τη ζωή σαν ένα χορό. Είναι ανάγκη ο χορός να έχει κάποιο νόημα; Χορεύει κανείς για να ξεφαντώσει, να το ευχαριστηθεί.
Κάποιοι άλλοι εξετάζοντας όλες τις ενδείξεις αποφαίνονται ότι ήρθαμε στον κόσμο αυτόν για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα να περάσει ο καιρός και να γίνουμε μια ωραία αστρόσκονη. Μια άλλη ομάδα πιο τρυφερή βρίσκει ότι το νόημα της ζωής είναι να τα ρισκάρει κανείς όλα για την αγάπη. Αν ξεψαχνίσουμε τον κόσμο μας θα βρούμε ότι ο καθ’ ένας μας έχει και μια συνειδητή ή ασυνείδητη θεώρηση για το νόημα της ζωής, αλλά μήπως εν τέλει το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή;
Στη μικρή πόλη Asteroid City συναντάμε για πρώτη φορά τον Όγκι Στίνμπεκ πολεμικός φωτογράφος (Τζέισον Σουόρτσμαν), τη Μιτζ Κάμπελ (Σκάρλετ Τζοχάνσον) και τον Στάνλεϊ Ζακ (Τομ Χανκς). Στο βάθος του ορίζοντα ραδιενεργά μανιτάρια σηκώνονται στον ουρανό, οι πυρηνικές δοκιμές διαδέχονται η μία την άλλοι, επισκέπτες καταφθάνουν στη μέση της ερήμου για το συνέδριο των Νεαρών Αστροπαρατηρητών. Είμαστε στα 1955 πρόκειται να διεξαχθεί το ετήσιο συνέδριο «Νεαρών Παρατηρητών των Άστρων και Δόκιμων του Διαστήματος», σε μια μικρή αμερικάνική πόλη κάπου χαμένη στα βάθη των νοτιοδυτικών ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο γιορτάζεται η «Ημέρα των Αστεροειδών». Ο εορτασμός αφορά την μνημειώδη επέτειο από την 23η Σεπτεμβρίου 3.007 π.Χ. όταν ένας «χαμένος» και αλλοπαρμένος μετεωρίτης χτύπησε την πόλη. Ένας πατέρας με τα τέσσερα παιδιά του, η γυναίκα του έχει αποδημήσει εις κύριον, αλλά αυτός φροντίζει να μην το μάθουν τα βλαστάρια του, ζητά βοήθεια «επιβίωσης» από τον πρώην πεθερό του, αυτός αρνείται με παιγνιώδη διάθεση. Ενώ κάνει προσπάθειες απεγκλωβισμού ο πατέρας με τα παιδιά του και ενώ συμμετέχει σε διάφορα δρώμενα του συνεδρίου, αναπτύσσει σχέση με μια γνωστή ηθοποιό, η οποία ηθοποιός, όπως και ο πάτερ φαμίλιας, έχει κι αυτή έναν γιο. Για να μην πλήξουμε ένα ΑΤΙΑ και ένας εξωγήινος φτάνουν στην πόλη, κάτι που αναγκάζει την κυβέρνηση να κλείσει τις εισόδους και τις εξόδους της πόλης και να έχουμε μια ωραία περίκλειστη και ζοφερή καραντίνα σε παστέλ χρώματα, ειρωνική διάθεση και υπαρξιακά παιχνιδίσματα.
-Στη μοναξιά μου έμαθα να πιστεύω απόλυτα και άκριτα αυτούς που αγαπώ. Δεν ξέρω αν είσαι σ’ αυτούς αλλά η κόρη μου και τα τέσσερα παιδιά σας, σίγουρα, λέει ο δύστροπος πεθερός και γλυκανάλατος παππούς.
Το σενάριο, το οποίο έγραψαν ο Άντερσον και ο συνήθης συνεργάτης του Ρόμαν Κόπολα, είναι γεμάτο με το χαρακτηριστικό ξηρό, στεγνό αλλά πελεκημένο χιούμορ του Άντερσον και τις οδυνηρές παρατηρήσεις του για την ανθρώπινη φύση. Οι διάλογοι σπινθηροβολούν και είναι συχνά διανθισμένοι από αμήχανες αλλά και αξιαγάπητες στιγμές ενδοσκόπησης. Παρά το σκηνικό επιστημονικής φαντασίας, η ταινία παραμένει προσγειωμένη στην εξερεύνηση της ανθρώπινης κατάστασης, θίγοντας θέματα μοναξιάς, αγάπης και συναισθημάτων, λαχτάρας και αναζήτησης νοήματος σε έναν αβέβαιο κόσμο.
Ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στην ταινία είναι το επιμελώς εμπνευσμένο soundtrack, που περιλαμβάνει ένα μείγμα από νοσταλγικές μελωδίες και πρωτότυπες συνθέσεις από τον μόνιμο συνεργάτη του Άντερσον, τον ελληνογάλλο Αλεξάντρ Ντεσπλά, λίγες ημέρες πριν από την πολυαναμενόμενη συναυλία του στην Αθήνα. Η μουσική ενισχύει τους συναισθηματικούς παλμούς της ταινίας, δημιουργώντας μια μελαγχολική αλλά και ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα που αντηχεί στο κοινό για «πολλές στιγμές» μετά τους τίτλους τέλους.
Ο Γουές Άντερσον (“Οικογένεια Τενενμπάουμ”, “Ξενοδοχείο Grand Budapest”) δυο χρόνια μετά τη “Γαλλική Αποστολή”, στήνει ένα Sci-fi δικού του τύπου και εμπνεύσεως γιατί καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι ο Άντερσον είναι ο σκηνοθέτης των παστέλ εμπνεύσεων, των γεωμετρικών απεικονίσεων και των αδηφάγων εντυπώσεων.
Όπως γνωρίζουμε από τις προηγούμενες ταινίες του Άντερσον, το Asteroid City είναι η 11, η διανομή των ηθοποιών είναι γεμάτη με τα σπουδαιότερα ονόματα του Χόλυγουντ όπως: Τζέισον Σβάρτζμαν, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τομ Χανκς, Τίλντα Σουίντον, Μπράιαν Κράνστον, Έντουαρντ Νόρτον, Άντριεν Μπρόντι, Μάγια Χοκ, Στιβ Καρέλ, Ματ Ντίλον, Χονγκ Τσάου, Μάργκο Ρόμπι και Τζεφ Γκόλντμπλουμ . «Τελικά, ελπίζω ότι όποιος δει την ταινία θα βρει όλα της τα στοιχεία ενδιαφέροντα και διαφωτιστικά. Εμείς στοχεύσαμε σε κάτι κοντινό σε ένα ποίημα. Αυτός ήταν ο στόχος μας. Ένας ποιητικός διαλογισμός σε διαφορετικά θέματα» καταλήγει ο Άντερσον.
Το “Asteroid City” του Γουές Άντερσον είναι μια γοητευτική και ιδιόρρυθμη εξόρμηση στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, εμποτισμένη με το χαρακτηριστικό γεωμετρικά ρομαντικό στυλ του σκηνοθέτη η οποία είναι διαποτισμένη με τη ρήση του Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν «Δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε εδώ, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο λόγος δεν είναι για να περάσουμε καλά». Όπως είναι αναμενόμενο από τον Άντερσον, οι εικόνες της ταινίας είναι ένα εικαστικό εμπνευσμένο δημιούργημα, μια πλούσια αισθητική εμπειρία. Τα λεπτοδουλεμένα κατασκευασμένα σκηνικά, εμποτισμένα με απαλές χρωματικές αποχρώσεις και σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια, ζωντανεύουν την πόλη με τρόπο που μοιάζει ταυτόχρονα νοσταλγικός και απόκοσμος. Από την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική των κτιρίων της πόλης μέχρι τα άψογα στυλιζαρισμένα κοστούμια των κατοίκων της, κάθε καρέ είναι μια απόδειξη της γνωστής ξεχωριστής οπτικής ευαισθησίας του Άντερσον.
Ωστόσο, η ταινία έχει αρκετές αδυναμίες και πολλές επαναλήψεις. Ο ρυθμός περιστασιακά υστερεί, και ορισμένες υποπλοκές μοιάζουν υποανάπτυκτες, αφήνοντας ορισμένους χαρακτήρες και αφηγηματικά νήματα που θα ήθελαν περαιτέρω εξερεύνηση. Ο Άντερσον είναι αλήθεια ότι σιγά, σιγά εγκλωβίζεται στο όραμα που ήδη μας έχει αναπτύξει με μεγαλύτερη ενάργεια και εντονότερη συγκίνηση στις προηγούμενες ταινίες του. Είναι αλήθεια ότι οι δημιουργοί στην ουσία γυρίζουν μια ταινία ξανά και ξανά με άλλον τρόπο, αλλά οι συνεχείς κινηματογραφικές μνείες, η αυτοαναφορική εικαστική αρτιότητα και η έλλειψη συγκίνησης, στενεύουν το έργο του σπουδαίου αυτού κινηματογραφιστή και οδηγούν το χαρακτηριστικό σκηνοθετικό του στυλ σε ένα παράταιρο, παράξενο, επαναλαμβανόμενο και συναισθηματικά φαύλο κύκλο. Κάθε ταινία του Γουές Άντερσον είναι ούτως ή άλλως μια ενδιαφέρουσα εμπειρία αν και σιγά, σιγά ο σκηνοθέτης εγκλωβίζεται και τυποποιείται, αλλά όπως έλεγε ο μεγάλος Άλφρεντ Χίτσκοκ «Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης. Αν κάνω τη Σταχτοπούτα, το κοινό αμέσως θα ψάξει να δει αν υπάρχει πτώμα στην άμαξα». Το ζήτημα όμως με τον κινηματογράφο είναι αυτό που κάνει ο δημιουργός να το κάνει τόσο καλά, τόσο έντονα και τόσο συναρπαστικά, ώστε όλοι να θέλουν να το ξαναδούν και να φέρουν και τους φίλους τους να λάβουν την Θεία Κοινωνία ενός σπουδαίου έργου τέχνης.