Οι επερχόμενες Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές για την κυβερνητική πλευρά – παρά τις πρόσφατες καταστροφές – αντιμετωπίζονται σαν συνέχεια της επικράτησης στις βουλευτικές. Χωρίς επί της ουσίας να γίνεται καμία προσπάθεια προώθησης του «απεγκλωβισμού» της τοπικής αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς προωθείται νομοσχέδιο για τους ΟΤΑ το οποίο με την επίφαση του «εξορθολογισμού» της λειτουργίας των, επί της ουσίας έμμεσα μειώνει την δυνατότητα αυτόνομων λειτουργιών.
Για τον προοδευτικό χώρο όμως, οι εκλογές αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ανάδειξης μίας νέας πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κουλτούρας. Με συνειδητοποιημένους πολιτικούς νέων ιδεών και προσεγγίσεων. Απομακρυσμένων από το διαχρονικό δούνε και λαβείν μίας μετριότητας. Αναδεικνύοντας την πραγματικά ανεξάρτητη δυναμική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς να διατυπώσουν πρόγραμμα ουσίας και σύνθεσης. Δυστυχώς όμως, ακόμα και σήμερα που τα προβλήματα αναμένεται να αυξηθούν μέρα με την ημέρα, στο περιφερειακό και τοπικό επίπεδο εξακολουθεί να χάνεται ο προσανατολισμός του τι σημαίνει «εκδημοκρατισμός» της ανάπτυξης.
Χάνεται ο προσανατολισμός της πολιτικής χάριν της μικροπολιτικής και των μικροσυμφερόντων. Σε τελική ανάλυση της εκβιαστικής εκμετάλλευσης γεγονότων, ανθρώπινων ισορροπιών και πραγματικών οικονομικών αναγκών. Χάθηκε, κατά συνέπεια η αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ της ατομικής πολιτικής επιβίωσης και της μάχης για την ανάδειξη των αξιών που χάνονται. Κατά τον τρόπο αυτό εκφυλίζεται στα μάτια των πολιτών η όποια προσπάθεια σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο επανένταξης του προοδευτικού αναπτυξιακού αφηγήματος στην ατζέντα της καθημερινότητας. Απλά μία τέτοια αναθεωρημένη ατζέντα δεν υπάρχει. Ίσως με υπαιτιότητα των ίδιων των κομμάτων που επαναπαύονται στις ελάχιστες επιδιώξεις πολλών πολιτικών στελεχών.
Ο προβληματισμός μου προκύπτει από την αδυναμία της κεντροαριστεράς να αναδείξει σε αυτοδιοικητικό επίπεδο νέες πολιτικές αυτονόμησης και εξειδικευμένης ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, καθώς η «πολιτική» εξακολουθεί να γίνεται με όρους «ασφαλτόστρωσης» και «τσιμεντόστρωσης», φαντάζει ίσως πολύ γενικό να προσεγγίζω το πεδίο αυτό από πλευράς συνεχιζόμενης αδυναμίας ανάδειξης της αυτοδιοίκησης ως βασικού μοχλού προαγωγής προοδευτικών πολιτικών.
Στα μάτια των πολιτών εξακολουθεί να επικρατεί η πάγια άποψη πως η μικροπολιτική για τους μικροπολιτικούς είναι ποιο εύκολη και «ακίνδυνη» με βάση την στόχευση προσωπικής και κομματικής ανέλιξης. Κατά συνέπεια, στην απουσία στόχευσης η πολιτική διεκδίκηση βασίζεται στα όρια της πεπατημένης αδυναμίας παραγωγής ουσιαστικής ριζοσπαστικής πολιτικής.
Μόνο που τα δεδομένα έχουν αλλάξει πλέον ριζικά. Όταν λοιπόν η σοσιαλδημοκρατία μετά από μία εικοσαετία που παρασύρθηκε στην δίνη της άπλετης ρευστότητας τους συστήματος – που τελικά οδήγησαν σε κρίσεις – επιλέγει πολιτικές μικρών ανίσχυρων τοποθετήσεων στην βάση κάποιων εύκολων δρόμων πρόσκαιρων εκλογικών ισορροπιών, αυτονόητα ο δρόμος προς την εκλογική επιτυχία και την ανάδειξη προοδευτικών πολιτικών γίνεται ολοένα και ποιο δύσβατος. Ειδικά όταν τουλάχιστον στην χώρα μας σε κυβερνητικό επίπεδο γίνεται επιθετικός «διεμβολισμός» και προώθηση πολιτικών που μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν αποτελούσαν βάση της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας.
Με έξυπνο και κατά τα φαινόμενα βραχυπρόθεσμα κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, η Κυβέρνηση κινούμενη «επιθετικά» – έστω και άτσαλα – χωρίς μακροπρόθεσμη πολιτική, προσεταιρίσθηκε πολιτικές και πολιτικούς από τον «προοδευτικό» χώρο χωρίς κατ΄ουσία να λειτουργήσει το πολιτικό αντανακλαστικό των πολιτών με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση. Η αδράνεια του προοδευτικού χώρου, εν μέσω αναζήτησης μίας νέας ουσιαστικής ταυτότητας «εκδημοκρατισμού» της ανάπτυξης, έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνησης εκμεταλλευόμενη τις διάφορες κρίσεις, να κινηθεί στην βάση μίας «προληπτικής» πολιτικής – εκτός του φιλοσοφικού πεδίου του χώρου της. Αφαίρεσε με την τακτική αυτή πολιτικά και «φιλοσοφικά» όπλα από μία κεντροαριστερά που μέχρι σήμερα επιδίδεται αποκλειστικά και μόνον σε έναν καταγγελτικό λόγο ως προς πολιτικές που χρησιμοποιούνται από συντηρητικούς φορείς εξουσίας.
Αυτό το οξύμωρο ως προς την πολιτικό στίγμα, η Κυβέρνησης προχώρησε να το οπτικοποιήσει με παροχές, αυξήσεις μισθών και στήριξη συντάξεων, pass και vouchers κάθε μορφής. Κατά τον τρόπο αυτό θέτει στον πολίτη πλέον το δίλημμα να επιλέξει μεταξύ του τι έχει χειροπιαστά στα χέρια του με βάση την δύσκολη καθημερινότητα – που η ίδια η Κυβέρνησης αδυνατεί να αντιμετωπίσει- και την ένδεια προτάσεων χειροπιαστών λύσεων και μακροπρόθεσμων προτάσεων. Ως αποτέλεσμα, η Κεντροαριστερά παραμένει ακόμα στον άχαρο ρόλο αναζήτησης και διαμόρφωσης πειστικών εναλλακτικών τοποθετήσεων.
Κατά συνέπεια, η εφαρμογή μίας «επιθετικής» πολιτικής με χαρακτηριστικά της κεντροαριστεράς από την Κυβέρνηση, μπορεί να δίνει χρόνο πολιτικής επιβίωσης με βάση τα αναπτυξιακά κονδύλια του Αναπτυξιακού Ταμείου και το επίπεδο εγχώριας ανάπτυξης. Αδυνατεί όμως να θέσει βάσεις μακροπρόθεσμης στόχευσης, κοινωνικής ισορροπίας και ανάπτυξης της Περιφέρειας. Ειδικότερα δε, αδυνατεί να διαμορφώσει ένα πεδίο αντιμετώπισης μελλοντικών κρίσεων για την οικονομία.