Ανάπτυξη 2,3% για φέτος, 2,2% για το 2024 και 2,4% για το 2025 περιμένει για την ελληνική οικονομία η Capital Economics, με τους αναλυτές της μάλιστα να χαρακτηρίζουν την Ελλάδα σαν το success story – έκπληξη της Ευρωζώνης κατά τα προηγούμενα δυο χρόνια. Σύμφωνα με τον επενδυτικό οίκο, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η απότομη διακοπή της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους αποδείχθηκε βραχύβια. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,3% το δεύτερο τρίμηνο (σε τριμηνιαία βάση), φτάνοντας 11% υψηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδα. Η Capital Economics μιλά για μια εντυπωσιακή επίδοση, αναγνωρίζει όμως ότι το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει σχεδόν 20% χαμηλότερο από τα επίπεδα του 2008.
«Ενώ η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί το δεύτερο εξάμηνο του έτους, οι επιχειρηματικές έρευνες δείχνουν ότι η οικονομία εξακολουθεί να έχει αρκετή δυναμική», σημειώνουν οι αναλυτές. Όπως εξηγούν, αυτό οφείλεται εν μέρει στην ισχυρή αγορά εργασίας, καθώς η απασχόληση έχει επανέλθει στην προ-πανδημίας τάση και η ανεργία βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009.
Επιπλέον, ο οίκος διαπιστώνει δομική πρόοδο στην ελληνική οικονομία, όπως για παράδειγμα με τη μείωση των κόκκινων δανείων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη από τις περισσότερες οικονομίες στην αύξηση των επιτοκίων, λόγω του χαμηλού επιπέδου των δανείων (ως προς το ΑΕΠ) και του πληθωρισμού, ο οποίος έχει ήδη πέσει μόλις στο 3,5% και αναμένεται να παραμείνει σχετικά χαμηλός.
«Συνολικά, περιμένουμε ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται σταθερά τα επόμενα 1-2 χρόνια», σημειώνουν οι αναλυτές και τονίζουν πως ενώ το υψηλό χρέος είναι ένας παράγοντας ανησυχίας, εντούτοις, η σταθερή ανάπτυξη βοηθά να μπουν τα δημόσια οικονομικά σε μία πιο στερεή βάση.
Το δημοσιονομικό κόστος των πυρκαγιών και των πλημμυρών θα αυξήσει το έλλειμμα κατά 1% έως 2% του ΑΕΠ φέτος, υπολογίζει η Capital Economics. Όμως η Ευρώπη θα καλύψει μέρος αυτού του κόστους, ενώ η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας σημαίνει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να περιλαμβάνεται στα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.