Στο τραπέζι των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε., αύριο στο Λουξεμβούργο, θα τεθεί και πάλι το ζήτημα των νέων δημοσιονομικών κανόνων που θα αντικαταστήσουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, με την ισπανική προεδρία να επιχειρεί σύγκλιση, σε μία από τις πιο ακανθώδεις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις των τελευταίων χρόνων.
Πηγές που παρακολουθούν στενά τις διαπραγματεύσεις εκτιμούν πως η συμφωνία δεν είναι ακόμη ορατή, παρότι η Ισπανία θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να την κλείσει έως το τέλος του χρόνου. Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη βάση των οποίων γίνονται οι συζητήσεις, αντιμετωπίζονται γενικώς θετικά από τις περισσότερες χώρες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις, αλλά συναντούν την αντίδραση των «αυστηρών» χωρών του Βορρά, πρωτοστατούσης της Γερμανίας, που θέλουν διατήρηση συγκεκριμένων ποσοτικών στόχων, για μείωση του χρέους.
Οι βασικοί άξονες της πρότασης της Επιτροπής είναι οι εξής:
• Διατήρηση των στόχων για έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 3% του ΑΕΠ και χρέος 60% του ΑΕΠ.
• Τα κράτη-μέλη θα υποβάλουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεσοπρόθεσμα, 4ετή, δημοσιονομικά και μεταρρυθμιστικά σχέδια και θα καθορίζουν ένα δημοσιονομικό μονοπάτι με κριτήριο την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών. Αν χρειαστεί, μπορεί να δοθεί παράταση στη διάρκεια των σχεδίων.
Οι «αυστηρές» χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, αντιτίθενται στο σχέδιο της Κομισιόν για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
• Τα σχέδια αυτά πρέπει να είναι συμβατά με τη δημοσιονομική διαδρομή που θα καθορίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να ακολουθεί καθοδική πορεία το χρέος του κάθε κράτους.
Ουσιαστικά, πρόκειται για πιο ευέλικτους κανόνες από τους ισχύοντες, που λαμβάνουν υπόψη τους και τον οικονομικό κύκλο, έτσι ώστε να μη λειτουργούν αντικυκλικά.
Στη βάση των προτάσεων αυτών και ενόψει υιοθέτησής τους, η Επιτροπή εξέδωσε από την άνοιξη τις κατευθυντήριες γραμμές της για τη σύνταξη των προϋπολογισμών των κρατών-μελών το 2024. Για την Ελλάδα, ζήτησε να μην υπερβαίνει η αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών το 2,6%. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού, που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%, είναι συμβατό με τις κατευθυντήριες αυτές γραμμές.
Το ερώτημα, όμως, είναι αν και πότε τα κράτη-μέλη θα καταλήξουν σε συμφωνία και κατά πόσον η συμφωνία αυτή θα είναι κοντά στις προτάσεις της Κομισιόν ή θα «αυστηροποιηθεί» σύμφωνα με τις επιθυμίες της Γερμανίας. Μάλιστα, η τελευταία φαίνεται να έχει γίνει πιο άκαμπτη τελευταίως, κάτι που αναμένεται να εκδηλωθεί εντονότερα μετά και τα αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογές στη Βαυαρία και στην Εσση και την πτώση της δημοφιλίας της κυβέρνησης.
Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, ζητάει μεγαλύτερη ευελιξία και ειδική μεταχείριση για τις πράσινες επενδύσεις και τις αμυντικές δαπάνες, καθώς αντιμετωπίζει δημοσιονομική πίεση ενόψει της επαναφοράς των δημοσιονομικών κανόνων, που είχαν τεθεί σε αναστολή από το 2020.