Πόσα κλισέ μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία; Σουβλάκια που ψήνονται με μουσική υπόκρουση το «Opa» του Γιώργου Αλκαίου, ο φραπές που προσφέρεται μόλις οι ήρωες πατήσουν το πόδι τους σε ελληνικό έδαφος, το «μάτι» και άλλες προλήψεις για τις οποίες συνήθως κάνουν λόγο οι γιαγιάδες.
Στερεότυπα μιας Ελλάδας του χθες, μέσα από τη ματιά Ελλήνων του εξωτερικού, που εξακολουθούν να παρουσιάζονται στον κινηματογράφο και συγκεκριμένα το δημοφιλές franchise «Γάμος αλά Ελληνικά».
Λίγο παραπάνω από 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία της πρώτης – και επιτυχημένης εισπρακτικά (368,7 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως) – ταινίας, η Νία Βαρντάλος επέστρεψε με το νέο κεφάλαιο στη ζωή της οικογένειας Πορτοκάλος. Ο πατέρας, Γκας Πορτοκάλος, έχει πεθάνει και η τελευταία του επιθυμία ήταν η Τούλα και τα υπόλοιπα παιδιά του να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα το χωριό που μεγάλωσε για να συναντήσουν συγγενείς και παιδικούς φίλους. Ετσι λοιπόν, ξεκινά μια μεγάλη περιπέτεια για την οικογένεια, πολλά μέλη της οποίας επισκέπτονται τη χώρα για πρώτη φορά.
Κι ενώ το αρχικό φιλμ εξελίχθηκε σε φαινόμενο εκείνης της εποχής, με πλοκή που θύμιζε σε μεγάλο βαθμό Ελλάδα και ατάκες που αναπαράγονται ακόμα και σήμερα, μια τηλεοπτική σειρά που ελάχιστοι θυμούνται και μια δεύτερη ταινία αργότερα, αποδεικνύουν ότι το ξαναζεσταμένο φαγητό δεν τρώγεται. Η Βαρντάλος, η οποία σε αυτή την ταινία εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο και το σενάριο έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία, χρησιμοποιεί όποιο παλαιομοδίτικο ελληνικό στοιχείο υπάρχει προσπαθώντας να διατηρήσει το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος.
Η Βαρντάλος δεν χρησιμοποιεί τα στερεότυπα για να τα επιβεβαιώσει, αλλά για να διασκεδάσει το κοινό και να καυτηριάσει ως ένα βαθμό
Ωστόσο, η Ελληνοκαναδή δημιουργός τα παρουσιάζει όλα αυτά με τρόπο καυστικό. Εχουμε δηλαδή μια Ελλάδα που δεν μοιάζει με τη σύγχρονη κοινωνία μας. «Αυτή ήταν και η καινοτομία της Βαρντάλος για τα δεδομένα μιας ξένης παραγωγής. Κοιτάει με λίγο χιουμοριστικό και σατιρικό βλέμμα αυτή την κοινωνία μιλώντας για τους Ελληνες της Αμερικής που ταυτόχρονα είναι παραδοσιακοί και πιο μοντέρνοι», λέει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ Βασίλης Βαμβακάς.
Παρόλο που το σενάριο περιλαμβάνει στιγμές συγκίνησης και τρυφερότητας ανάμεσα στα αδέρφια και την ηλικιωμένη – πλέον – μητέρα τους (Λέινι Καζάν), αυτές μοιάζει να τις επισκιάζει το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας παρακολουθούμε μια σειρά από φολκλόρ αναφορές, σε συνδυασμό με χαρακτηριστικές εικόνες της Ελλάδας όπως σοκάκια, το μπλε της θάλασσας και πλάνα από εμβληματικά τοπόσημα όπως η Βουλή, ο Παρθενώνας κ.α. «Εδώ τα στερεότυπα σατιρίζονται και η Βαρντάλος δεν τα χρησιμοποιεί ακριβώς για να τα επιβεβαιώσει, αλλά για να διασκεδάσει το κοινό και να καυτηριάσει ως ένα βαθμό», εξηγεί ο κ. Βαμβακάς.
Εκτός από το «Γάμος αλά Ελληνικά 3», μέσα στη χρονιά κυκλοφόρησαν άλλες δύο ταινίες που γυρίστηκαν κάτω από το φως του ελληνικού ήλιου: το γαλλικό «Δύο Εισιτήρια για Κυκλάδες» του Μαρκ Φιτουσί με φόντο την Αμοργό και το «I Love Greece» της Ελβετίδας Ναυσικά Γκερί Καραμαούνας. Δύο ξένες παραγωγές που, αν και γυρισμένες στη χώρα μας, δεν μπορούν να αποφύγουν τα στερεότυπα – πόσο μάλλον το «Γάμος αλά Ελληνικά» που υπερφορτώνει την ιστορία του με αυτά. «Η υπερβολή στην κωμωδία είναι κάτι θεμιτό αλλά ταυτόχρονα και μία προσπάθεια να το αναιρέσεις. Το αντίθετο, για παράδειγμα, με το μελόδραμα ή άλλο κινηματογραφικό είδος όπου το στερεότυπο επιβεβαιώνεται».
Αυτή η υπερβολή, όμως, «πουλάει» στους Ελληνες της διασποράς, οι οποίοι ήδη από την ανακοίνωση κυκλοφορίας της τρίτης ταινίας, μοιράζονταν στα σόσιαλ μίντια τη χαρά και ανυπομονησία τους για την επιστροφή των χαρακτήρων που αγάπησαν πίσω στο 2002. Ισως επειδή ταυτίζονται με αυτούς και τον τρόπο ζωής τους, αλλά κυρίως επειδή τους λείπει η Ελλάδα, αυτή του παρελθόντος, όπως την έχουν στο μυαλό τους, την οποία μπορούν να παρακολουθήσουν μέσα από τη μεγάλη οθόνη.
Αλλά το «Γάμος αλά Ελληνικά 3» δεν καταφέρνει να αποτυπώσει επιτυχώς τη νοσταλγία γι’ αυτούς, όσο μπουζούκι ή «ώπα» κι αν ακουστεί.