Σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς των απολύσεων και των αποζημιώσεων για όσους εργαζομένους απολύονται φέρνει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που εγκρίθηκε χθες από το υπουργικό συμβούλιο, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει λόγο για ένα νομοσχέδιο με «πολύ σημαντικές θετικές αλλαγές, οι οποίες επέρχονται στην απασχόληση, στα ευρωπαϊκά πρότυπα».
Αν και όλο το προηγούμενο διάστημα το βάρος της κριτικής έπεσε στις διατάξεις που αφορούν την απασχόληση σε δεύτερο εργοδότη και στη θεσμοθέτηση νέων, ευέλικτων μορφών απασχόλησης, στο νομοσχέδιο υπάρχουν κι άλλες σημαντικές διατάξεις, όπως αυτές που προβλέπουν την ακυρότητα της καταγγελίας απόλυσης αν διαπιστωθεί ότι αυτή προκλήθηκε λόγω άσκησης από τον εργαζόμενο των νόμιμων δικαιωμάτων του που απορρέουν από την οδηγία 2019/1152. Ξεκαθαρίζεται το τοπίο αναφορικά με τη δοκιμαστική περίοδο και την αποζημίωση απόλυσης εντός και εκτός 12μήνου, επισημαίνεται η ακυρότητα της απόλυσης σε περίπτωση άρνησης του εργαζόμενου να δεχθεί διευθέτηση του χρόνου εργασίας και ορίζεται ρητά πως δεν δικαιούται αποζημίωση εργαζόμενος που λείπει από την εργασία του 5 συνεχόμενες εργάσιμες ημέρες. Αναλυτικά, στο νομοσχέδιο υπάρχει διάταξη με την οποία τίθεται ως ανώτατο όριο για τη δοκιμή της εργασιακής συνεργασίας και σχέσης μεταξύ εργοδότη – εργαζομένου το εξάμηνο, με το υπουργείο Εργασίας να θεωρεί πως είναι επαρκής και εύλογος χρόνος για να διαγνώσει κάθε εργοδότης την επάρκεια ή ακαταλληλότητα ενός νεοπροσληφθέντος. Μετά το πέρας αυτής της δοκιμαστικής περιόδου, η σύμβαση γίνεται αορίστου χρόνου. Προσοχή, όμως. Ως ημερομηνία έναρξης της σύμβασης εργασίας θεωρείται η ημερομηνία έναρξης της δοκιμαστικής περιόδου. Ετσι ο εργαζόμενος θα μπορεί να απολαμβάνει όλα τα δικαιώματά του. Επίσης, εφόσον απολυθεί, το διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου θα προσμετράται για την αποζημίωσή του.
Αλλη διάταξη του νομοσχεδίου, άλλωστε, ορίζει ρητά ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για τους πρώτους 12 μήνες από την ημέρα ισχύος της μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης. Εκτός, βέβαια, αν συμφωνήσουν κάτι άλλο τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο εργαζόμενος που θα επιλέξει να απασχοληθεί σε άλλους εργοδότες παράλληλα απαγορεύεται να απολυθεί από τον πρώτο εργοδότη γι’ αυτόν τον λόγο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η απόλυση είναι άκυρη.
Πρόνοιες υπάρχουν για την πιθανότητα εκδικητικής απόλυσης. Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο ορίζει πως η απόλυση θεωρείται εκδικητική και είναι άκυρη εάν διαπιστωθεί ότι αυτή προκλήθηκε λόγω άσκησης από τον εργαζόμενο των νόμιμων δικαιωμάτων του που απορρέουν από την οδηγία, η κύρωση της οποίας άλλωστε αποτελεί τον κορμό της κυβερνητικής παρέμβασης.
Επίσης επαναλαμβάνεται η διάταξη που αφορά την περίπτωση μη συναίνεσης στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (ευέλικτο 10ωρο), καθώς απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας γι’ αυτόν τον λόγο.
Επιπλέον ορίζεται πως η αδικαιολόγητη αποχή του εργαζομένου από την εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε συναπτών εργάσιμων ημερών μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία σύμβασης εκ μέρους του εργαζομένου.
Στο νομοσχέδιο ξεκαθαρίζεται, τέλος, πως η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη εφόσον οφείλεται σε δυσμενή διάκριση εις βάρος του εργαζομένου, λόγω φύλου, φυλής, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας κ.λπ., ή γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος του εργαζομένου.