Ως μάστιγα για τις οικονομίες και τις κοινωνίες ιδιαιτέρως των φτωχών χωρών σκιαγράφησε χθες το αυξανόμενο χρέος η Παγκόσμια Τράπεζα, όταν διά στόματος του επικεφαλής της, Ατζάι Μπάνγκα, τόνισε πως η υπερχρέωση πολλών χωρών αποτελεί τροχοπέδη τόσο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής όσο και στις προσπάθειες για μείωση της φτώχειας.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου Παγκόσμιας Τράπεζας και ΔΝΤ στο Μαρακές, ο κ. Μπάνγκα προειδοποίησε πως οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων από τη Federal Reserve ενδέχεται να εξωθήσουν σε πτώχευση δεκάδες χώρες, καθώς έχουν επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους. Οπως, άλλωστε, προσέθεσε ο Ιντερμίτ Γκιλ, επικεφαλής των οικονομολόγων της Παγκόσμιας Τράπεζας, την προηγούμενη φορά που η Fed προχώρησε σε τόσο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, εδώ και περισσότερο από 40 χρόνια, οδήγησε 24 χώρες σε χρεοκοπία. Παράλληλα με τις προειδοποιήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η συμμαχία οργανώσεων για τη διαχείριση του χρέους Debt Service Watch έδωσε στη δημοσιότητα έκθεση σύμφωνα με την οποία η υπερχρέωση των αναπτυσσόμενων χωρών είναι σήμερα χειρότερη από εκείνη των χωρών της Λατινικής Αμερικής κατά την κρίση χρέους της δεκαετίας του 1980. Επιπλέον 35 χώρες ανά τον κόσμο καταβάλλουν περισσότερο από το 50% των εσόδων τους για την εξυπηρέτηση του χρέους τους και συνολικά 54 χώρες καταβάλλουν το 1/3 των εσόδων τους για τον ίδιο σκοπό. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις χώρες της Αφρικής, η εξυπηρέτηση του χρέους τους απορροφά το 54% των εσόδων τους και το 40% των δημοσίων δαπανών.
Από αυτά τα στοιχεία καθίσταται προφανές γιατί η υπερχρέωση και το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους εμποδίζουν τη μείωση της φτώχειας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, αλλά και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Για την εξυπηρέτηση του χρέους τους οι χώρες της Αφρικής δαπανούν 50% περισσότερα από όσα κεφάλαια αφιερώνουν αθροιστικά στην παιδεία, την υγεία, την κοινωνική προστασία και την προστασία του κλίματος. Γι’ αυτό και ο επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας απηύθυνε έκκληση στους πιστωτές των αναπτυσσόμενων χωρών να επισπεύσουν την ελάφρυνση του χρέους τους, αλλά τόνισε πως δεν υπάρχει «μαγικό ραβδί» για να εξαφανιστεί το πρόβλημα ως διά μαγείας.
Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποιεί πως οι αυξήσεις επιτοκίων από τη Fed ενδέχεται να εξωθήσουν σε πτώχευση δεκάδες χώρες.
Τα αποκαρδιωτικά στοιχεία δίνονται στη δημοσιότητα μία ημέρα μετά την έκθεση του ΔΝΤ για τη δημοσιονομική εικόνα των χωρών, στην οποία το Ταμείο τονίζει πως το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται σταθερά τα τελευταία 75 χρόνια και προεξοφλεί πως θα εξακολουθήσει να αυξάνεται. Οπως επισημαίνει το ΔΝΤ, τα αίτια της συνεχιζόμενης αύξησης είναι μεν το μεγάλο χρέος των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά κυρίως η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, οι μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων την τελευταία διετία και τα δημοσιονομικά ελλείμματα που έχουν φθάσει σε ανησυχητικά επίπεδα εν μέρει και εξαιτίας του αυξανόμενου κόστους δανεισμού.
Το Ταμείο επισημαίνει, πάντως, πως παρά τα υψηλά επίπεδα χρέους πολλών χωρών και παρά την ανάγκη για δημοσιονομική εξυγίανση, δεν βλέπει στον ορίζοντα σοβαρό κίνδυνο για ένα ντόμινο πτωχεύσεων. Οπως τονίζει, το παγκόσμιο χρέος σημείωσε την πλέον ραγδαία εκτόξευσή του το φοβερό 2020, τη χρονιά της πανδημίας. Τότε η καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας μετέβαλε καθοριστικά την αναλογία ανάμεσα στο ΑΕΠ και το χρέος, με αποτέλεσμα αυτό να εκτοξευθεί στο δυσθεώρητο 258% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οπως τονίζει το ΔΝΤ, την επόμενη διετία ανέκαμψε η οικονομική δραστηριότητα και δεδομένου ότι επιταχύνθηκε ο πληθωρισμός, το παγκόσμιο χρέος μειώθηκε κατά 20 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και επανήλθε περίπου στα 2/3 του προ πανδημίας επιπέδου.
Από τα στοιχεία του ΔΝΤ προκύπτει πως τη μερίδα του λέοντος στο παγκόσμιο χρέος έχουν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, οι ΗΠΑ και η Κίνα, που αντιπροσωπεύουν από κοινού σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου χρέους εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα ποσοστά τους στο παγκόσμιο χρέος είναι 30% των ΗΠΑ και 20% της Κίνας, της οποίας το χρέος έχει αυξηθεί ταχύτερα από όσο έχει αυξηθεί το παγκόσμιο χρέος, όπως και πολύ ταχύτερα από όσο αυξήθηκε το ΑΕΠ της. Οπως τονίζει το ΔΝΤ, το 1995 η Κίνα αντιπροσώπευε μόλις το 1% του παγκόσμιου χρέους, ενώ αυτό το ποσοστό είχε φθάσει στο 20% μέσα στο περασμένο έτος. Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ της, άλλωστε, το χρέος της Κίνας έχει τριπλασιαστεί στο ίδιο χρονικό διάστημα και πλησιάζει τα επίπεδα χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν, δηλαδή, κρίναμε με αποκλειστικό κριτήριο το ποσοστό του χρέους της ως προς το ΑΕΠ της, τότε η Κίνα θα εντασσόταν αυτομάτως στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος έχουν σαφώς χαμηλότερα επίπεδα χρέους και όπως τονίζει το ΔΝΤ η μειωμένη πρόσβαση των φτωχών χωρών στη χρηματοδότηση αντανακλά το χάσμα που τις χωρίζει από τις πλούσιες χώρες.