Αν και είναι δύσκολο να προβλεφθεί ένα ακριβές χρονοδιάγραμμα για το πότε η Βενετία θα βρεθεί κάτω από το νερό, λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η πόλη θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί από τα κύματα ήδη από το 2100. Για την ώρα, η Βενετία “βουλιάζει” από τα εκατομμύρια τουριστών που καταφθάνουν κάθε χρόνο εκεί για να περπατήσουν τα πλακόστρωτα σοκάκια της και να κάνουν τις μαγευτικές βόλτες με τους γονδολιέρηδες.
Είκοσι εκατομμύρια άνθρωποι από όλον τον κόσμο επισκέπτονται την ιταλική πόλη, με στόχο να βιώσουν από κοντά την ρομαντική της ατμόσφαιρα και να γνωρίσουν τον πολιτισμό της, ο οποίος προστατεύεται από την Unesco ως μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.
Η πόλη όμως εδώ και καιρό έχει αρχίσει να γίνεται μη βιώσιμη. Όλοι αυτοί οι επισκέπτες φαίνεται να ωθούν αυτόν τον, αγαπημένο σε όλους, προορισμό στην απόλυτη παρακμή. Οι κάτοικοι υποφέρουν από τις συνέπειες του, ενώ σιγά σιγά φαίνεται να αναδύεται από μακριά η τουρισμοφοβία, ένας όρος που εξηγεί τα συναισθήματα φόβου, αντιπάθειας και κοινωνικής απόρριψης που βιώνουν οι ντόπιοι πολίτες απέναντι στους τουρίστες, οι οποίοι πιστεύεται ότι προκαλούν μείωση στην ποιότητα ζωής των πρώτων.
Μέσα σε όλον αυτό τον ορυμαγδό αρνητικών συναισθημάτων και την ακραία επισκεψιμότητα, η κυβέρνηση της πόλης προσπαθεί να μειώσει τις μεγάλες εισροές τουριστών στην περιοχή, υιοθετώντας πρακτικές -όχι και τόσο ισχυρές-, που θα αποθαρρύνουν κάπως την μαζική αυτή είσοδο.
Το σύνδρομο της Βενετίας
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μείωση του μόνιμου πληθυσμού της πόλης εξαιτίας των τουριστών, καθώς οι ντόπιοι αισθάνονται αναγκασμένοι να φύγουν. Σήμερα, ο πληθυσμός της Βενετίας έπεσε από τους 175.000 στους περίπου 50.000, ενώ συνεχίζει να μειώνεται σταθερά. Μάλιστα, εάν ο αριθμός πέσει κάτω από 40.000, υπάρχει ανησυχία ότι η Βενετία θα πάψει να είναι μια βιώσιμη ζωντανή πόλη. Οι εναπομείναντες κάτοικοι του ιστορικού κέντρου δήλωσαν μάλιστα, ότι φοβούνται ότι θα μοιάζουν με “λείψανα σε ένα ανοιχτό μουσείο”, τώρα που ο πληθυσμός αναμένεται να πέσει για πρώτη φορά κάτω από 50.000 κατοίκους.
Αν και κάποτε η Βενετία αποτελούσε την καρδιά μιας ισχυρής ναυτικής δημοκρατίας, από τις αρχές του 1950 τα πράγματα άρχισαν σιγά σιγά να αλλάζουν. Από τότε έως σήμερα, η πόλη έχει χάσει 120.000 μόνιμους κάτοικους κυρίως εξαιτίας του υπερτουρισμού. Έτσι, παρά την αιθέρια ομορφιά της, όλο και περισσότεροι Βενετσιάνοι αρχίζουν να την εγκαταλείπουν μόνιμα, με την ίδια να μετατρέπεται σε πόλη-φάντασμα το σούρουπο, μετά την αποχώρηση των τουριστών. Ήδη ολόκληρες συνοικίες, στέκονται άδειες, ενώ οι δομές τους μοιάζουν να χρησιμοποιούνται ως πρόσοψη για την εξυπηρέτηση των τουριστικών συμφερόντων. Οι παράγοντες όμως που οδηγούν τους Βενετσιάνους να εγκαταλείπουν την πόλη τους, αν και οφείλονται στον υπερτουρισμό, επεκτείνονται σε πολλές πτυχές της ζωής τους, από την κυκλοφοριακή συμφόρηση, την περιβαλλοντική ζημία και τις επιπτώσεις στον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό τους.
Υπερτουρισμός και η εκδοχή των ντόπιων
Η στέγαση είναι ένα από τα κύρια ζητήματα. Ειδικά χάρη στην Airbnb, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες σπιτιών επιλέγουν να νοικιάζουν σε τουρίστες, αντί για εργαζόμενους ή φοιτητές, για να βγάλουν περισσότερα χρήματα. Το αποτέλεσμα; Ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ ζήτησης και προσφοράς για όσους χρειάζονται διαμέρισμα στη Βενετία. Η κύρια συνέπεια είναι ότι οι ιδιοκτήτες μπορούν να ξεφύγουν κυριολεκτικά, νοικιάζοντας μικροσκοπικά, ανθυγιεινά διαμερίσματα σε ακραία υψηλές τιμές.
Για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα για 4 φοιτητές είναι συνήθως ένα οίκημα δύο υπνοδωματίων 50-60 τετραγωνικών μέτρων. Το να βρει κανείς ένα δωμάτιο μόνο για τον εαυτό του, αποτελεί φαινόμενο σπάνιο και ακριβό. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις οι φοιτητές αρκούνται στο να μοιραστούν “stanza doppia”, -δλδ δίκλινο δωμάτιο- με έναν εντελώς άγνωστο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι και το “stanza tripla”, με τρία άτομα να μοιράζονται την ίδια κατοικία. Τα περισσότερα σαλόνια μετατρέπονται σε υπνοδωμάτια για να χωρέσουν περισσότερα άτομα. Το 2019 χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι θα πλήρωναν 300-350€ ανά μήνα για ένα κρεβάτι σε ένα κοινόχρηστο δωμάτιο, χωρίς τους λογαριασμούς. Για τους ιδιοκτήτες, αυτό κάνει 1.200-1.400€ τον μήνα ανά διαμέρισμα και απλά, αναφορικά για σύγκριση, ο μέσος μισθός στην πόλη το 2019 ήταν περίπου 1.500€ το μήνα για έναν εργαζόμενο. Αναζητώντας μια λύση, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να νοικιάζουν σπίτια στο “terraferma”, τις ηπειρωτικές πόλεις Mestre και Marghera που βρίσκονται απέναντι από το νησί της Βενετίας. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούσαν να βρουν διαμερίσματα που ήταν τουλάχιστον συμβατά με τα νομικά πρότυπα και πιο προσιτά.
Όμως πέρα από την στέγαση, πρόβλημα δημιουργείται και στις υποδομές της περιοχής, οι οποίες δεν είναι σχεδιασμένες για να αντέξουν μεγάλους αριθμούς επισκεπτών. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της high season, οι τουρίστες γεμίζουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε σημείο που οι ντόπιοι δεν μπορούν να επιβιβαστούν και να πάνε στη δουλειά τους. Επίσης, κατά τη διάρκεια των εβδομάδων του καρναβαλιού, οι φοιτητές και οι καθηγητές συχνά φτάνουν στο μάθημα 30 ή 40 λεπτά αργότερα, γιατί χάνουν 1 ή 2 λεωφορεία ή πλοία, επειδή είναι πολύ γεμάτα από τουρίστες. Αυτό φτάνει όμως και μέχρι το ακραίο σημείο να βλέπουμε ανθρώπους να τριγυρνούν στις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων ή να διακόπτουν τα μαθήματα και τις εξετάσεις.
Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν ξεφεύγει του προβλήματος. Οι ντόπιοι αναγκάζονται να κάνουν όλο και μεγαλύτερες παρακάμψεις για να αποφύγουν τις γεμάτες οδούς. Στην περίπτωση του “acqua alta”, ή αλλιώς της παλίρροιας, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Η πόλη της Βενετίας εγκαθιστά γέφυρες στους κύριους βυθισμένους δρόμους, αλλά όχι σε όλους, με τους διαδρόμους τους όμως να είναι πολύ στενοί. Σε αυτούς, τα πλήθη των τουριστών καταλαμβάνουν όλο το χώρο και εμποδίζουν την κυκλοφορία, ειδικά όταν σταματούν για να βγάλουν φωτογραφίες ή να κοιτάξουν γύρω τους.
Τρόποι αντιμετώπισης
Για να μπει μια παύση στο παραπάνω φαινόμενο, οι αρχές της πόλης υιοθετούν ένα νέο μέτρο, το οποίο εξηγούν ότι θα εφαρμοστεί σε 30 ιδιαίτερα πολυσύχναστες ημέρες την άνοιξη και το καλοκαίρι – ως μια προσπάθεια να “προστατευθεί η πόλη από τον μαζικό τουρισμό”. Έτσι, από το 2024, οι επισκέπτες ημερήσιων εκδρομών θα χρεώνονται με 5 ευρώ ως μέρος μιας προσπάθειας καλύτερης διαχείρισης της ροής των τουριστών. Το μέτρο αυτό έρχεται να ακολουθήσει την απαγόρευση εισόδου κρουαζιερόπλοιων στην ευαίσθητη λιμνοθάλασσα της Βενετίας το 2021.
Και οι δύο πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να ανταποκριθούν στο ιδιαίτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Βενετία, το οποίο είναι ότι περίπου το 80% των τουριστών της έρχονται μόνο για μια μέρα, τείνει να ξοδεύει ελάχιστα και να παρεμποδίζει την ζωή των ντόπιων.