Συχνά, μέσα στη νύχτα, η Χαντζίγια ακούει κραυγές. Μπορεί να είναι η γυναίκα στη διπλανή αίθουσα που αρνείται να αφαιρέσει την αμπάγια της από τότε που οι φονικές πλημμύρες έπληξαν την Λιβύη, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Φοβάται ότι θα υπάρξουν κι άλλες πλημμύρες και με αυτόν τον τρόπο νομίζει ότι μπορεί να κρυφτεί από αυτές, πιστεύοντας ότι η φορεσιά της θα την προστατεύσει. «Όσοι έχουν επιζήσει υποφέρουν. Οι νεκροί έχουν αναπαυθεί», λέει η 60χρονη Χαντζίγια στο δίκτυο Al Jazeera μέσα από ένα σχολείο, το οποίο έχει μετατραπεί σε καταφύγιο για τους χιλιάδες πλημμυροπαθείς που είδαν τις κατοικίες τους να βυθίζονται κάτω από τα ορμητικά νερά. Αναγκασμένοι να αναζητήσουν αλλού στέγη, η ίδια και οι συγγενείς της είναι οι λεγόμενοι κλιματικοί μετανάστες.
Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) προβλέπει ότι μέχρι το 2050 θα υπάρχουν από 44 έως 216 εκατομμύρια κλιματικοί πρόσφυγες, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι τη στιγμή που οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης εντείνονται, οι διακρατικές κλιματικές μεταναστεύσεις μπορεί να γίνουν συχνότερες.
«Οι άνθρωποι δεν έχουν κατανοήσει πλήρως τι είναι κλιματική αλλαγή», εξηγεί η Ιταλίδα σύμβουλος του ΟΗΕ Αντζέλικα Ντε Βίτο στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica και συμπληρώνει πως οι περισσότεροι εστιάζουν στη συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, παραβλέποντας όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με αυτή.
«Η τροφή και το νερό συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τη ζωή των ανθρώπων. Το να μεταναστεύεις είναι ανθρώπινο, αλλά το να μεταναστεύεις επειδή η γη και το έδαφός σου κηρύσσονται ακατοίκητα είναι κάτι που ξεπερνάει τα όρια και δεν πρέπει να θεωρείται συνηθισμένο, όπως συμβαίνει σε ορισμένες χώρες», δήλωσε.
Ερωτηθείσα για τις δυσοίωνες προβλέψεις των μαζικών κυμάτων μετανάστευσης εξαιτίας της περιβαλλοντικής κρίσης, η Ντε Βίντο απάντησε πως οι εκτιμήσεις μιλούν για «πραγματικά πολλούς ανθρώπους».
Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Ινδία είναι οι χώρες όπου σημειώνεται περισσότερο η κλιματική μετανάστευση εξαιτίας των πλημμυρών που καταγράφονται και της αυξημένης θερμοκρασίας. Αντίστοιχα πολλές είναι οι περιοχές που πλήττονται από ξηρασία, ενώ συχνά τα νησιά απειλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα.
Για παράδειγμα το μικροσκοπικό αρχιπέλαγος Τουβαλού, με λιγότερους από 11.000 κατοίκους και συνολική έκταση 26 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που απειλείται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η πιο συνηθισμένη φράση που ακούς από τους ντόπιους, οι οποίοι «στριμώχνονται» στο μεγαλύτερο νησί Φονγκαφάλε, είναι: «Το Τουβαλού βυθίζεται». Ήδη, δύο από τις εννέα ατόλες του Τουβαλού βρίσκονται στα πρόθυρα να βυθιστούν, αναφέρει η τοπική κυβέρνηση εξαιτίας της ανόδου της θάλασσας και της διάβρωσης των ακτών. Τα περισσότερα από τα νησιά βρίσκονται μόλις 3 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι σε 80 χρόνια το Τουβαλού δεν θα είναι πια κατοικήσιμο.
Σε μία προσπάθεια να διασφαλιστεί το μέλλον των κατοίκων του, η Αυστραλία έδωσε ειδική άδεια στους πολίτες να εγκατασταθούν και να εργαστούν στη χώρα.
Η διμερής συνάντηση αποτελεί ορόσημο επειδή «αναγνωρίζεται επιτέλους νομικά ότι υπάρχουν μεταναστευτικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και γιατί εμπλέκεται η Αυστραλία, μια από τις πιο εχθρικές χώρες σχετικά με το μεταναστευτικό δίκαιο και η οποία ενδέχεται να χρειαστεί να φιλοξενήσει χιλιάδες ανθρώπους από τα νησιά. Σε αυτές τις περιπτώσεις μιλάμε για μετανάστευση μεταξύ χωρών, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί και εντός της ίδιας χώρας», εξήγησε η Ντε Βίτο.
Μπορεί όλο αυτό να φαντάζει μακρινό, όμως, η ειδικός τονίζει ότι ανάλογα φαινόμενα μπορεί να παρατηρηθούν και στην Ευρώπη και δη στην Ιταλία: «Όταν πρόκειται για φαινόμενα μαζικής μετανάστευσης, υπάρχει συχνά ένα ενδιάμεσο βήμα, δηλαδή η εσωτερική μετανάστευση. Εξαιτίας του κλίματος -άνοδος της στάθμης των θαλασσών και διάβρωση των ακτών- οι άνθρωποι αρχίζουν να μετακινούνται από τις ακτές προς την ενδοχώρα. Αυτό θα μπορούσε να αφορά και στην Ιταλία. Για παράδειγμα, σε περιοχές όπως η Καλαβρία ή η Απουλία, όπου τέτοια φαινόμενα αυξάνονται, θα μπορούσε σύντομα να σημειωθεί μετακίνηση προς άλλες περιοχές και χώρες, εάν η φύση δε μπορεί να εγγυηθεί πλέον ορισμένες συνθήκες».
Βραζιλία: Μέχρι το 2050 το 5% του Ρίο θα βυθιστεί
Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και δημοσιεύθηκε την παραμονή της Διάσκεψης για την Κλιματική Αλλαγή COP28 στο Ντουμπάι, το 5% των πόλεων Ρίο ντε Τζανέιρο και Σάντος στη Βραζιλία θα πλημμυρίσει μέχρι το 2050. Οι επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας σε παράκτιες περιοχές είναι πιθανό να αυξηθούν έως και πέντε φορές μέσα στον αιώνα. Οι δύο πόλεις της Βραζιλίας καταλαμβάνουν την τρίτη και τέταρτη θέση στην κατάταξη των 10 πόλεων στον κόσμο που κινδυνεύουν περισσότερο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η πόλη Γκουαγιακίλ του Ισημερινού βρίσκεται στην πρώτη θέση και την ακολουθεί η πόλη Μπαρανκίγια της Κολομβίας. Ενώ η πρωτεύουσα της Τζαμάικα, το Κίνγκστον, συμπληρώνει την πρώτη πεντάδα.
Μη κατοικήσιμες ολόκληρες περιοχές
Σύμφωνα με τα ευρήματα, εάν οι παγκόσμιες θερμοκρασίες αυξηθούν κατά 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, οι κάτοικοι του Πακιστάν, της ανατολικής Κίνας και της υποσαχάριας Αφρικής θα εκτίθενται σε πάρα πολλές ώρες ζέστης που ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπινου οργανισμού.
Αναλυτικότερα, αυτές οι περιοχές θα καταστούν μη κατοικήσιμες καθώς τα θερμά κύματα και το υψηλό επίπεδο υγρασίας θα είναι επικίνδυνα για την υγεία. Ο αέρας δεν μπορεί να απορροφήσει την υπερβολική υγρασία και αυτό περιορίζει την εξάτμιση του ιδρώτα. Εάν, μάλιστα, η υπερθέρμανση του πλανήτη έφτανε τους 3 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, εξήγησαν οι ερευνητές, τα επίπεδα θερμότητας και υγρασίας που υπερβαίνουν την αντοχή του οργανισμού θα επηρέαζαν την ανατολική Ακτή και τις κεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ, τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία.
Οι επιστήμονες έθεσαν ως παράδειγμα την Αλ Χουνταϊντά της Υεμένης, στην οποία έχει παρατηρηθεί παρατεταμένη ζέστη και υγρασία. Αν η θερμοκρασία του πλανήτη αυξηθεί κατά 4 βαθμούς αυτό θα έχει ως επακόλουθο ακραίες συνθήκες ζέστης για περισσότερες από 100 συνεχόμενες ημέρες που θα καταστήσουν την πόλη «κόκκινη» και μη βιώσιμη.
Για να σταματήσει η άνοδος της θερμοκρασίας, οι επιστήμονες στηρίχθηκαν σε έρευνες δεκαετιών που υπογραμμίζουν την ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ιδιαίτερα του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται από την καύση ορυκτών καυσίμων. Εάν δεν εφαρμοστούν αυτές οι αλλαγές, οι χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος θα υποφέρουν περισσότερο.